Βάσει της νέας επιστήμης που ήρθε απότομα και κάθισε περιέργως αποφασιστικά στη ζωή μου, προκαλώντας μια μικρή αναστάτωση στο χάος που το λες καθημερινότητά μου… (μιλάω για την αριθμολογία), τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή και συνήθως ό,τι σου έρχεται στο κεφάλι ως φαεινή ιδέα, δεν είναι και τόσο φαεινή, αλλά στην είχε στημένη χρόνια στη γωνία και σε περίμενε να σε βουτήξει από τα μαλλιά και να σου καρφωθεί καρακέντρο εγκέφαλο.
Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις επιλογές σου… Συνεπώς δεν βρήκα εγώ τα πολλά ταξίδια ως τρόπο ζωής, αυτά με επέλεξαν, ώστε να με κρατάνε πολλές μέρες εκεί που μου ταιριάζει… μετέωρη πάνω από τα σύννεφα να ξεφεύγω μιας πραγματικότητας που ενίοτε με κουράζει πιο πολύ και από την ίδια την κούραση.
Γι αυτό ενώ συχνά γκρινιάζω όταν μου πέφτουν πολλές μετακινήσεις μαζί, ουσιαστικά νάζια κάνω για ό,τι αφήνω πίσω που μου λείπουν, ενώ στην πραγματικότητα μόλις πατήσω το πόδι μου λίγο πιο πάνω από τη γη, βρίσκομαι στο στοιχείο μου ως κλασικό παιδί του αέρα!
Η μόνη περίπτωση που θα με πετύχετε σε άκρως ρομαντική διάθεση και θα το παραδεχτώ, γιατί συνήθως ούτε στον εαυτό μου δεν τα ομολογώ αυτά, είναι όταν ταξιδεύω.
Ε, έχω και εγώ την ιδιοτροπία μου. Αγαπάω αεροπλάνα και αεροδρόμια.
Μάλλον αυτό έχει να κάνει με κάποιες ρομαντζοκωμωδίες που κατανάλωσα κατά καιρούς, μαζί με τόνους ποπ κορν και με το δάκρυ φασκόμηλο.
Το κάθε ρομάντζο που σέβεται τον εαυτό του, όλο και κάποιο αεροδρόμιο έχει σαν άσσο στο μανίκι.
Είναι αυτές οι σκηνές που κάποιος φεύγει, κάποια μικρή, πικρή αγάπη χάνεται στους αιθέρες, μα μένει πάντα στο μυαλό των έτερων ήμισυ που για λίγο καιρό πίνουν, καπνίζουν, χτυπάνε ενέσεις από την απώλεια, ξεχαρμανιάζουν με κάποιες πολύχρωμες νυχτοπεταλούδες, που ναι μεν το δουλεύουν καλά το φτερούγισμα, αλλά δεν είναι εκείνη/ος. Το πρόσωπο που χάθηκε, που φεύγει, ο έρωτας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο έρωτας που δεν τον είδες να ξυπνά δίπλα σου πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι ή τη μάσκαρα να έχει τρέξει μέχρι την πατούσα και το άγχος να ζωγραφίζει ρυτίδες στο, κατά τα άλλα, πορσελάνινο πρόσωπο.
Θυμάμαι ότι πολλές φορές είχα απαιτήσει από τους αιθεροβάμονες έρωτές μου να με πάνε βόλτα στο Ελληνικό, να χαζέψω νύχτα τα αεροπλάνα που φεύγουν.
Νομίζω ότι έτσι εξαντλούσα τον άκρατο ρομαντισμό μου και μετά τον τακτοποιούσα εκεί που του αξίζει να βρίσκεται: κάτω από τόνους λογικής χωρίς την ευαισθησία, κάτω από τόνους κυνικότατου χιούμορ, κάτω από τα πολλά κιλά του λίπους που φέρει ο εξευτελισμός μιας πραγματικότητας, που αν δεν την ξεφτιλίσεις πρώτος, θα σε προλάβει και θα σε παχύνει από περιττές θερμίδες, που δημιουργούν κυτταρίτιδα στον εγκέφαλο.
Εκεί να δεις ντροπή και μαράζι που θα το είχα, γιατί η κυτταρίτιδα στο κωλομέρι παλεύεται με ώρες ιδρώματος επάνω στο ελλειπτικό, την κυτταρίτιδα στο μυαλό όμως, δεν την αντέχω.
Μισό, κάνω boarding και επανέρχομαι.
…Τώρα, είμαι εκεί ακριβώς που χρειάζομαι για μια μίνι βουτιά στη ρομαντική πλευρά του εαυτού μου… πάνω από τα σύννεφα.
Συνωμοτικά ρίχνω κλεφτές ματιές στους διπλανούς μου. Συνήθως είναι αλλοδαποί και κοιμούνται σε αντίθεση με εμένα που μόλις ξεπεράσω τη γλυκιά μαστούρα της απογείωσης, μετά το μάτι γαρίδα, παρατηρεί, κουτσομπολεύει, σκανάρει και κάνει και το απαραίτητο socializing μην ξεχνιόμαστε ότι είμαστε Δίδυμοι που σέβονται τον εαυτό τους.
Όταν πια συνηθίσω τα πέριξ και αποφασίσω ότι οκ, καλή η παρατήρηση, αλλά τι καλύτερο από την Άνοιξη των σκέψεών μου τότε είναι που αποτραβιέμαι χωρίς αμφιβολία στον δικό μου κόσμο, βουτάω στην παρένθεση που φτιάχνω μοναδικά, εγώ για εμένα… αξία ανεκτίμητη και μπορώ να φορέσω χωρίς τύψεις το χαμόγελο της ερωτευμένης Σεξ -πυρ!
Αυτής που θα χαζεύει τα άσπρα μπαμπάκια κάτω από το πελώριο φτερό, ενώ χτυπάει λόγια στα κουμπιά του πληκτρολογίου, με μανία, μην ξεφύγει κάνα όνειρο από την έξοδο κινδύνου και χαθεί.
Εκεί κατεβάζω και μελετώ όλο το μάνιουαλ στο τι έκανα, τι δεν έκανα, τι θα ήθελα να κάνω, γιατί δειλιάζω αν δειλιάζω να διεκδικήσω κάτι, πότε έκανα το τελευταίο μου restart, πόσο πάλιωσαν οι ανάγκες μου και θέλουν ανακατανομή, αλλαγή ή πέταγμα και αντικατάσταση, πότε χαζοονειρεύτηκα τελευταία φορά και περίμενα ότι κάποιο σύμπαν δεν θα ήταν θεόκουφο σε ό,τι έχω ζητήσει μα όχι κυνηγήσει, ε να το κυνηγήσω, να το φωνάξω να το πω πως είμαι αμαρτωλή που σ’αγαπώ… όχι αυτό το έλεγε η Τζένη η Βάνου… να εκεί μπερδεύομαι λιγάκι με τη γνωστή διάσπαση προσοχής που με παιδεύει χρόνια και αφήνει παράθυρα σε τσιτάτα, στιχάκια και ποιήματα, που σε κάποια φάση της ζωής μου με εξέφρασαν, να εισβάλουν στις σκέψεις που προσπαθώ επιμελώς να βάλω στη σειρά και να ιεραρχήσω…
Όταν κοιτάς από ψηλά, δε μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, είναι ζωγραφιά… Είναι η απαραίτητη ηρεμία της ακινησίας που κινείται πιο γρήγορα από όσο προλαβαίνει η ματιά σου να προσαρμοστεί που σε κάνει να είσαι αλλιώς, να τα βλέπεις όλα με άλλο μάτι, ώστε να απορρίψεις πιο αποφασιστικά ό,τι περισσεύει ή να πιστέψεις πιο πολύ ό,τι μοιάζει έστω και ελάχιστα υποσχόμενο.
Όταν κοιτάς από ψηλά, βρίσκεις χρόνο και αφορμή να αισθανθείς ελάχιστος μέσα στην απεραντοσύνη του όλου, ώστε να απαλλαχθείς από ό,τι σε βαραίνει και να επιστρέψεις κατά γη μεριά πιο ανάλαφρος, πιο ελαστικός, πιο ανεκτικός στην υστερία και τον παραλογισμό της λογικής των γύρω σου.
Σίγουρα τότε μόνο συνειδητοποιείς, ότι ποτέ δεν είναι ο προορισμός… ποτέ δεν ήταν, ποτέ δε θα είναι. Είναι το ταξίδι, η φυγή από ό,τι αφήνεις πίσω σου που σε κάνει να θες να εξαφανιστείς για λίγο, ώστε να βρεις τη δύναμη και την αιτία – αν υπάρχει- να γυρίσεις άλλος άνθρωπος στα ίδια και να πεις με όση ειλικρίνεια διαθέτει το σύστημά σου… τέρμα ή ναι γαμώτο… πόσο μου έλειψες!
Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις