Και ναι…χώρισες! Ε!και λοιπόν; Έχεις υπομονη να περάσεις τα πέντε στάδια σαν ένας “χωρισμένος” που σέβεται τον εαυτό του;
Άραξε αναπαυτικά, χαλάρωσε και παρακολούθησε τις πέντε φάσεις…όλοι της περνάνε εξάλλου εσύ γιατί να είσαι η εξαίρεση!
Σκηνή πρώτη : Αρνούμαι να παραδεχτώ !!!
Απόγευμα. Το κινητό της Ελένης χτυπάει . Ήταν η Μαρία στην άλλη γραμμή.
«Χωρίσαμε! Δε θέλω να το συζητήσω ακόμα. Για άλλο λόγο σε πήρα. Τι θα κάνουμε σήμερα;» Μαρμάρωσε η δικιά σου.
«Έχω τρελή όρεξη να βγούμε να το κάψουμε» συνέχισε η Μαρία.
Πριν προλάβει να αντιδράσει η φίλη της, συμπλήρωσε: «Λοιπόν πρέπει να κλείσω. Έχω κανονίσει με τη Σοφία για καφέ. Μόλις που προλαβαίνω να πάω γυμναστήριο. Όταν ξεμπερδέψω ετοιμάζομαι και έρχομαι να σε πάρω. Έχω ακούσει ένα καλό μπαράκι που άνοιξε στο Γκάζι».
Είναι το πρώτο στάδιο του χωρισμού. Ο εγκέφαλος αρνείται να αποδεχτεί ότι όλα τέλειωσαν. Αναπτύσσει άμυνες. Σημειώνεται υπερδιέγερση και το άτομο που υφίσταται την απώλεια είναι αεικίνητο, υπερδραστήριο, μιλάει πολύ και συμπεριφέρεται σα να μην έγινε τίποτα. Είμαστε από τη φύση μας προικισμένοι να παγώνουμε σε δύσκολες καταστάσεις ούτως ώστε να μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε.
Σκηνή δεύτερη : Θυμάμαι και θυμώνω εσένα είχα μόνο.
Το κουδούνι χτυπούσε συνεχόμενα. Ανοίγει. Ο άσπρος σίφουνας Μαρία μπαίνει μέσα.
«Τι έπαθες;» ίσα που πρόλαβε να ξεστομίσει η Ελένη και η φίλη της την έπιασε από τα μούτρα.
« Τα νεύρα μου. Θέλω να τον δω να σέρνεται . Να τον φτύσω στα μούτρα. Παράτησε εμένα; Ποιος νομίζει ότι είναι;»
Η Ελένη προτίμησε τη σιωπή.
«Αλλά δε φταίει κανείς άλλος αλλά εγώ που τον πίστεψα». Συνέχισε η Μαρία και σωριάστηκε στον καναπέ. Το ένα τσιγάρο διαδεχόταν το άλλο καθώς απαριθμούσε όλες τις φορές που τσακώθηκαν. Σε κρίσεις αναλαμπής σταματούσε για να κατηγορήσει τον εαυτό της και μετά συνέχιζε το μπινελίκι προς πάσα κατεύθυνση. Το σπίτι ντουμάνι από τα τσιγάρα.
Πού να τολμήσει να μιλήσει η Ελένη. Θα την έπαιρνε και αυτή η μπάλα και μετά ούτε ο Νιαγάρας δε θα την ξέπλενε.
Είναι το δεύτερο στάδιο. Σε αυτό θυμώνουμε. Έχουμε την τάση να θυμόμαστε κάθε άσχημη στιγμή και να επιρρίπτουμε ευθηνές τόσο στον εαυτό μας όσο και στον άλλο. Ειδικά στον άλλο. Είναι η στιγμή της δράσης αντίδρασης. Επιτέλους συνειδητοποιούμε την κατάσταση και ξεκινάμε το παιχνίδι της (αυτό)κριτικής. Μας φταίνε όλα. Νευριάζουμε με ό,τι είπαμε ή δεν είπαμε. Το κινητό μας στέκεται προκλητικό, έτοιμο να το αρπάξουμε και να τηλεφωνήσουμε στον πρώην στολίζοντας τον με ό,τι ειδεχθές επινόησε η ανθρώπινη φύση.
Αν δεν έχουμε προνοήσει να διαγράψουμε το νούμερο του, το κάνουμε. Η αδρεναλίνη έχει χτυπήσει κόκκινο. Το ίδιο και τα νεύρα των φίλων μας των οποίων η υπομονή που επέδειξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου τους δίνει το δικαίωμα υποψηφιότητας στα επόμενα βραβεία Oscar ή κάτι αντίστοιχο τέλοσπάντων.
Σκηνή Τρίτη: Σαν τρελός γυρίζω στο σπίτι συνεχώς, με έχει πιάσει κατάθλιψη.
Η Ελένη ανήσυχη έτρεξε στο σπίτι της φίλης της. Την είχε χάσει μετά το τελευταίο ξέσπασμα. Φτάνει. Της ανοίγει την πόρτα κάποια που έμοιαζε με τη Μαρία. Παντού ήταν πεταμένα χαρτάκια από σοκολάτες. Τα μαλλιά της ανακατεμένα. Τα μάτια της κατακόκκινα από το κλάμα. Την ακολούθησε σαστισμένη μέχρι το σαλόνι. Η μιζέρια όχι μόνο της είχε χτυπήσει την πόρτα αλλά είχε θρονιαστεί στο σπίτι της για τα καλά.
Είναι η φάση της κατάθλιψης. Του πένθους. Κλαίμε το μακαρίτη όπως του αξίζει. Με κάθε δόξα και τιμή. Θυμόμαστε κάθε όμορφη στιγμή που ζήσαμε μαζί. Πιστεύουμε ότι δε θα ξαναβρούμε άλλον σαν και αυτόν. Θεωρούμε ότι η ζωή είναι άδικη. Ότι δεν αξίζουμε κάτι άλλο. Ναι, παρανοούμε. Οι φίλοι μας, μας μουντζώνουν για την κατάντια μας. Το δάκρυ πάει κορόμηλο. Τύφλα να έχει η Μάρθα Βούρτση στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Σκηνή τέταρτη : Ξύπνα, αν ελπίζεις πολλά.
Η Ελένη καθισμένη σε ένα καφέ περιμένει τη Μαρία. Κοιτάζει το ρολόι. Είχε αργήσει λίγο. Παραγγέλνει καφέ. Σκάει μύτη η φίλη της κουνιστή και λυγιστή. Τρίβει τα μάτια της.
«Δεν το πιστεύω! Ο Λάζαρος αναστήθηκε!» Μονολόγησε.
“Πήρα τις αποφάσεις μου! Βαρέθηκα να μιζεριάζω για μια σχέση που έληξε». Είπε και λάλησε και παρήγγειλε ένα καφέ γλυκό σαν πετιμέζι.
Έτσι φτάνουμε στο στάδιο της διαπραγμάτευσης. Είναι η στιγμή που ξυπνάμε. Συνειδητοποιούμε πού βρισκόμαστε. Παίρνουμε χαρτί και μολύβι και ξεκινάμε τον απολογισμό. Ρίχνουμε και ένα κλάμα που και πού έτσι για να μην ξεχνιόμαστε. Και έχουμε φροντίσει να εξαφανίσουμε τις σοκολάτες που είχαμε εφοδιαστεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης φάσης.
Φροντίζουμε να επιρρίψουμε τις ευθύνες που αναλογεί στον καθένα. Κατανοούμε τα λάθη μας. Δίνουμε ένα συγχωροχάρτι στον εαυτό μας. Κάνουμε και το μνημόσυνο στο μακαρίτη. Πετάμε τη μαύρη πλερέζα και κλείνουμε την παρένθεση.
Σκηνή πέμπτη : Η ζωή συνεχίζεται, πάντα κάτι θα γίνεται..
Είναι σαββατόβραδο. Έχουν μαζευτεί οι συνήθεις ύποπτοι σε γνωστό μπαράκι στο κέντρο. Η βραδιά προμηνύεται θυελλώδης με πολλά μποφόρ διασκέδασης. Καταφτάνει η Μαρία. Ανανεωμένη και λαμπερή. Παραγγέλνει το αγαπημένο της ποτό.
“Τι έγινε παίδες;” τους είπε αποστομώνοντας τους και άρχισε να κινείται ρυθμικά στο ρυθμό της jazz
“Κοίτα η μαύρη χήρα κεφάκια σήμερα! Ρε παιδιά αυτή δεν ήταν που μαζεύαμε με τα κουταλάκια μέχρι χθες;”. Είπε ένας από την παρέα και έσκασαν όλοι στα γέλια. Η Μαρία δεν έδωσε σημασία. Της είχε τραβήξει την προσοχή ένας ενδιαφέρον τύπος απέναντι.