Δεν πρόκειται να νιώσεις στην ζωή σου περισσότερο άντρας από την στιγμή που θα σώσεις την καλή σου από τα επικίνδυνα χνάρια μιας κατσαρίδας που έχει εισβάλει στο σπίτι σας.
Θυμάμαι ένα βράδυ που τσίριξε η δικιά μου λες και την έσφαζαν και τινάχτηκα από το κρεβάτι γυμνός – ο κώλος μου να αστράφτει κάτασπρος και να καθρεφτίζει το φως της σελήνης που έμπαινε απ’ την μπαλκονόπορτα.
— Ίντα ‘παθες μανάρι μου;!
Μόνο που δεν έκλαιγε – είχε πάει στη κουζίνα να πιει νερό και περπάτησε επάνω στο γυμνό της πόδι μια, τα γράφω όπως μου τα ‘πε ακριβώς, “σιχαμερή, βρώμικη, πουστοκατσαρίδα να πεθάνουν όλες, όλες!”. Βούτηξε στο κρεβάτι λες και την κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κολάσεως και κρύφτηκε κάτω από τα σεντόνια.
— Μωρό μου! Σε παρακαλώ! Σώσε με!
Σώσε με;
Μια γυναίκα, χρειάζεται βοήθεια;
Ζητάει να την σώσω;
Σε χρόνο ντετέ, με την μακριά (σ.σ. λολ, όχι) μαγκούρα μου να κρέμεται άδοξα στον Φθινοπωρινό αέρα ανάμεσα στα πόδια μου, κάλεσα το άσπρο άλογο μου και ανέβηκα με μιας στην σέλα. Έφτασα στην κουζίνα καλπάζοντας. Την άκουγα μέσα να κλαίει.
— Που είσαι τέρας; φώναξα. Που είσαι εσύ σιχαμερό, βρώμικο, πουστό-τέρας που τόσο τρόμαξες την αγνή (σ.σ. λολ, όχι) κυρά μου όταν τόλμησες να βεβηλώσεις τα παρθένα (σ.σ. λολ, όχι – γελάνε κι οι πέτρες…) μπούτια της με τις τρισκατάρατες πολλαπλές πατούσες σου;!
Σιωπή.
Το τέρας κρυβόταν αλλά εγώ στεκόμουν απέναντι στους ανεμόμυλους μου: στον γκρι καναπέ που ξαπλώναμε τις Κυριακές, στο κουζινάκι που ψήναμε πίτσα πεπερόνι, όταν μας έπιανε η μετά-μεσανυχτιάτικη λιγούρα, στο ψυγειάκι που κολλούσαμε χαζά ερωτικά ραβασάκια…
Είχα φουσκώσει το στήθος μου περήφανα και μιλούσα με βαθιά, ηρωική φωνή ή τουλάχιστον με μια φωνή που νόμιζα ότι ήταν ηρωική. Κάπου στο βάθος την άκουγα την άλλη να γελάει με τα καμώματα και τα λεγόμενά μου, και μετά να θυμάται την κατσαρίδα και να κλαίει ξανά σαν μικρό παιδί. Οπλίστηκα με την ροζ σαγιονάρα της και την κρατούσα μπροστά μου λες και ήταν το Εξκάλιμπερ και εγώ ο Βασιλιάς Αρθούρος. Είχα ξεκινήσει την σταυροφορία μου και περίμενα υπομονετικά να εμφανιστεί ο στόχος μου και… να τος ο πούστης!
Κουνούσε αδιάφορα τις κεραίες του πέρα-δώθε και τα πολλά τριχωτά ποδαράκια του έκαναν χριτς-χρατς ενώ περπατούσε.
Πήρα θέση μάχης. Στο μυαλό μου όλα ήταν ήσυχα: ήμουν ο απόλυτος κυνηγός, το απόλυτο αρσενικό που ίδρωνε τεστοστερόνη και αντρίλα και είχε δέκα κιλά ατσάλινα αρχίδια.
Θυμάται κανείς σας το Jurassic Park? Την πρώτη ταινία του τότε, όχι την καινούργια που βγήκε πριν λίγο καιρό. Πως ήταν αυτή η σκηνή με τους ράπτορες; Που είχε σταμπάρει ο κυνηγός τον πρώτο αιμοβόρο δεινόσαυρο και σιγά σιγά τον σημάδευε; Και μετά ακούει έναν θόρυβο ακριβώς στα αριστερά του και εκεί τον περίμενε ο δεύτερος δεινόσαυρος και προλαβαίνει μονάχα να πει με βλάχικη Αυστραλιανή προφορά: “Clevah girl…”
Κάπως έτσι έγινε η φάση.
Η δεύτερη κατσαρίδα με είχε βρει απ’ τα πλάγια και ω μη σου γαμήσω πετάει η πουτάνα, γαμώ την Παναχαΐκή μου, γαμώ!
— Τι έγινε;! Την πέτυχες;!
— Μισό μωρό μου μισό! φώναξα. Μείνε μέσα!
Που να της πεις της άλλης ότι δεν ήταν μια αλλά ήταν δύο και με είχαν περικυκλώσει και πετούσαν επάνω μου;
Μαλάκα. Τι κάνει ο άνθρωπος για να γαμη… εννοώ, για να δείξει πόσο αγαπά;
Αυτή δεν τα ξέρει αυτά: ότι δηλαδή, ενώ νόμιζε ότι είχα την κατάσταση υπό έλεγχο και είχε πιστέψει κι αυτή σε αυτόν τον φυσικό δονκιχωτισμό που εκπέμπω, ότι εκείνη την στιγμή τα είχα χαμένα και έτρεχα ζερβόδεξα τσίτσιδος στο σαλόνι προσπαθώντας να μην τσιρίξω σαν πεντάχρονο, ενώ με κυνηγούσαν δύο ιπτάμενοι δράκοντες, άξιας μιας Καλίσι.
Ήρεμα, ήρεμα – ανάσες. Αντρίλα.
Φοβούνται τα παλικάρια ορέ;
Και σα να άκουσαν οι Θεοί την προσευχή μου και έπεσε ένας μαγικός κεραυνός και εμφανίστηκε μπροστά μου ο Δίας σαν όραμα δείχνοντας μου με το απλωμένο χέρι του το ντουλάπι με το Τέζα.
Δώρο από τους Θεούς! Δόξα στον Δία.
Με το σπαθί στο ένα χέρι και τον κεραυνό του Δία στο άλλο επέστρεψα στην μάχη.
Πέρασαν τρία μερόνυχτα. Το μόνο που θυμάμαι είναι αίματα, φωνές, φωτιές και τ’ αγρίμια. Αίμα και λάσπη και φωτιά – τόση φωτιά! Πάλευα για ώρες κι εκεί που δεν μπορούσα να παλέψω άλλο, σκεφτόμουν την κυρά μου και το γυμνό, τρωτό, γυναικείο κορμί της στο δίπλα δωμάτιο και έβρισκα την δύναμη να συνεχίσω. Λάβωσα το πρώτο τέρας και φλόμωσα το δεύτερο και μπερδεύτηκαν τα τιτανώδη φτερά του και χτύπησε στο ψυγείο και προσγειώθηκε αναστατωμένο. Πέταξα τη σαγιονάρα-σπαθί, επικαλούμενος τα αρχαία πνεύματα των προγόνων μου και αυτό βρήκε το στόχο του και έβγαλε μια θανατική κραυγή το τέρας, που θύμιζε πυρ και θειάφι. Το δεύτερο μάλλον είδε το πρώτο, που το έστειλα γοργά να βρει τον Βαρκάρη και πάγωσε. Με κοίταξε στα μάτια, σα να με προκαλούσε να κάνω την επόμενη κίνηση. Άνοιγε και έκλεινε τα φτερά του ρυθμικά.
Από μακριά άκουσα την φωνή της καλής μου – είχε έρθει δειλά μέχρι την πόρτα τυλιγμένη στο σεντόνι μας να δει τι γίνεται.
— Γιώργο…;
Πέταξε η πουτάνα η κατσαρίδα προς την πριγκιποπούλα μου κι αυτό ήταν το μοιραίο της λάθος. Την έπιασα στον αέρα στην ανοιχτή παλάμη μου και άρχισα να σφίγγω τη γροθιά μου. Ξέρω ότι για μισό του μισού του δευτερολέπτου από το μυαλό του αντιπάλου μου πέρασε η σκέψη ότι ηττήθηκε. Και το χάρηκα που κατάλαβε ότι την κέρδισα – ότι είχε έρθει το τέλος της. Μέθυσα με μιας από το συναίσθημα απόλυτης δύναμης και κυριαρχίας.
Ο θάνατος ήρθε γρήγορα, με ένα σιωπηλό κράτς.
Στο βάθος ακούστηκαν κεραυνοί.
Requiescat in pace.
Σα στερνός Ποσειδώνας μάζεψα τα πτώματα των αντιπάλων μου και τα έριξα άδοξα στην Χάρυβδη της τουαλέτας, να πάνε ξανά πίσω στον βρωμερό λάκκο της κόλασης που τα γέννησε.
Θυμάμαι ότι μετά έπλενα τα χέρια μου αργά, κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και έσβηνα τα σημάδια της μάχης από επάνω μου. Θυμάμαι ότι αυτή παρατηρούσε σιωπηλά την κάθε μου κίνηση με δέος και ευγνωμοσύνη. Εκείνη την στιγμή, στα μάτια της, ένιωθα πως ήμουν ημίθεος, γιος του Δία με πυκνά, μαύρα γένια, και μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι.
Τα θυμάμαι όλα σα χθες.
— Μωρό μου… είσαι… είσαι ο ήρωας μου.
Γύρισα το κεφάλι λίγο, ελάχιστα, έτσι μόρτικα – και της έκλεισα το μάτι.
— Αφού τόλμησε να πειράξει το κορίτσι μου.
— Το κορίτσι σου; επανέλαβε δένοντας τα χέρια της πίσω από τον λαιμό μου.
Το σεντόνι που την κάλυπτε γλίστρησε προκλητικά και αργά στο παγωμένο πλακάκι και άξαφνα στεκόταν γυμνή μπροστά μου κάτω από το κίτρινο φως του μπάνιου. Συγχρόνως ευάλωτη και αδύναμη μα και μια τοσοδά, φλογερή, Αμαζόνα.
Έσταζε καύλα.
Ένιωθα ότι ήμουν το κέντρο του Σύμπαντος της. Ο Ήλιος και τ’ αστέρια της.
— Είμαι το κορίτσι σου; με ρώτησε ξανά με υγρά μάτια και μια ήσυχη λαχτάρα.
Χαμογέλασα αργά.
— Είσαι και θα είσαι για πάντα το κορίτσι μου.
— Κι εσύ;
— Εγώ; Εγώ είμαι και θα είμαι, για πάντα, ο Κατσαριδομάχος σου.