Να σας πω έναν καημό μου ή θα με κράξετε;
Έναν από αυτούς τους άχρηστους, αδικαιολόγητους, μικρούς, σχεδόν αόρατους καημούς που νοστιμεύουν τη φαντασία, όπως το φρεσκοτριμμένο ορυκτό αλάτι από το Θιβέτ δίνει γεύση στη δροσερή πράσινη σαλάτα.
Θα σας τον πω. Σιγά μην πάρω και την άδεια σας.
Η Περσεφόνη, personal trainer στον οίκο αντοχής που επισκέπτομαι τρεις φορές την εβδομάδα για να κρατήσω την κορμάρα μου σε φόρμα.
Την παρατηρούσα διακριτικά να γυμνάζει παχουλοκομψές τριαντάρες των ΒουΠου, απελπισμένες στην προσπάθεια τους να σταυρώσουν γκόμενο της προκοπής.
Αραιά και που μαστίγωνε και μερικούς στραβοχυμένους χαρτογιακάδες, που με ξελιγωμένο βλέμμα ονειρευόντουσαν πιτσιρίκες να προσκυνάνε τους μπακλαβάδες, που νόμιζαν πως θα ξεπροβάλλουν, όταν κάποτε εξαφανιστούν τα ξίγκια από τα μπυροκοίλια τους.
Ψηλοκώλα η Περσεφόνη με ωραίο κορμί, επαγγελματίας και χαμογελαστή, σχεδόν μού έλειπε, όσες φορές δεν την έβλεπα.
Αραιά και που μια κουβεντούλα την κάναμε.
Με γοήτευε το ελαφρά προτεταμένο σαγόνι της.
Η φατσούλα της, ασορτί με το ελαφρότατο τράβηγμα του σίγμα στην ομιλία, γινόταν κόκκινη, όταν εκνευρισμένη από τα βούρλα πελάτες, προσπαθούσε να τους δείξει για εκατοστή φορά, πώς να κάνουν σωστά τις ασκήσεις.
Τον τελευταίο χρόνο την είχα χάσει.
Υπέθεσα πως άλλαξε χώρο εργασίας και την ξέχασα.
Προχθές όμως, με το που άρχισα τον βαρετό διάδρομο, έπιασα με την άκρη του ματιού μου μια οικεία φιγούρα.
Κοίταξα καλύτερα.
Ξανακοίταξα και η μόνιμη συντροφιά μου, το φιδίσιο τσερβέλο, έσκουξε: “Ναι, ρε μαλάκα, η Περσεφόνη είναι… Πώς έγινε έτσι; Νεκροκεφαλή διακοσμητική σε ένα μάτσο ποντίκια, κολλημένα πάνω σε ανθρώπινο σκελετό.
Ανοιγόκλεισα μερικές φορές τα μάτια, δεν μπορεί, οι φακοί επαφής θέλουν αλλαγή, σκέφτηκα.
Όσο σήκωνα τα βάρη της ακολασίας στους πάγκους του μαρτυρίου, την αναζητούσα με το βλέμμα.
Κόντεψα να πλακωθώ κάτω από τη μπάρα, όταν με πλησίασε με χαμόγελο.
Δεν είχα πρόβλημα τελικά με τους φακούς.
Η πανδαισία της γυναικείας γλύκας και χάρης, είχε χαθεί από πάνω της.
Από το πρόσωπο χάθηκε κάθε ίχνος αναίδειας και τσαχπινιάς.
Τα ζυγωματικά πεταγμένα, τα μάγουλα ρουφηγμένα. Εντελώς αταίριαστα με το λαιμό κύκνου που τα συμπλήρωνε.
Το σώμα τέλειο για υστερική χαζοαμερικάνα, αλλά εντελώς απωθητικό για τα παρακμιακά μεσογειακά γούστα μου.
Σηκώθηκα, της φίλησα το χέρι, μην της γεμίσω με ιδρώτες τα μάγουλα και επιστρατεύοντας όλη τη μαλαγανιά μου, τη ρώτησα.
“Καλέ εσύ, πως άλλαξες τόσο; Κούκλα ήσουνα, θεά έγινες!”
Χαμογέλασε ικανοποιημένη και με αποτελείωσε… «Είδες Ρομπέρτο, το αποφάσισα και τα κατάφερα. Μεταξύ μας, έπεσε και λίγο μαχαιράκι. Ας είναι καλά ο λεφτάς ο μπούλης που συμμάζεψα. Ο Μάρκος ο καραφλούλης μωρέ, τον θυμάσαι, τον παίδευα ένα χρόνο να αδυνατίσει, στο τέλος με ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκα».
Τα συγχαρητήρια μου, καλούς απογόνους, της ευχήθηκα.
Άκου λέει, καλούς απογόνους!
Αντί να της πω «Ένα μάτσο χάλια έγινες» το ένστικτο αυτοσυντήρησης με γύρισε πίσω στα παιδικά ακούσματα και ξεφούρνισα την ατάκα της γιαγιάς μου.
Αργότερα, βάζοντας μπροστά τη μηχανή του ιταλικού καλλιτεχνήματος που πεισματικά οδηγώ σε καθημερινή βάση, αν και συχνά συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένη πριμαντόνα, αναρωτήθηκα: φαντάσου να την είχα βάλει στο μάτι την Περσεφόνη και τελικά να καταντούσα να κυκλοφορώ με το κακέκτυπο της.
Πώς να πείσεις τέτοια γκόμενα, πως οι ατέλειες μιας γυναίκας μας αρέσουν και μας γοητεύουν.
Οι ατέλειες δίνουν το απαραίτητο τσίμπημα στη γλώσσα, για να εκτιμήσεις την γλύκα που συνοδεύει το κάθε θηλυκό της προκοπής.
Ρε σεις, διαβάσατε μέχρι εδώ; Καλά να πάθετε.
Σας είπα, καημός μικρός, άχρηστος και αδικαιολόγητος.
Τόσο άχρηστος, που στο τέλος καταντά χρήσιμος και απαραίτητος.
Εσείς έχετε κάνα καημό;
Για ρίξτε τον τώρα που γνωριστήκαμε, να συγκρίνουμε τους καημούς μας.