Σάββατο με Μπαχ-τζούνιορ και σκύλο. Έξυπνη φίλη έρχεται και μου ανακοινώνει πως χωρίζει. Βρήκε την πρώτη αντένδειξη.
«Δε θα με πιάσει εμένα κορόιδο», λέει. «Μέχρι στιγμής τηρώ τους κανόνες και τις αρχές μου. Γι’ αυτό δεν έχω χάσει από άντρα. Γιατί στην πρώτη αντένδειξη φεύγω».
Απαλή φίλη, λεπτεπίλεπτη. Και ήδη δυσκολεύεται. Ήδη ψάχνει με αγωνία τον επόμενο.
Αυτού του είδους η επιβιωτική ευφυΐα, σκέφτομαι,είναι για τη γυναίκα ό,τι το αγκάθι για το σκαντζόχοιρο. Δεν έχω από πού να την πιάσω.
Μεταξωτή γυναίκα, γεμάτη αγκάθια. Τα έχει χάσει όλα, νομίζω, γιατί τρέμει μην τυχόν και χάσει. Πολλές φορές απορριμμένη, υποψιάζομαι.
Αυτή είναι η μοίρα όσων δεν χάνουν. Η λυπημένη φάρσα. Του να παρατάνε πρώτοι αυτούς που πρώτοι τους απέρριψαν.
Λίγα πράγματα χωρίζουν το φρικαλέο από το κωμικό. Την ξέρω τη μάρκα.
Άνθρωποι που φεύγουν όχι για την αντένδειξη. Όχι επειδή το θέλουν. Αλλά επειδή οσμίζονται την απόρριψη που έρχεται. Το επιβιωτικό «ποιός αφήνει ποιόν» τίθεται πάνω από το «ποιος θέλει ποιόν και πώς τον διεκδικεί». Ξύπνιοι και επουσιώδεις. Φίλοι και τους αγαπάμε. Στα ερωτικά τους, ράτσα δεύτερη, χαμηλή.
Σάββατο πρωί. Ερωτευμένοι, λένε και όμως. Ξυπνάνε έξυπνοι. Επιτίθενται για να αποτρέψουν επιθέσεις. Τρομοκρατούν για να μη γίνει διάφανος ο φόβος τους. Χωρίζουν για να μην τους χωρίσουν. Διαλύονται για να μην τους πιάσουν κορόιδο. Άκυρη εξυπνάδα. Το νιώθεις όταν οι διαλυμένοι μέντορες δίνουν χρηστικές οδηγίες. Για να πάθεις τα ίδια με δαύτους.
«Να μην ξέρει την αδυναμία που του έχεις, θα την εκμεταλλευτεί». Ή «μη δίνεις τίποτα από τον εαυτό σου. Τότε σε εκτιμούν οι άντρες». Ή «να μη σε βρίσκει πάντα στο τηλέφωνο. Γιατί σε θεωρεί δεδομένη». Και τη χαρά του να τιμήσεις, να φωταγωγήσεις, να προσφέρεις, να τον ακούσεις, που την πας; Η οξυδέρκειά τους; Σιδερένια μπάλα σε κομψά σφυρά – και πάνε σέρνοντας. Φαίνεται, Κέικ, λέω, πως η αγάπη δεν είναι αρκετή για όσους δεν αγαπάνε αρκετά, θέλει στρατηγική. Πρέπει να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα: Ποιος θα τρομάξει περισσότερο τον άλλο: το αγαπημένο μου ερωτικό άθλημα. Ποιος θα ντρεσάρει γρηγορότερα τον άλλον. Ποιος θα αποδειχθεί πιο έξυπνος. (Δηλαδή πιο φοβισμένος.) Ποιος θα επιβληθεί. Να επιβληθεί η γυναίκα;
Τι να τον κάνει όμως έναν άντρα που του επιβάλλεται; Να επιβληθεί ο άντρας; Ποιος άντρας που τιμά το φύλο του έχει πρόβλημα με την επιβολή;Μόνο αυτός που δε μπορεί να προστατέψει. Σώσον ημάς από τέτοιες αγάπες.
Δεν θέλω να πάρω μέρος ποτέ πια σε τέτοια εκπαιδευτικά προγράμματα. Μεγάλωσα, αποφάσισα. Δεν συμπλέω. Ένοχη ανομοιότητας, όπως πάντα μου άρεσε να είμαι. Ανεπίδεκτη στρατηγικών. Αλλά δεν το κάνω επίτηδες. Αλήθεια. Νομίζω πως γεννήθηκα με το προνόμιο του να μπορώ να διορθώσω τα πράγματα κάθε φορά που τα μολύνω με τρέχουσα ψιλικατζίδικη ευφυΐα. Έβαλε και κερασί κραγιόν. Φίλη από το δημοτικό. Φιλία δεκαετιών και άντεξε. Ανέχτηκα τη σκανδαλώδη φιλαυτία της. Ανέχτηκε την καλπάζουσα ιδιορρυθμία μου. Δεν συναντηθήκαμε ποτέ και πουθενά. Δεν έμαθε τα μυστικά μου. Κι όμως. Αγαπιόμαστε. Σαν ψυχραμένοι συγγενείς που συναντιούνται σε κηδεία ανθρώπου αγαπημένου. Και εκεί, επάνω στον καφέ, ραγίζουν, αγκαλιάζονται. Προχωρούν πλάι πλάι μετά. Αργά το βράδυ τηλεφωνιούνται.
«Χαίρομαι που υπάρχεις».
«Και εγώ χαίρομαι που υπάρχεις». Σηκώνεται να φύγει.
«Εσύ τι θα έκανες;»
Τι να της πω; «Δύο μηνών μόνο το νεογέννητο μυαλό μου».
Υπάρχει στον άνθρωπο ένα όριο που, όταν ξεπεραστεί, ο νους ξαναγεννιέται. Ο κόσμος φτιάχνεται εξαρχής. Καινούριος κόσμος.
Αλλά δίχως χώμα και νερό δεν γίνεται. Ο κόσμος της ηρωίδας Τερέζας. Το χώμα μου και το νερό μου. Τα υλικά της δημιουργίας μου. Ψάχνω το βιβλίο της, της το δίνω τσακισμένο στην ανάλογη σελίδα.
«Εγώ όταν έφυγα, έφυγα για να με ψάξει. Είμαι, βλέπετε, μια γυναίκα αναχρονιστική. Η ζωή μου είναι μόνο ο άντρας που αγαπώ. Τώρα πια δεν ξαναφεύγω. Άλλωστε, που να πάω; Η Πράγα κατάντησε άσχημη…».
Στο καλό, έξυπνη φιλενάδα. Κρίμα που αυτός δεν θα δει το κερασί κραγιόν σου. Ακόμα και ένα κραγιόν να αγοράσεις πρέπει να έχεις αποδέκτη. Αλλιώς δε γίνεται. Ωραίο πάντως το κραγιόν, σου πάει πολύ.
Σε αγαπώ. Είσαι φίλη μου. «Θα τηλεφωνηθούμε το βράδυ;» «Ναι. Θα τηλεφωνηθούμε οπωσδήποτε το βράδυ».