Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκια…
Οι στίχοι από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη είχαν διασκορπισθεί και χόρευαν με τις σκέψεις της ένα ατέρμονο χορό γύρω από το κεφάλι της. Το δωμάτιο σκοτεινό. Το φως από τις αδύναμες αχτίνες του φεγγαριού ίσα που έμπαινε μέσα στο δωμάτιο. Δε φαινόταν τίποτα παρά μόνο η σκιά της και η λάμψη από τα μάτια της που έσκιζαν το σκοτάδι στα δύο. Έκαναν τις λεξεις να κρύβονται πίσω από τις επιθυμίες της.
Ακίνητη στη μέση του δωματίου κρατούσε ακόμα και την ανάσα της. Ήθελε οι σκέψεις της να πέσουν στο κενό της σιωπής και να την αφήσουν ήσυχη έστω και για λίγο. Να μη σκέφτεται τίποτα. Να χαλαρώσει. Να αφεθεί στην αγκαλιά εκείνου σα να είναι ένα μικρό κορίτσι και να πάρει όλα τα χάδια και τα φιλιά που έχει ανάγκη. Έπειτα να γίνει πάλι γυναίκα. Να σπαρταράει στα χέρια του. Να αφεθεί στη δύναμη των χεριών του. Το αρσενικό και το θηλυκό έρχονται αντιμέτωπα. Άνιση μάχη. Έτσι πρέπει να είναι. Εκείνος να υπερτερεί. Να επιτάσσει, να υποτάσσει. Να ρουφάει το μεδούλι της γλύκας της. Και εκείνη να αφήνεται και να παραδίνεται στη λαίλαπα των φιλιών του.
Σε ένα επιτακτικό θέλω διαλύονται οι αντιστάσεις.
Και τότε αρχίζουν οι εκούσιες ασκήσεις εμπιστοσύνης. Αφήνομαι με κλειστά μάτια και ξέρω οτι δε θα με αφήσεις να πέσω. Αν δε δοκιμάσω πώς θα ξέρω;
Και όμως το ήξερε προτού το δοκιμάσει ότι αν αφεθεί δε θα την αφήσει να πέσει. Δεν είχε σημασία το πριν ή το μετά αλλά το τώρα. Εκείνη η αίσθηση ασφάλειας που της έδινε η παρουσία του δεν χωρούσε περιθώρια για αμφισβήτηση.
Οι στίχοι του Ελύτη που ηχούσαν εκκωφαντικά στο κεφάλι της συνέχιζαν να την καλούν να χορέψει στο ρυθμό των συναισθημάτων της. Εκείνος, με το βουβό κάλεσμα του προκαλούσε τη γυναικεία της φύση να αφυπνιστεί και να αναδυθεί.
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Με αργά και σταθερά βήματα κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Το μόνο σημείο που έμπαινε το φως. Σε λίγο θα χάνονταν και αυτό λες και όλα είχαν συνωμοτήσει για τη δική τους ένωση. Εκεί στο σκοτάδι όπου όλες οι αισθήσεις θα παραδίνονταν σε ένα άγγιγμα. Το δικό του.
Παραδομένη στις σκέψεις, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, εκείνος την πλησίασε. Ένιωσε την ανάσα του στο πίσω μέρος του λαιμού της.
Δεν αντέδρασε. Αφέθηκε.
Καθώς η σκιά του κάλυπτε τη δική της οι φιγούρες στον τοίχο έγιναν ένα
Το Γιν και το Γιανγκ σε απόλυτη αρμονία. Δύο αντίρροπες δυνάμεις που προκαλούσαν την τέλεια ισορροπία. Ένα σχήμα οξύμωρο που έκανε κομμάτια όποια αντίθεση για να τα ενώσει και να γίνουν πάλι ένα.
Έκανε να γυρίσει να τον κοιτάξει. Δεν την άφησε. Την έσφιξε με περισσότερη δύναμη ακινητοποιώντας την χωρίς να ξεκολλήσει τα χείλη του από το λαιμό της. Εκεί λίγο πιο πάνω από τον ώμο της.
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Τότε οι στίχοι έγιναν λέξεις και εκείνες διασκορπίστηκαν στο σκοτεινό δωμάτιο και έπειτα χώθηκαν με δύναμη σε κάθε πόρο του κορμιού τους. Εκείνος ένιωσε την ανατριχίλα της αλλά δεν μίλησε. Άφησε τη σιωπή του να το κάνει.
Ένα αρσενικό και ένα θηλυκό αντιμέτωποι.
Γιατί ο καθένας έχει το ρόλο του….και η απόλυτη ένωση αναζητά αυτό…
You’ve got all of me
It can’t go wrong if you agree
Soon two hearts will beat in ecstasy
You’re a woman, I’m a man