Στην αρχαιότητα η αρχη τής ημέρας συνέπιπτε μέ την ανατολή τοΰ ήλιου καί τό πέρας μέ τη δύση. Ό ρήτορας Αισχίνης σέ λόγο του αναφέρει έναν νόμο τής Αθήνας πού άπαγόρευε στους γονείς να στέλνουν τά παιδιά τους έξω άπό τό σπίτι πριν από την αυγή και τόνιζε ότι αυτά έπρεπε να μαζεύονται στό σπίτι τους πριν δύσει ό ήλιος.
Ό άρχαίος ‘Έλληνας περνούσε σχεδόν όλη την ήμερα έξω άπό τό σπίτι, αφού βεβαίως έκανε την απαραίτητη προετοιμασία πριν βγει: έπλενε τό πρόσωπο καί τά χέρια του καί έτρωγε ένα λιτό πρωινό άποτε- λούμενο άπό λίγα κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σέ νερωμένο κρασί.
Έθεωρειτο σπάνιο έως παράδοξο ένας ελεύθερος πολίτης νά τεμπελιάζει στό σπίτι κατά τη διάρκεια τής ημέρας, έκτος έάν ήταν ασθενής. Κατά την έξοδο τού πολίτη άπό τό σπίτι τόν συνόδευαν ένας ή δύο δούλοι, άναλόγως τής οικονομικής του καταστάσεως. Προορισμός του ήταν ή άγορά, πού δεν ήταν μόνον εμπορικό κέντρο όπως σήμερα, αλλά καί πολιτικό καί θρησκευτικό.
Όλες τίς άγορές τίς έκανε ό άνδρας. Ή γυναίκα στην άρχαιότητα δέν πήγαινε ποτέ στην άγορά ούτε έστελνε τίς ύπηρέτριές της. Εξαίρεση αποτελούσαν ol πολύ φτωχές η οί άνω των πενήντα έτών. οί όποιες δεν ύπέκειντο στον κατ’ οίκον περιορισμό.
Στους αρχαίους “Ελληνες, σύμφωνα μέ τ’ις γραπτές μαρτυρίες, δέν άρεσαν οί νευρικοί ή οί βιαστικοί καί δέν ύπέφεραν τήν υπεροψία. Την έπαρση, τό άλαζονικό περπάτημα οί Αθηναίοι το κατέκριναν. Αλλά δέν έπαινούσαν καί τό βιαστικό περπάτημα. Δέν έθεωρεΐτο αξιοπρεπές για έναν άνδρα νά ρίχνει τό βλέμμα του παντού, όπως δέν έθεωρεΐτο ωραίο νά βαδίζει κανείς μέ τά μάτια χαμηλωμένα στη γή καί μέ ύφος λυπημένο.
Δικαίωμα εξόδου είχαν οί νυμφευμένες γυναίκες, πού πήγαιναν περιπάτους ή επισκέψεις, καθώς καί οί ανύμφευτες, μόνον έάν συνοδεύοντο άπό μιά δούλη ή άπό τούς γονείς τους ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Στούς γάμους, τις κηδείες καί τις θρησκευτικές τελετές οί γυναίκες συμμετείχαν έλεύθερα.
Προσφιλής τόπος συζητήσεων στην αγορά ήταν τά κουρεία. Οί κουρεϊς ήταν ενήμεροι για όλα τά νέα καί μιλούσαν γιά τά πάντα. «Πώς θέλετε νά σάς κουρέψω;» ρώτησε ό κουρέας τον βασιλιά τής Μακεδονίας Αρχέλαο. «Χωρίς πολλές κουβέντες» απάντησε ό βασιλιάς.
‘Η χειραψία περιορίζετο μόνο στις όρκομωσίες καί τούς επίσημους άπoχωρισμούς. Ό συνήθης τρόπος χαιρετισμού ήταν μέ μιά κίνηση τού χεριού καί τη φράση Χα’φε ή Ύγίαινε. Ή βάση τής άμφιέσεως ήταν ό χιτώνας. Πάνω άπό τόν χιτώνα φορούσαν τό ίμάτιον -ένα είδος μανδύα- ή τη χλαμύδα. Αποτελεί πλάνη ή άποψη Οτι τά ρούχα τών αρχαίων Ελλήνων ήταν λευκά -όπως οί κίονες τών ναών. Αντιθέτως, ήταν πολύχρωμα μέ προτίμηση στο κόκκινο, τό πορφυρούν, τό πράσινο ανοιχτό, τό κυανούν. Οί άνδρες θεωρούσαν ότι τό κίτρινο ταιριάζει πιο πολύ στις γυναίκες.
Ό χιτώνας τών γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς άπό τόν άνδρικό. Έπρόκειτο γιά ένα άπλό, μακρύ υποκάμισο πού έπεφτε έλεύθερα κατά μήκος τού σώματος καί πιανόταν μόνο μέ ένα κορδόνι. Οί παντρεμένες γυναίκες έδεναν τό κορδόνι κόμπο κάτω άπό τό στήθοςτους, ένώ τά νεαρά κορίτσια στον θώρακα η στους γοφούς. 01 άκρες τού γυναικείου χιτώνα έστερεώνοντο μέ μια πόρπη από τον δεξιό ώμο η έδένοντο σε φιόγκο επάνω στό στήθος.
Ή μόδα άλλαζε, όπως καί σήμερα, τό άκρον άωτον όμως της κομψό- τητος παρέμενε τό ίδιο: ήταν ό τρόπος πού έντέχνως δημιουργούσαν τις πτυχώσεις τού ίδιου κομματιού υφάσματος. (Κάτι ανάλογο γίνεται καί σήμερα μέ τις πτυχιόσεις τού σκωτσέζικου kilt). Σε γενικές γραμμές πάντως, τά ρούχα τών αρχαίων Ελλήνων ήταν ομοιόμορφα καί πρακτικά.
Οι γυναίκες φορούσαν κοσμήματα (βραχιόλια, δακτυλίδια, περιδέραια, σκουλαρίκια, διαδήματα) καί οι άνδρες δακτυλίδια-σφραγίδες.
Ή τελευταία λέξη τής μόδας στην κλασική έποχή ήταν τό ραβδί για τούς άνδρες.
Μεγάλη σημασία έδιναν στην κόμμωση, τής οποίας ή μόδα άλλαζε επίσης. Έπί παραδείγματα οί άνδρες τον 6° αιώνα π.Χ. είχαν μακρείς βοστρύχους, οί όποιοι έγιναν πιο κοντοί μετά τή μάχη τού Μαραθώνα. Ό Λυκούργος υποστήριζε ότι τά μακριά μαλλιά κάνουν τόν όμορφο άνδρα νά φαίνεται ωραιότερος καί τόν άσχημο νά φαίνεται πιο άποκρουστικός. Γενικώς, στην κλασική Αθήνα ή μακριά καί περιποιημένη κόμη ήταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής καί συχνά ολιγαρχικών πολιτικών αντιλήψεων καί φιλολακωνικών αισθημάτων.
Οί άνδρες, όπως καί οί γυναίκες, έβαφαν τά μαλλιά τους, είτε γιά νά τά κάνουν πιό ανοικτά είτε γιά νά κρύψουν τή λευκότητα τους. Είναι γνωστό δτι χρησιμοποιούσαν ειδικό λάδι μέ αρωματικές ούσίες γιά τήν περιποίηση τών μαλλιών τους.
0ι κυρίες χρησιμοποιούσαν κρέμες γιά νά ασπρίζουν τά μάγουλά τους, διότι τό χλωμό πρόσωπο ήταν πρότυπο ομορφιάς.
Χρησιμοποιούσαν επίσης ψιμύθια καί βαφές γιά τά φρύδια καί τις βλεφαρίδες. Ή ελληνική λέξη γιά τό μακιγιάζ είναι φιμυθίασις. Σε άνασκαφές βρέθηκαν εργαστήρια μέ καθρέπτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια μέ αρώματα καί δοχεία μέ κρέμες.«Μια μέρα πρόσεξα ότι ή γυναίκα μου είχε καλλωπισθεΐ. Είχε τρίψει μέ λευκό μόλυβδο τό πρόσωπο, για νά κάνει τή χροιά τού δέρματός της νά φαίνεται πιό χλωμή άπ’ όσο πραγματικά ήταν, είχε βάλει ρουζ στά μάγουλά της γιά νά φαίνονται πιό ροδαλά άπ’ όσο πραγματικά ήταν καί φορούσε παπούτσια μέ τακούνια, ώστε νά φαίνεται πιό ψηλή άπ’ οσο πραγματικά ήταν» σημειώνει χαρακτηριστικώς ό συγγραφέας Ίσχόμαχος.
Στο σπίτι οί αρχαίοι κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι. Στον δρόμο όμως φορούσαν ύποδήματα, είτε σανδάλια είτε άρβύλες. Ό φιλόσοφος Σωκράτης προτιμούσε νά περπατά πάντοτε ξυπόλητος παρ’ ότι οί δρόμοι τών Αθηνών δεν έφημίζοντο γιά τήν καθαριότητά τους.
Οί άρχαϊοι ‘Έλληνες στίλβωναν τά υποδήματά τους μέ σφουγγάρι. Σχετικώς μέ τό στίλβωμα έφθασε ώς έμάς τό έξης διασκεδαστικό ανέκδοτο: “Ενας Αθηναίος συναντήθηκε στόν δρόμο μέ έναν γνωστό του καί παρατήρησε ότι τά ύποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ’ αυτό συμπέρανε ότι ό φίλος του αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες καί ήταν υποχρεωμένος νά στιλβώνει μόνος του τά υποδήματά του, διότι ένας δούλος δέν θά τού τά στίλβωνε ποτέ τόσο καλά.
Τό πρώτο καθήκον τής συζύγου ήταν νά δώσει άπογόνοι>ς, κατά προ- τίμησιν άρρενες. Ή τεκνοποιία ήταν τόσο σημαντική, ώστε στη Σπάρτη ήταν αποδεκτό νά δανείζει τή γυναίκα του ένας σύζυγος σέ έναν άλλο άνδρα. προκειμένου αύτός νά τήν καταστήσει έγκυο.
Ή λέξη εταίρα σημαίνει κυριολεκτικώς θηλυκός σύντροφος. Ήταν οί μόνες γυναίκες πού έπετρέπετο νά συμμετέχουν στά συμπόσια καί οί μόνες που διέθεταν παιδεία ισότιμη μέ αυτήν τών άνδρών.
Πολλά έχουν γραφεί γιά τις ερωτικές προτιμήσεις τών αρχαίων Ελλήνων. Οί ίδιοι δέν έκαναν διάκριση μεταξύ όμοφυλοφιλίας καί έτερο φυλοφιλίας. Θεωρούσαν αποδεκτές τις σχέσεις μεταξύ άνδρών άλλα καί μεταξύ γυναικών, κυρίως ώς βάση της διαπαιδαγωγήσεως τών νέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ό Ιερός Λόχος τών αρχαίων Θηβών, ό όποιος άπετελείτο από ζεύγη άνδρών-έραστών: στή μάχη ό καθένας προσπαθούσε νά προστατεύσει τόν αγαπημένο του, άλλα καί ντρεπόταν νά φανεί δειλός στα μάτια του. Σύμφωνα πάντως μέ άλλη άποψη, επειδή οί όμοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ άνδρών συνέβαλλαν τα μέγιστα στη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών κατά τη διάρκεια της μάχης, ήταν πιο διαδεδομένες στίς δωρικές περιοχές, των όποιων οί πληθυσμοί είχαν πιό φιλοπόλεμο πνεύμα.
ΟΙ περισσότεροι γάμοι ήταν προσυμφωνημένοι, μέ τελευταίο κριτήριο τά αισθήματα των μελλονύμφου. Ή προίκα ήταν ίσως τό πρώτο καί σπουδαιότερο κριτήριο. Χωρίς αύτήν ένα κορίτσι κινδύνευε νά τελειώσει τή ζωή του «άνύπανδρο καί άτεκνο».
Σέ περίπτωση διαζυγίου, ό σύζυγος ήταν υποχρεωμένος νά επιστρέφει την προίκα άθικτη στόν πατέρα τής γυναίκας του, καί μάλιστα επαυξημένη κατά 18%.
Σύμφωνα μέ τόν Σάλωνα, ή ιδανική ηλικία γιά νά νυμφευθεϊ ένας άνδρας ήταν μεταξύ 27 καί 34 ετών. Γιά τις γυναίκες ήταν τά μεσαία χρόνια τής έφηβείας τους, συνήθως μεταξύ 12 καί 16 ετών.
Ή πρώτη τελετή τού γάμου ήταν ό αρραβώνας, όπου δεν ήταν υποχρεωτική ή παρουσία της νύφης. Εκεί, παρουσία μαρτύρων, ύπεγρά- φετο τό συμβόλαιο τού γάμου.
’Υπήρχε ειδικός μήνας γιά τούς γόμους, ό Γαμηλιών. Τήν ημέρα τού γάμου ή νύφη έκανε ένα τελετουργικό λουτρό μέ νερό, μέ ένα ειδικό αγγείο, τόν λουτροφόρο. Μετά τήν τελετή ακολουθούσε γιορτή στο σπίτι τού πατέρα τής νύφης.
Στους προσκεκλημένους προσεφέροντο γλυκίσματα από σουσάμι.
Ή πρώτη νύχτα τού γάμου περιελάμβανε έναν ύμνο, τό έπιθαλάμιον (ένν. άσμα), πού έψαλλαν οί συγγενείς έξω από τό νυφικό δωμάτιο, τόν θάλαμον. Σύμφωνα μέ μεταγενέστερη πηγή, είχε σκοπό νά καλύψει τις κραυγές τής νύφης από τήν άρση τής παρθενίας της.
Ή μονογαμία αποτελούσε θεμελιώδη αρχή τού γάμου, αύτό δμως δεν εμπόδιζε τούς αρχαίους ‘Έλληνες νά έχουν έξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις μέ πόρνες ή μέ δούλες. Δένΐσχυε όμως τό ϊδιο για τις γυναίκες. Έαν ένας άνδρας συνελάμβανε τη γυναίκα του στο κρεβάτι μέ τόν εραστή της, είχε τό δικαίωμα νά τόν σκοτώσει χωρίς νά τιμωρηθεί. Αύτό ακριβώς ισχυρίστηκε ότι έπραξε καί ένας Αθηναίος ό όποιος κα- τηγορήθηκε για τόν φόνο τού έραστη της γυναίκας του καί απολογούμενος εκφώνησε τόν περίφημο Κατά Έρατοσϋένους λόγο πού έγραψε για λογαριασμό του ό Λυσίας.
— Ένώ όμως οί νομοθέτες προστάτευαν τόν γάμο ώς θεσμό, οι περισσότεροι συγγραφείς ησαν μάλλον μισογύνηδες. Ό Σωκράτης. έπί παραδείγματα υποστήριζε ότι «ή γυναίκα είναι ένα δυσβάστακτο φορτίο» καί ό Διογένης ό Κυνικός στην ερώτηση «πότε πρέπει νά νυμφευόμεθα.» απαντούσε «οί μεν νέοι ουδέποτε, οί δε πρεσβύτεροι ούδε- πώποτε», δηλαδή ποτέ των ποτών.
— Ή άγωγή τών παιδιών απασχολούσε ιδιαιτέρως τούς αρχαίους. Ό Πλάτων υποστήριζε ότι τά παιδιά μέχρι τό δέκατο έτος πρέπει νά άσχολούνται μέ τη γυμναστική καί μετά άπό αύτή τήν ηλικία μέ τά γράμματα. Ό ’Αριστοτέλης θεωρούσε ότι μέχρι τά πέντε τους χρόνια τά παιδιά δέν πρέπει νά παρακολουθούν μαθήματα ούτε νά κουράζονται σωματικώς, διότι εμποδίζεται ή ανάπτυξή τους.
— Πριν άπό τόν 5° αιώνα π.Χ. ή εκπαίδευση καί ή ανατροφή τών παιδιών άνετίθετο σέ ιδιωτικούς παιδαγωγούς, άλλα αργότερα λειτούργησαν σχολεία. Στήν Αθήνα πόντιος ήταν σπάνιο παιδιά έλεύθεριον πολιτών νά είναι αγράμματα. Ή σημασία πού έδιναν οι Αθηναίοι στή μόρφωση τών παιδιών τους φαίνεται καί άπό τό έξης περιστατικό: “Οταν οί ΓΙέρσες πλησίαζαν καί έπρόκειτο νά καταλάβουν τήν Αθήνα, οί Αθηναίοι έκκένωσαν τήν πόλη καί μετέφεραν τά γυναικόπαιδα στήν Τροιζήνα. Εκεί, τό πρώτο πράγμα γιά τό όποιο φρόντισαν ήταν νά βρούν δασκάλους γιά τά παιδιά τους!
— Στό σπίτι ό παιδαγωγός δίδασκε τό άγόρι καλούς τρόπους: ένα παιδί δέν έπιτρεπόταν νά συζητά μέ μεγάλους ή νά γελά μέ χάχανα, δέν ήταν ώραΐο νά κάθεται μέ σταυρωμένα πόδια ή μέ τό ενα πόδι επάνω στό άλλο ούτε νά στηρίζει στά χέρια τό πηγούνι του.
Στη Σπάρτη οί παραμάνες δίδασκαν τά παιδιά νά αποφεύγουν κάθε θόρυβο όταν έτρωγαν, νά μή φοβούνται τό σκοτάδι, νά μην κλαΐνε ούτε νά τσιρίζουν και νά μην εκδηλώνουν θυμό ή ξέσπασμα νεύρων. Επίσης τους μάθαιναν νά παραμερίζουν όταν περνούσαν οί μεγαλύτεροι τους στόν δρόμο καί νά σηκώνονται όταν αυτοί έμπαιναν σέ μιά αίθουσα.
Στην ’Αθήνα ή διστακτικότητα ήταν μιά αρετή πάρα πολύ ταιριαστή στη νεότητα. Μπροστά σέ ήλικιωμένους, ό νέος έπρεπε νά σιωπά, νά άπαντά μόνο άν τόν ρωτούσαν, αλλά καί τότε χαμηλοφώνως. Τό νά μιλά κανείς δυνατά έθεωρεΐτο έλλειψη αγωγής, ιδιαιτέρως άξιοκα- τάκριτη γιά τους έφηβους καί τη νεολαία. Σ’ αυτό τό σύνολο των ώραί- ων ιδιοτήτων έδωσαν τό όνομα σωφροσύνη.
*Η σωματική άσκηση είχε τεράστια σημασία καί ή έννοια τής τελειότητος τού σώματος, όπως αντικατοπτρίζεται στά αγάλματα καί τά άγγεΐα, έλάμβανε διαστάσεις λατρείας. Τά γυμνάσια ήταν ένας άπό τους κατ’ έξοχήν τόπους καθημερινής συναναστροφής, αλλά καί πλοκής ερωτικών ειδυλλίων.
Ή ανώτατη τιμή γιά έναν αθλητή ήταν νά νικήσει στους ’Ολυμπιακούς Αγώνες. Οί πόλεις αφιέρωναν αγάλματα στους όλυμπιονίκες τους, γκρέμιζαν μάλιστα συμβολικώς ένα μέρος τού τείχους τους, γιά νά είσέλθει ό όλυμπιονίκης στήν πόλη έπιστρέφοντας άπό τούς αγώνες.
Ή σχέση τών αρχαίων Ελλήνων μέ τήν εργασία ήταν πολύ άπλή: καμία σχέση. Ό Αριστοτέλης μάλιστα έδωσε καί τη θεωρητική βάση- αυτής τής άντιλήψεως εξηγώντας ότι «ό ελεύθερος χρόνος είναι προϋπόθεση τής πολιτισμένης ζωής». Ώς έκ τούτου ή έννοια πού περιγράφουν οί σημερινές λέξεις σπατάλη χρόνου ή χασομέρι τούς ήταν άγνωστη. Μάλλον δεν είναι συμπτωματικό ότι οί λέξεις δουλεία καί δουλειά έχουν διαφορά μόνον ώς προς τήν τονιζόμενη συλλαβή. Αυτό βέβαια ΐσχυε γιά τούς κατοίκους των πόλεων καί μάλιστα γιά τούς ευπορότερους έξ αυτών. Μιά ματιά στίς κωμωδίες τού ’Αριστοφάνη, ιδίως στά χωρία τά σχετικά μέ τη ζωή τών γεωργών τής Αττικής (οί όποιοι, σημειωτέον, ήταν ελεύθεροι πολίτες), δείχνει ότι ή ύπαρξη άφθονου ελεύθερου χρόνου γιά τήν ενασχόληση μέ τά πολιτικά ζητήματα ήταν μάλλον τό ιδεατό. Οί αρχαίοι έτρωγαν δύο φορές την ημέρα: ένα ελαφρό γεύμα. γνωστό ώς άριστον, και τό δεϊπνον πού ήταν τό κυρίως φαγητό τους. Προσοχή όμως: δεν έτρωγαν μόνο γιά να τραφούν. Τό τραπέζι είχε ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, διότι τό κύριο ζητούμενο ήταν οί συζητήσεις καί ή συντροφιά τών συνδαιτυμόνων.
Οί αρχαίοι ‘Έλληνες ήταν πολύ φιλόξενοι. ‘Οποιοσδήποτε ξένος ήταν εύπρόσδεκτος καί έθεωρεϊτο πρόσωπο Ιερό πού απολάμβανε τής προστασίας τού Ξενίου Διός. Χαρακτηριστικότατες είναι οί περικοπές της ‘Οδύσσειας στή ραψωδία α. όπου 6 Τηλέμαχος φιλοξενεί την Αθήνα, καί στη ραψωδία ε κ.έξ., όπου οί Φαίακες φιλοξενούν τόν Όδυσσέα. Εξίσου χαρακτηριστική ώς παράδειγμα πρός αποφυγήν είναι καί ή περικοπή της ραψωδίας χ, όπου ό Κύκλωπας όχι μόνο δεν φιλοξενεί, άλλα καταβροχθίζει τούς συντρόφους τού Όδυσσέως. Ή τύφλωσή του είναι ή αναπόφευκτη τιμωρία γιά την άσέβειά του.
Ή φιλοξενία ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο τυπικό: μόλις ένας ξένος έφθανε στά πρόθυρα τής οικίας, ό οικοδεσπότης έσπευδε νά τόν υποδεχθεί αύτοπροσώπως. Τού παρέθετε λουτρό, γεύμα καί τόν άφηνε νά ξεκουρασθεΐ. Κατόπιν, άν ό φιλοξενούμενος ήθελε, απαντούσε σε ερωτήσεις γιά τήν ταυτότητά του, τήν καταγωγή του, κλπ.
Στους αρχαίους Έλληνες άρεσε επίσης νά καλούν στό σπίτι τους γιά φαγητό τούς φίλους τους καί τούς φίλους τών φίλο)ν τους. Λύτη ή συνήθεια γέννησε μιά ειδική κατηγορία προσκεκλημένων, τούς παράσιτους (παρά + σίτος = σιτάρι, γενικώς φαγητό* ή λέξη προσέλαβε αργότερα αρνητική σημασία λόγω τής καταχρήσεως αυτής της συνήθειας). Ό Πλούταρχος αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στό θέμα «ό>ς ποιό βαθμό μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτό τό δικαίωμα χωρίς νά ξεπεράσει τά όρια της καλής συμπεριφοράς».
Στό Συμπόσιον ό Πλάτων διηγείται ότι ό Αριστόδημος συνάντησε τόν Σωκράτη μέ επίσημο ένδυμα καί μαθαίνοντας Οτι πηγαίνει στό τραπέζι τού Άγάθιονος αποφάσισε νά τόν συνοδεύσει, άν καί δεν ήταν καλεσμένος. Στόν δρόμο ό Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν μέ ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, βράδυνε τό βήμα του. Ό Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ό φιλόσοφος έμεινε πίσω καί είσήλθε μόνος στην οικία του Άγάθωνος. Παρ’ όλα αύτά, δέν βρέθηκε σέ δύσκολη θέση: οί θύρες ήταν διάπλατα ανοικτές καί ένας δούλος τόν οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ό Άγάθων τόν υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τόν καλέ σε ι προσωπικός, μά δέν μπόρεσε νά τόν βρει.
Ό οίκοδεσπότης ενός δείπνου έγραφε σέ μια πινακίδα καλυμμένη μέ κερί τά ονόματα τών προσκεκλημένων του καθώς καί την ημέρα καί την ώρα τοΰ συμποσίου. Στη συνέχεια ένας δούλος έπαιρνε την πινακίδα καί περιήρχετο τις οικίες τών προσκεκλημένων. Ή συνήθης ώρα προσελεύσεως ήταν ή ένάτη βραδινή.
Μόλις οί προσκεκλημένοι έφθαναν στην οικία οπού ήταν καλεσμένοι, οί δούλοι τους έβγαζαν τά υποδήματα καί τους έπλεναν τά πόδια.
Οί αρχαίοι ‘Έλληνες συνήθιζαν νά τρώνε ξαπλωμένοι σέ ανάκλιντρα, άκουμπώντας στόν έναν αγκώνα καί χρησιμοποιώντας τό ελεύθερο χέρι για νά παίρνουν τό φαγητό από ένα μικρό τραπέζι πού βρισκόταν μπροστά τους.
Τό φαγητό έπρεπε νά είναι τόσο όσο χρειάζεται γιά νά καταπραυνει μιά κανονική πείνα, διότι ή λαιμαργία έθεο^ρεϊτο έλάττωμα. Αδιανόητο επίσης ήταν νά τρώει κανείς μόνος του. Μόνον οί άφιλοι, αυτοί δηλαδή πού δέν είχαν φίλους, είχαν αυτό τό θλιβερό προνόμιο.
Δέν χρησιμοποιούσαν πιρούνια καί μαχαίρια. Κουτάλια διέθεταν, αλλά προτιμούσαν νά τά αντικαθιστούν μέ μιά κόρα ψωμιού. Τό φαγητό τό έπιαναν μέ τά χέρια. Τίς μερίδες τίς σέρβιραν ψιλοκομμένες, γιά νά πιάνονται εύκολα. Τά τραπεζομάντιλα καί οί πετσέτες ήταν άγνωστες έννοιες. Τά χέρια τους τά σκούπιζαν μέ ψίχα ψωμιού ή μέ μιά ειδική κόλλα πού τή ζύμωναν μέ τά δάκτυλά τους καί τήν έκαναν σφαιρίδιο.
Στά δείπνα ή συμπόσια έπαιρναν μέρος μόνον οί άνδρες, γιατί ή συζήτηση θά ήταν φιλοσοφική ή πολιτική, επομένους ακατανόητη γιά τίς γυναίκες καί τά παιδιά, ή καθαρώς ανδρική, επομένως ακατάλληλη γιά τά αυτιά τών γυναικών. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οί εταίρες.Στα οικογενειακά γεύματα ή γυναίκα καθόταν σέ σκαμνί, ένώ τά παιδιά ένεφανίζοντο στα έπιδόρπια και παρέμεναν όρθια η καθιστά, άναλόγως της ήλικίας τους καί των συνηθειών της οικογένειας.
Τό αγαπημένο ποτό τών αρχαίων Ελλήνων ήταν τό κρασί. Τό έπιναν μετά τό φαγητό καί πάντοτε ανακατεμένο με νερό. Παρ’ ότι διετείνοντο οτι έπρεπε νά πίνει κανείς μέ μέτρο, λίγοι μπορούσαν νά ύπε- ρηφανευθούν ότι ήταν σέ θέση νά σταθούν γερά στά πόδια τους μετά από ένα συμπόσιο.
Επίσης τούς άρεσε νά κάνουν προπόσεις. Μία από αυτές πού μάς σώθηκαν λέει: «Υγεία, πιο σεβαστή από τούς ευλογημένους θεούς, είθε νά ζώ μέ σένα όλη την υπόλοιπη ζωή μου καί είθε νά είσαι έλεήμων συγκάτοικος τού οίκου μου».
Άπεχθάνοντο τις θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι, ένώ διασκέδαζαν ιδιαιτέρως μέ τά αινίγματα. Όποιος δέν μπορούσε νά απαντήσει έτιμωρεΐτο νά πιει ένα κύπελλο κρασί.
Ό όστρακισμός ήταν μιά από τις σκληρές δοκιμασίες στις όποιες υπέβαλλαν οί Αθηναίοι αυτούς πού αποκτούσαν φήμη, δόξα καί πολιτική ισχύ καί συνεπώς θά ήταν δυνατόν νά ύποκύψουν στόν πειρασμό νά καταλύσουν τή δημοκρατία καί νά έγκαθιδρύσουν τυραννίδα. Ή διαδικασία είχε ώς εξής: Κάθε πολίτης είχε τό δικαίωμα νά γράψει έπάνο) σ’ ένα όστρακον (έτσι ονομαζόταν τό θραύσμα πήλινου σκεύους· από έδώ καί τό όνομα αυτής της διαδικασίας) τό όνομα τού ανθρώπου πού είχε προ- ταθεί νά έξορισθεί. Στή συνέχεια τό εναπόθετε σ έναν περιφραγμένο χώρο στήν αγορά. Εκεί οί άρχοντες έκαναν τήν καταμέτρηση καί όποιος είχε τις περισσότερες ψήφους κατεδικάζετο σέ δέκα έτη εξορίας. Σέ μιά τέτοια ψηφοφορία σταμάτησε ένας αγράμματος Αθηναίος τον Αριστείδη καί. χωρίς νά τόν γνωρίζει προσωπικώς. τού ζήτησε νά γράψει επάνω στό όστρακο τό όνομα «Αριστείδης». Έκπληκτος ό πολιτικός τόν ροίτησε αν ό Αριστείδης τού είχε κάνει κακό. «Κανένα» απάντησε εκείνος «αλλά έχω βαρεθεί νά ακούω διαρκώς ό Δίκαιος, ό Δίκαιος».
Οί μορφές των νεκρών ήταν σκαλισμένες σε έπιτύμβιες στήλες καί τά λόγια τους σέ επιγραφές. Όλοι έδειχναν νέοι καί ωραίοι, μιας καί κανένας Έλληνας δέν θά τοποθετούσε στά μνημεία των προγόνων του μια στήλη με μορφή άρρωστου ή γέρου. Οί απόγονοι έπρεπε νά βλέπουν τούς αγαπημένους τους νεκρούς έτσι όπως έδειχναν στα καλύτερα χρόνια τής ζωής τους. Οί άνδρες παριστάνοντο μέ συνοδεία από νεαρούς δούλους.
Επάνω άπό μερικούς τάφους, ψηλές λήκυθοι άνηγγελλαν σιωπήρώς ότι κάτω απ’ αυτές κείτονται τά λείψανα νέων άγοριών ή κοριτσιών. πού πέθαναν πριν προφθάσουν νά δουν την ημέρα τού γάμου τους. Μέ αυτές τις ληκύθους έφερναν νερό άπό τη θαυμαστή βρύση Καλλιρρόη γιά τόν εξαγνισμό των γαμπρών πριν άπό τόν γάμο.
Οί αρχαίοι “Ελληνες δέν είχαν μεγαλύτερο σύνδεσμο μέ τούς νεκρούς άπό εκείνον πού έχουν οί σύγχρονοι Έλληνες. Σέ μιά έλληνορθόδο- ξη κηδεία συμβαίνουν τά’ίδια πράγματα. Έχει σημασία τό ότι ή λέξη κηδεία, πού χρησιμοποιείται σήμερα γιά νά δηλώσει τά τής ταφής, κυ- ριολεκτικώς σημαίνει φροντίδα.
Αντίθετα μέ τόν δικό μας πολιτισμό, πού μάς ενθαρρύνει νά παρουσιάζουμε σφιγμένα χείλη μπροστά στήν άπώλεια ενός ανθρώπου μας, ό ελληνικός πολιτισμός όχι μόνο ανεχόταν, άλλά επίσης καί προσδοκούσε πολύ επιδεικτικές εκδηλώσεις θλίψεως. Υπάρχουν συχνές άνα- φορές στή λογοτεχνία γιά άνδρες καί γυναίκες πού ξεριζώνουν τά μαλλιά τους, ξεσχίζουν τά ρούχα τους, χτυπούν καί μωλωπίζουν τά στήθη τους, κυλιούνται στό χώμα καί οδύρονται μέσα στή σκόνη καί άπέχουν άπό φαγητό καί ποτό έπί πολλές ήμερες… ‘Έφερναν δηλαδή στήν κηδεία τή δική τους προσωπική αίσθηση τού πόνου καί τής ζο)ής. Αυτά άκριβώς κάνει καί ό Άχιλλέας θρηνώντας τόν θάνατο τού Πατρόκλου στή γνωστή περικοπή άπό τή ραψωδία Σ τής Ίλίάδας.«Τι νά φορέσω;» Τό έρώτημα έχει προχαλέσει κατάθλιψη σέ άπειρες γυναίκες καί σχιζοφρένεια σέ ών ούχ έστιν αριθμός άνδρες πού τις περιμένουν. Ό ασφαλέστερος τρόπος για νά αισθανθούμε άνετα μέ την αμφίεση μας είναι νά ρωτήσουμε τη γνώμη ενός κοντινού μας ανθρώπου.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Χ.Ζαμπούνη.)