/…δωσ’ μουυυυυυυυυυυ δύο κατοστάρικα…δώσε κάτι, δώσε ό,τι έχεις…/
Μες στα σοκάκια γυρνώ
δεν έχω τίποτα επάνω μου
ούτε ρούχα, ούτε ομπρέλα, ούτε πατρίδα
Τρεις μέρες βρέχει τώρα
και μου `χουν σπάσει τα νεύρα
δεν έχω πού να κάτσω από κάτω
ούτε ένα παγκάκι δεν υπάρχει να κάτσω
Πού να κάτσω; Είναι όλα πιασμένα…
(..)
Γαμώ την κοινωνία μου
θα πάω να κάτσω πάνω σ’ ένα βουνό
και θα σας βλέπω όλους από ψηλά
Θα βλέπω εσάς και τη μιζέρια σας
αλλά δε θα σας έχω ανάγκη
ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ Ο ΧΟΥΛΚ…
*Κύλησε το nutshell και βρήκε τη στήλη του.
Ό,τι είχα να πω, το υπέθεσα, απώθησα, προσέλκυσα, άκουσα, είδα, έγραψα…
Απλά, λιτά και απέριττα.