Δευτέρα βράδυ και μετά από ένα Σαββατοκύριακο μαλλιοκούβαρα, που θα’ λεγε και ο φίλος μου ο Αλέξης. Η αίσθηση, πάντα μετά από μια ‘απρόβλεπτη’ και έξτρα για τον οργανισμό κούραση, είναι ότι έχει περάσει από πάνω μου τριήμερο φεστιβάλ με όλα τα συναφή: μέση καρα-ταλαιπωρημένη, πόδια που πετάνε φωτιές στις πατούσες και μια γλυκιά υπερένταση που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς όσο εύκολα περιμένεις τα βράδια…
Η καινούρια εβδομάδα με βρήκε πάλι δίπλα στο San Francisco αλλά μακριά από τη θάλασσα και σε διαμέρισμα. Οι λόγοι της αστραπιαίας μετακόμισης συνοψίζονται στα δύο παρακάτω: υπερβολική κίνηση στην τοπική παραλιακή για να πας και να ΄ρθεις σε σχολείο και δουλειά συν τον βασικότερο και απαράβατο νόμο του συστήματος- ο καθένας ζητάει όσα γουστάρει για αύξηση και πάντα βρίσκεται κάποιος για να τα δώσει! Ναι, τώρα νιώθω στο πετσί μου ότι έχω έρθει ρε παιδί μου στην Αμερική! Τα λίγα για κάποιους και τα βασικά για όλους. Χαλαρά όμως. Χωρίς δράματα, χωρίς πολλά λόγια, με διαδικασίες σφιχτές αλλά διαφανείς ο καθένας βρίσκει αυτό που μπορεί να σηκώσει η τσέπη του από ανάγκη ή επιλογή και πάει παρακάτω. No hard feelings!
Να σας πω τη μεγάλη μου αμαρτία ποτέ δεν ήμουν φαν της εξοχής, αλλά αυτό το χρόνο σχεδόν άλλαξα γνώμη. Έβλεπα τους μελισσουργούς να τρυπάνε τα κίτρινα άνθη της οξιάς έξω από το παράθυρο του μπάνιου μου, κοπάδια από χήνες να πετάνε το ξημέρωμα πάνω από το νερό και οικογένειες ελαφιών να τρώνε νωχελικά το χόρτο τους την ώρα που κατέβαζα τα σκουπίδια. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν όντως γοητεύτηκα από την ομορφιά των εικόνων αυτών ή από το γεγονός ότι είχα την τύχη να κάνουν ένα κλικ στον φωτογραφικό φακό του ματιού μου.
Τώρα βρίσκομαι σε κλασική αμερικάνικη μίνι- πολυκατοικία (διώροφη) με ξύλινο μπαλκόνι, μοκέτα από άκρη σε άκρη, μπάνιο- καμπίνα, κουζίνα με γκάζι και ντουλάπα walk in. Ομιλίες παιδιών ακούγονται από κάπου κοντά (περίεργο ότι τα παιδιά όλων των εθνοτήτων ακούγονται πάντα το ίδιο…), αμπαζούρ αναμμένα φωτίζουν τα απέναντι διαμερίσματα, ομιλίες και τακούνια έρχονται από το πάνω πάτωμα (ναι, μένω πάλι στον πρώτο!). Τα αυτοκίνητα προχωράνε το ένα πίσω από το άλλο και γουργουρίζουνε πειθήνια και οικεία σέρνοντας τα φώτα τους πάνω σε πεζοδρόμια και θάμνους.
Το μπαλκόνι μας είναι ακόμα γεμάτο από άδειες κούτες, τα πράγματά μας όμως καταφέρανε μέσα σε μια μέρα να πάρουνε τη σωστή θέση μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Αν το δεις εντελώς ψυχρά είναι σαν να μπαίνεις σε ξενοδοχείο. Ανοίγεις βαλίτσες, τοποθετείς πράματα. Από ανοιχτήρια και αποχυμωτές μέχρι φορτιστές, βιβλία, λιγοστά ενθύμια, παιχνίδια του παιδιού, ρούχα, παπούτσια.
Τα πρώτα βράδια όταν ξυπνάς κατά τη διάρκεια της νύχτας η αίσθηση προσανατολισμού χωλαίνει, για δευτερόλεπτα αναρωτιέσαι που είσαι εσύ, πού είναι ο τοίχος, πού είναι ο διακόπτης. Ο εφέστιος θεός δεν έχει κατοικήσει ακόμα αυτό το οικοδόμημα και ίσως αργήσει να το κάνει. Έχεις καιρό ακόμα για να μάθεις τις μικρές ρωγμές των τοίχων που τρέχουν τα δάχτυλά σου τα βράδια, καιρό για να απομνημονεύσεις τα σχήματα μέσα στο νεροχύτη και τους νιπτήρες, για να πάρεις τη στροφή στα τυφλά χωρίς φως, να βρεις τη γωνιά σου στο σαλόνι, το μέρος που βάζεις κραγιόν και χτενίζεσαι, τη μεριά που αφήνεις το ποτήρι σου…
Όσο καιρό και να πάρει όμως, δεν τρέχει τίποτα. Για μας που αγαπιόμαστε είναι σαν να έχουμε έρθει και πάλι σπίτι.