Κάθε βράδυ από τότε που γεννήθηκες, περίμενα να αποκοιμηθείς και τότε ερχόμουν, σε φιλούσα γλυκά και σου ψιθύριζα πόσο σ’αγαπώ. Κι εσύ το καταλάβαινες μες το γλυκό σου ύπνο και χαμογελούσες ευχαριστημένη.
Κι όμως, υπήρξαν βράδια που μετά το φιλί απομακρυνόμουν από το δωμάτιό σου και ξεσπούσα σε λυγμούς, μες στο σκοτάδι, μόνη μου, ρωτώντας ξανά και ξανά τον εαυτό μου αν η απόφαση που είχα πάρει ήταν η σωστή… Βλέπεις όταν παίρνεις στους ώμους σου την απόφαση ενός διαζυγίου, έστω κι αν η ευθύνη βαρύνει εξίσου και την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο! Όταν εσύ είσαι εκείνη που τραβάει την κόκκινη γραμμή, εσύ που οριοθετείς το τέλος, εσύ η δυνατή που προχωράς, εσύ μόνη κι όλοι οι άλλοι απέναντι δεν είναι απλώς δύσκολο… πονάει βαθιά, τόσο που οι άλλοι δε μπορούν ή δεν θέλουν απλά να καταλάβουν.
Ανησυχώ για το πόσο όλο αυτό σε έχει πληγώσει, για το πόσο αυτή η απόφαση –που δεν είναι δική σου, αλλά χρειάστηκε να την ακολουθήσεις – θα επηρεάσει τη ζωή και τις επιλογές σου… Ο κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό…
Μήπως δεν είμαι καλή μαμά για σένα; Μήπως φέρθηκα εγωιστικά γιατί δεν άντεχα άλλο; Μήπως τελικά η υπομονή μου είχε ημερομηνία λήξης εις βάρος σου; Μήπως δεν πάλεψα αρκετά και για τις δυο μας; Μήπως… μήπως… μήπως…;
Ύστερα ήρθαν εκείνα τα βράδια που χρειάστηκε να σε αποχωριστώ. Λίγα θα μου πεις, μα ήταν περίεργο, πρωτόγνωρο για μένα. Δε θα ήμουν εκεί να σου πω την τελευταία καληνύχτα, να σε δω να σκας το πιο όμορφο χαμόγελο, καθώς ονειρεύεσαι. Και το τελευταίο χάδι στην πλατούλα σου; Μήπως κρυώνεις; Μήπως θες να σε σκεπάσω; Πήρες το αγαπημένο σου μαντήλι; Έφαγες καλά; Να ντυθείς γιατί έξω έχει κρύο. Μα εσύ έχεις πυρετό; Καις ολόκληρη; Θα’μαι εκεί σε πέντε λεπτά! Έπαιρνα τα κλειδιά και πετούσα σχεδόν, για να έρθω κοντά σου. Μα στην επόμενη γωνία γύρναγα πίσω. Γιατί είχες ανάγκη να περάσεις χρόνο με το μπαμπά σου και να δεθείτε, όπως μόνο εσείς οι δύο ξέρετε. Χρειαζόσασταν χρόνο για να μάθει κι εκείνος να σε φροντίζει, ένα αναφαίρετο δικαίωμά του, που δεν του δόθηκε απλόχερα μα δεν το διεκδίκησε κιόλας όσο είμασταν μαζί…
Όσο περνούσε ο καιρός, οι σειρήνες που λέγονται τύψεις κι ενοχές άρχισαν να ακούγονται όλο και λιγότερο… Η ομίχλη του πόνου και οι βροντές του θυμού με τον καιρό κόπασαν και το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε μετά την καταιγίδα είχε τα πιο όμορφα και λαμπερά χρώματα. Γιατί μονάκριβή μου, κάποιες φορές στη ζωή μας τα πράγματα έρχονται ή επιλέγουμε εμείς να έρθουν διαφορετικά από ό,τι είχαμε ονειρευτεί. Κάθε τέλος σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή. Η αγάπη είναι σεβασμός, είναι και υπομονή, μα δεν είναι καταπίεση. Η αγάπη είναι επικοινωνία και χαρά, όχι εγκλωβισμένα συναισθήματα. Η αγάπη πάνω από όλα είναι αποδοχή. Κι η δική μας οικογένεια έκανε μια καινούργια, διαφορετική αρχή με θεμέλια την αλήθεια, την αγάπη και τη χαρά. Δεν υπάρχει χώρος για να εγκλωβίζουμε αυτά που νιώθουμε, για να καταπίνουμε αυτά που μας ενοχλούν και να φορτώνουμε στο αύριο αυτά που μας κουράζουν από το σήμερα. Όταν κάτι μας απασχολεί το αντιμετωπίζουμε και δεν το αφήνουμε να γιγαντωθεί και να εκραγεί σε χρόνο ανύποπτο.
Και ναι τώρα πια σε μοιραζόμαστε με το μπαμπά σου, μοιραζόμαστε τις εμπειρίες σου, τις χαρές σου, τις ανησυχίες σου, τους ενθουσιασμούς και τα μοναδικά σου αστεία, άλλοτε όλοι μαζί κι άλλοτε χώρια. Δεν ανησυχώ πια για τα βράδια που είσαι με το μπαμπά σου. Γιατί μοιράζεται κι εκείνος μαζί σου αυτό το καταπληκτικό χαμόγελο όταν κοιμάσαι. Και νιώθω πια πως κι εκείνος μπορεί να σε φροντίσει εξίσου καλά… Χρειαστήκαμε χώρο και χρόνο και οι τρεις μας για να αποδεχτούμε αυτή την καινούργια κατάσταση. Και περάσαμε αρκετά, και μαζί και χώρια. Ίσως να μην ήταν εύκολο όλες τις φορές, μα δεν ήταν κι ακατόρθωτο.
Ακόμα έχω στο νου τα λόγια σου, την προηγούμενη Κυριακή που φεύγαμε από την παραλία, όταν ανάμεσα στα κοριτσίστικα πράγματα που συζητούσαμε, γύρισες και μου είπες ανέμελα: ‘Ξέρεις κάτι μαμά; Περνάω τόσο καλά όταν είμαι με σένα μα κι όταν είμαι με το μπαμπά!’ Σου γελάω, και πιάνω το χέρι σου για να συνεχίσουμε παρακάτω…