Παιδί μιας γενιάς που θεωρούσε κατάρα να γερνάς με το μαλακό
Από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
O Βλάσσης έζησε γρήγορα, ορμητικά και άτσαλα. Πήγε κάποια στιγμή να σοβαρευτεί, μα δεν τα κατάφερε. Πέθανε άγαρμπα. Ηταν καλό παιδί. Πήγαινε με διακόσια, σε ένα αυτοκίνητο που δεν είχε φρένα.
Τον θυμάμαι σε μια φωτογράφηση του “Symbol”. Του είχαμε ζητήσει να μπλεχτεί στα κλαδιά μιας μυγδαλιάς – να μιμηθεί την κλασική φωτογραφία του Ντίλαν Τόμας με τη γλυσίνα στην Ουαλία. Να είναι σοβαρός, βλοσυρός – μετά την περιπέτειά του, που πήγε να πεθάνει. Ηταν εκτός τηλεόρασης, μακριά από τη βουή που τον είχε θρέψει. Επαιξε τον βαρύ, σκεπτόμενο άνθρωπο τέλεια. Κι ήταν βαρύθυμος στ’ αλήθεια.
Ξανακοιτάζοντας τη φωτογραφία του (10 Μαρτίου 2001), λυπάμαι που πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Η γενιά μου και, κυρίως, η γενιά του γοητεύτηκαν από εικόνες υπερβολής και απληστίας –και ζήτησαν να τα ζήσουν όλα, τώρα! Ανέβασαν στροφές μέχρι να καούν τα πάντα (μέσα τους και γύρω τους) και άρχισαν να γερνούν μεταξύ κυνισμού και δακρύων, σε περίβλεπτες αρένες: ο Βλάσσης στην τηλεόραση.
Παρ’ ότι με στεναχωρούσε το τόσο χύμα του, ένιωθα πάντα την τρυφερή του πάστα. Ηταν ένα παιδί των λουλουδιών που γερνούσε έξαλλα και που, πάλι όπως ο Ντίλαν Τόμας, δεν ήθελε να πάει με το μαλακό μέσα στην όμορφη νύχτα. «Πρέπει να ουρλιάζουν και να καίνε τα γηρατειά μόλις βραδιάζει / οργίσου, οργίσου ενάντια στου φωτός τον τελειωμό».
Εχει κάτι εφηβικό αυτή η επιμονή, αυτή η απληστία. Κάτι που ήταν ακραίο, τεταμένο –κι έσπασε. Ούτε η κόρη του ούτε η εύπορη κατάστασή του ούτε η γυναίκα του μπορούσαν να τον σταματήσουν.
Ηταν το όμορφο, παράφορο αγόρι των Πελόμα Μποκιού, με τα φιλήδονα χείλη και το πονηρό βλέμμα, η βραχνή φωνή, που θύμιζε μαύρο βελούδο –ο εκρηκτικός Βλάσσης που δοκιμάζει την αντοχή των ορίων του- τα πολύ σοβαρά μάτια, οι σακούλες, τα ανάκατα μαλλιά.
Πολλές φορές μ΄έκανε να αναρωτηθώ τι είναι καλύτερο: να το τερματίζεις μέσα στην περιέργεια της ύπαρξης ή να καλλιεργείς το κήπο σου, ενώ παιδιά- σκυλιά παίζουν κοντά σου; Ειλικρινά δεν ξέρω. Αλλά νομίζω δεν αποφασίζουμε εμείς – είναι αποφασισμένο από τη χημεία μας. Ο Βλάσης σίγουρα ήταν προορισμένος να καεί. Χωρίς να είναι ιδιαιτέρως φιλοσοφικός, εξέφρασε με όλη του τη ζωή το στίχο αυτό που συγκεφαλαιώνει τη ροκ υπερβολή:
“Do not gentle into the good night Rage, rage against the dying of the light”
Ωραίος στίχος. Μα κάτι πρέπει να γίνει κάποια στιγμή και με την πραγματικότητα.
Πηγή: lifo.gr