Γράφει: Αρετή Μποταΐτη
Προσπαθούσα να καταλάβω από πού έρχονται οι φωνές και τα κλάματα βγαίνοντας στο μπαλκόνι. Ταράχτηκα. Κοίταξα γύρω στη γειτονιά μέχρι πέρα το διπλανό τετράγωνο μήπως και δω κάτι. Μια γυναικεία φωνή φώναζε κλαίγοντας ασταμάτητα. Σκέφτηκα ότι κάτι συμβαίνει και έτρεξα να πάρω το τηλέφωνο για να το έχω κοντά σε περίπτωση που κάτι δω.
Ένα λεπτό αργότερα από τα δέντρα ξεπρόβαλε νεαρός 16-17 περίπου και πίσω του τρέχοντας, νεαρή κοπέλα κοντά στα 15-16. Εκείνος προχωρούσε με πολύ γρήγορο βήμα και εκείνη έτρεχε πίσω του ενώ του φώναζε και τον παρακαλούσε. Ο νεαρός δεν έριξε ούτε μια ματιά να την κοιτάξει. Βιαστικός απομακρυνόταν και φανερά προσπαθούσε να την αποφύγει. Ο κόσμος είχε γυρίσει και τους κοιτούσε καθώς είχαν βγει στον κεντρικό δρόμο.
Η κοπέλα στραβοπάτησε και έπεσε, θολωμένη από το κλάμα. Κάθισε στο πεζοδρόμιο κάτω από το σπίτι μου και συνέχισε να κλαίει ρίχνοντας όλο της το σώμα κάτω. Άρπαξα ένα μπουκαλάκι νερό που βρήκα στον πάγκο και μαζί με τα κλειδιά και το κινητό μου έβαλα στην τσέπη μου 3 καραμέλες βουτύρου που λες και περίμεναν να έρθουν μαζί μου.
Την πλησίασα διστάζοντας για το αν πρέπει να της μιλήσω ή όχι. Το να σε ενοχλεί μία άγνωστη που πάει να ανακατευτεί εκεί που δεν την έχεις καλέσει, ιδίως όταν εσύ κλαις δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Μέχρι και που σε βρίζει και θα’χει και δίκιο! Είχε βάλει το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια και συνέχιζε να κλαίει ενώ στα χέρια της κρατούσε το κινητό της θέλοντας να τηλεφωνήσει. Πολύ μαλακά τη ρώτησα αν χρειάζεται κάτι, αν μπορούσα να τη βοηθήσω σε κάτι. Όταν γύρισε και με κοίταξε είδα μια όμορφη καστανή κοπέλα με μεγάλα μαύρα μάτια, κατακόκκινα από το κλάμα. Δεν μου απάντησε, γύρισε στο τηλέφωνό της. Την ξαναρώτησα αν χρειάζεται κάτι, λέγοντας από μέσα μου, πως αν αρνηθεί θα φύγω το επόμενο λεπτό. «Δεν είμαι καλά», μου απάντησε. «Ο φίλος μου με παράτησε», συνέχισε και έβαλε ξανά τα κλάματα. Αμήχανη για το τι πρέπει να κάνω κάθισα δίπλα της και πρέπει να πέρασε ένα λεπτό για να σκεφτώ τι να της πω ενώ εκείνη έκλαιγε ασταμάτητα. Της πρόσφερα να πιει λίγο νερό, δεν θέλησε. Την ρώτησα αν θέλει να τηλεφωνήσω κάπου, να φωνάξω κάποιον, μου απάντησε αρνητικά και κοφτά. Δεν επέμεινα. Έκλαιγε ασταμάτητα, μας κοιτούσαν όλοι όσοι περνούσαν. Της ζήτησα να ηρεμήσει και αν θέλει να μου πει τι συνέβη.
Ήταν μαζί ενάμιση χρόνο. Τον αγαπούσε πολύ, ήταν τρελά ερωτευμένη. Ο ωραίος του σχολείου και εκείνη η τυχερή που τον είχε δικό της. Εκείνη πάντα διαθέσιμη για εκείνον, ο χρόνος που της χάριζε λίγος. Φλέρταρε και με άλλες μπροστά της και εκείνη δεν έλεγε τίποτα για να τον έχει δικό της. Την άκουγα να λέει και να λέει. Εφηβικές ανησυχίες, καβγαδάκια χωρίς ιδιαίτερο λόγο, μούτρα για το τίποτα. Μιλούσε και είχε σταματήσει να κλαίει όπως πριν. Τα λόγια της έβγαιναν αργά και ανάμεσά τους ξεπρόβαλλαν και συχνά αναφιλητά. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και της έδωσα μία καραμέλα. «Αρέσουν πολύ στην κόρη μου, πάρε!» Την ώρα που την ξετύλιγε την πρόσεξα καλύτερα. Ήταν 16-17 σίγουρα. Θα μπορούσε να είναι κόρη μου. Στην ηλικία μου η μητέρα μου είχε 22 χρονών κόρη. Την κοίταξα ξανά. Έκλαιγε για κάποιον που της ράγισε την καρδιά στα 16, έκλαιγε στη μέση του δρόμου τρέχοντας πίσω του επειδή εκείνος την παράτησε, στα 16. Για εκείνη ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή…
Για εκείνη ήταν σίγουρα το τέλος του κόσμου, η στιγμή που χάνεις τον κόσμο από τα πόδια σου. Που νιώθεις εγκατελελειμμένη. Που θέλεις να πάρεις τηλέφωνο τις φίλες σου να έρθουν να σε παρηγορήσουν. Να τους πεις χίλιες φορές το τι έγινε και να τις ρωτήσεις άλλες χίλιες γιατί σε παράτησε. Να τους πεις να τον πάρουν τηλέφωνο να του πουν να γυρίσει. Να ψάξεις όλα τα στέκια να τον βρεις, να τον δεις, να σου εξηγήσει και να τον παρακαλέσεις ξανά. Να πάρεις αγκαλιά όλα τα αντικείμενα που στον θυμίζουν και να κλάψεις πολύ. Να ακούσεις εκατό φορές τα τραγούδια που ακούσατε μαζί. Να δεις φωτογραφίες σας και να πλαντάξεις στο κλάμα. Να φας μέχρι σκασμού ή να μην φας τίποτα για μέρες. Να μιλάς μόνο για αυτόν 24 ώρες το 24ωρο. Να θυμώσεις με τις φίλες σου αν σου πουν ότι δεν ήταν για σένα. Να τον πάρεις άπειρα τηλέφωνα (κι ας μην απαντάει), να στείλεις άπειρα μηνύματα (κι ας τα σβήνει). Να τη στήσεις κάτω από το σπίτι του για να δεις τι ώρα θα μπει και με ποιον. Να τηλεφωνήσεις σε όποιον κοινό γνωστό έχετε για να μάθεις αν του είπε κάτι για σένα ή αν έχει άλλη και ποια.
Ήταν 16. Αυτά κάνεις όταν είσαι 16. Γιατί νομίζεις ότι έχασες τον έρωτα της ζωής σου. Νομίζεις ότι είχες βρει τον ιδανικό και θα ήσαστε μαζί “για πάντα”. Έκανες όνειρα για διακοπές, εξόδους, είχες πει στις φίλες σου για εκείνον, είχες γράψει το όνομά του στο χαρτί περικυκλωμένο από καρδούλες, είχες σχεδιάσει Γ+Π love for ever, είχες φορέσει τα ρούχα που του αρέσουν, είχες φτιάξει τα μαλλιά σου όπως άκουσες πως του άρεσαν, τον κοιτούσες στα μάτια και για σένα ήταν ο ομορφότερος του κόσμου (σου).
Γιατί είσαι 16. Όλα είναι αλλιώς και όλα είναι ωραία. Είσαι 16. Αγαπάς τρελά και ζεις τη ζωή, άσχετα αν προσπαθείς να στριμώξεις και το σχολείο μέσα σε αυτό μαζί με το διάβασμα. Είσαι 16. Γελάς δυνατά, τα βλέπεις όλα ωραία. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί είσαι μόλις 16. Έχεις τη ζωή μπροστά σου …
Είχε σταματήσει να κλαίει ενώ μου έλεγε για εκείνον. Την άκουγα με προσοχή και με ενδιαφέρον. Τα είχα ακούσει κι εγώ στην ηλικία της από τις φίλες μου και τα είχα πει κι εγώ σε εκείνες. Ήμουν κι εγώ κάποτε 16. «Δεν μ΄αγαπάει», μου είπε ενώ σηκωνόταν να φύγει. «Εγώ του είπα ότι τον αγαπάω κι εκείνος έφυγε», συνέχισε. «Δεν ξέρω τι θα κάνω τώρα στη ζωή μου!». Χαμογέλασα. «Θα καταλάβει τι χάνει και θα γυρίσει. Θα το δεις! Τα αγόρια σε αυτή την ηλικία είναι ανώριμα, μην τα παρεξηγείς.»
Δεν θέλησα να της πω τίποτα αρνητικό. Για ποιο λόγο άλλωστε? Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να ακούσει κι άλλο άσχημο, ιδίως από μία άγνωστη, αρκεί ο χωρισμός που ζούσε και που θεωρούσε καταστροφή της ζωής της.
Μου χαμογέλασε με προσπάθεια, με ευχαρίστησε πεταχτά και έφυγε. Γυρίζοντας το κεφάλι μου όταν απομακρυνόταν την είδα να σχηματίζει κάποιον αριθμό στο τηλέφωνο. Παίρνει εκείνον ή την κολλητή της, σκέφτηκα. Τη συνέχεια την φανταζόμουν, όπως την φαντάζεται κάθε μια που έχει περάσει από τα 16 και μια ερωτική απογοήτευση. Σαν να με είδα να κλαίω κι εγώ κάποτε νομίζοντας ότι δεν θα αγαπήσω ποτέ κανέναν ξανά. Ότι δεν είχα λόγο να ζω… Ότι είχα χάσει τον έρωτα της ζωής μου!
Χαμογέλασα καθώς σκεφτόμουν πόσο μικρή είναι αυτή η πίκρα μπροστά σε άλλες που φέρνει η ζωή. Για εκείνη όμως ήταν η πρώτη, η σημαντικότερη. Άγνωστο το μέλλον και η ζωή μπροστά…
Μία ώρα αργότερα επέστρεφα με την 3 χρονών κορούλα μου από το σχολείο. Όταν τη ρώτησα πώς πέρασε σήμερα με κοίταξε παραπονιάρικα και μου είπε «Ο Άγγελος μου πήρε τον μαρκαδόρο και εγώ έκλαιγα. Εγώ τον αγαπάω τον Άγγελο!» Τη φίλησα γλυκά, την έπιασα από τους ώμους και της είπα «Εσύ να διαλέξεις άλλον μαρκαδόρο, δεν πειράζει! Και να μην κλαις μωρό μου. Θα γνωρίσεις πολλούς Άγγελους στη ζωή σου. Τα αγοράκια σ΄αυτή την ηλικία είναι ανώριμα, μην τα παρεξηγείς!»
Αρετή Μποταΐτη
Λατρεύει τις μυρωδιές και τις αναμνήσεις που της θυμίζουν τα παιδικά της χρόνια και τα μετέπειτα. Γεύσεις, αρώματα, εμπειρίες, μουσικές, έρωτες. Όλα όμως αλλάζουν κι ωριμάζουν. Ύστερα από πολλούς χώρους, ανθρώπους, καταστάσεις ωρίμασε και εκείνη και (αν και πέρασαν πολλά χρόνια για να το καταφέρει) έγινε μαμά (αν και παραμένει παιδί). Τώρα πια δημιουργεί η ίδια αναμνήσεις στην τριών χρονών κόρη της και της μαθαίνει να ζει κάθε στιγμή, να γελάει και να αγαπάει… Και μαζί πλέον ακούν τον ήχο του ποπ κορν που σκάει, τρώνε πατάτες βουτηγμένες σε mix μουστάρδας-μαγιονέζας-κέτσαπ ενώ βλέπουν Garfield, χορεύουν ασταμάτητα ακούγοντας rock, φτιάχνουν σαπουνόφουσκες, βολτάρουν και γελάνε πολύ. Μέσα από τα μάτια της κόρης της ανακαλύπτει ξανά όλα αυτά τα μικρά, όμορφα πράγματα που έχουν αξία. Μα πάνω από όλα μαθαίνει να αγαπά από την αρχή…