H διδασκαλία, σ’ όλες της τις μορφές, θέτει τρία κεντρικά προβλήματα που η λύση τους πολύ απέχει από του να είναι γνωστή και που εξακολουθούμε ν’ αναρωτιόμαστε πώς θα επιλυθούν χωρίς τη συνεργασία των δασκάλων ή ενός μέρους από αυτούς.
1) Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της διδασκαλίας; Να συσσωρεύσουμε χρήσιμες γνώσεις (αλλά με ποια έννοια χρήσιμες;); Να μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουμε; Να μαθαίνουμε να καινοτομούμε, να παράγουμε νέα πράγματα σ’ οποιοδήποτε τομέα και εξίσου ν’ αποκτούμε γνώσεις; Να μαθαίνουμε να ελέγχουμε, να επαληθεύουμε ή μόνο να επαναλαμβάνουμε; κλπ.
2) Έχοντας επιλέξει τους στόχους (και πώς ή με τη συναίνεση τίνων;) μένει στη συνέχεια να προσδιορίσουμε ποιοι είναι οι κλάδοι (ή οι υποδιαιρέσεις των κλάδων) που είναι αναγκαίοι, αδιάφοροι ή που αντενδείκνυνται για να κατακτήσουμε αυτούς τους στόχους: Κλάδοι που σκοπεύουν τη γενική μόρφωση, κλάδοι για τη δόμηση της λογικής και προπάντων (αυτό που απουσιάζει από ένα μεγάλο μέρος των προγραμμάτων) κλάδοι πειραματισμού που διαμορφώνουν ένα πνεύμα εφευρετικότητας και ενεργητικής εποπτείας.
3) Έχοντας επιλέξει αυτούς τους κλάδους, μένει τέλος να γνωρίζουμε τους νόμους της διανοητικής ανάπτυξης για να βρούμε τις μεθόδους, οι οποίες ανταποκρίνονται καλύτερα στον τύπο της μόρφωσης που θέλουμε να πετύχουμε με την εκπαίδευση.