Από το τηλέφωνο της είχε φανεί αλλαγμένη η φωνή του, πιο βαριά, κάπως πιο γερασμένη. Είχε πολύ καιρό να φανεί. Το χέρι της αναδεύτηκε μέσα στην τσέπη του μαύρου μπουφάν. Ένα δερμάτινο πορτοφόλι και μια φωτογραφία του ξεφλουδισμένη στις άκρες, ήταν το μόνο που είχε από εκείνον.
Κατέβηκε τη σκάλα στο μετρό κι ένα ξαφνικό αεράκι της αναστάτωσε τη διάθεση. Ήταν σχεδόν ενθουσιασμένη που θα τον έβλεπε μετά από τόσον καιρό. Μπήκε στο συρμό αποφεύγοντας με προσοχή το κύμα των εξερχομένων που κόντευε να την ποδοπατήσει.
Κάθισε ήσυχα σε μια άδεια θέση. Στην επόμενη στάση το τρένο μούγκρισε απότομα σταματώντας για να επιβιβάσει ακόμα ένα κύμα ανθρώπων χωρίς πρόσωπα. Ήταν παράξενο αυτό που της συνέβαινε, αδυνατούσε να φέρει στη μνήμη της το πρόσωπό του. Τώρα θα ήταν σίγουρα πιο γερασμένος, θα είχε περάσει τα πενήντα. Θα είχε γκρίζους κροτάφους, ήλπιζε τουλάχιστον να έχει ακόμα όλα του τα μαλλιά. Δεν θα της άρεσε να τον δει σε κάποια λυπηρή κατάσταση.
Ο νεαρός κάθισε δίπλα της σπρώχνοντάς την ελαφρά λες και δεν τον χωρούσε το κάθισμα. Την ενοχλούσε τόσο πολύ η αγένεια των ανθρώπων. Με την άκρη του ματιού της κοίταξε το καθρέφτισμά του στο τζάμι. Φορούσε ένα τζόκεϊ που το χε κατεβάσει αρκετά χαμηλά, τόσο που τα μάτια του δεν ξεχώριζαν. Ήταν αδύνατος και φορούσε ένα αφύσικα φαρδύ παντελόνι. Μόνο το στόμα του ξεχώριζε, θυμωμένο κάπως.
Το τρένο σταμάτησε και πάλι απότομα. Οι επιβάτες έγειραν ελαφρά ο ένας πάνω στον άλλον. Ο νεαρός ακούμπησε ακόμα μια φορά στους ώμους της. Ταράχτηκε και έστρεψε το κεφάλι της προς το τζάμι. Δεν ήθελε να τον βλέπει, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν.
Ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Ούτε κι εκείνον ήθελε να τον δει. Ποιόν κορόιδευε; Δεν είχε καμιά διάθεση να προσποιηθεί την κόρη. Είχαν περάσει ολόκληρα δεκαπέντε χρόνια που δεν είχε κανένα σημάδι, τελευταία φορά που τον είδε ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών. Γιατί τώρα; Τι θα άλλαζε αυτή τη στιγμή; Την τρόμαξαν τα τόσο τιποτένια της αισθήματα. Ήταν ο πατέρας της κι αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Και λοιπόν , μήπως δεν θα μπορούσε η ίδια πια να επιλέξει αν τον θέλει για πατέρα ή όχι;
Στο κάτω κάτω αυτός ο άνδρας είχε ρουφήξει όλη τη νιότη της μητέρας της, τόσο που αναγκάστηκαν να αλλάξουν πόλη για να τις αφήσει ήσυχες. Δεν είχε καμία όρεξη να του σφίξει το χέρι, δήθεν να χαρεί κι εκείνος να τη ρωτήσει για τη μάνα της και να προσποιηθούν πως δεν συνέβη τίποτα, ποτέ. Ναι , ξαφνικά ένοιωσε πιο σίγουρη πως δεν ήθελε τελικά να τον δει.
Τα πνευμόνια της ήθελαν φρέσκο αέρα. Το τρένο πλησίασε στη επόμενη στάση κι έκοψε ταχύτητα. Σηκώθηκε πρώτος ο νεαρός. Του άφησε μια μικρή απόσταση και περίμενε να ανοίξουν οι πόρτες. Ο χαρακτηριστικός βροντερός ήχος ακούστηκε σαν μελωδία κι άνθρωποι δίχως πρόσωπα ξεχύθηκαν στην αποβάθρα.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του μπουφάν καθώς ένοιωσε τα δάχτυλά της να παγώνουν από τον ψυχρό αέρα. Εκείνο τον ίδιο αέρα που πριν από μισή ώρα της είχε φέρει έναν ελαφρύ, ανόητο ενθουσιασμό. Το πορτοφόλι δεν ήταν εκεί πια, ούτε η φθαρμένη του φωτογραφία που κακοφόρμιζε στην πίσω θήκη για δεκαπέντε χρόνια.
Ο νεαρός, μερικά μέτρα μπροστά στην κυλιόμενη σκάλα, γύρισε πίσω το κεφάλι του. Της φάνηκε σαν να της γέλασε ειρωνικά αλλά μάλλον θα ήταν η ιδέα της, πιο πιθανό φαινόταν να έχει το νου του μήπως τον έχει αντιληφθεί. Ούτε που σκέφτηκε να καταγγείλει την κλοπή. Ένα άδειο πορτοφόλι απλώς. Που τώρα είχε κάνει φτερά.
Θα πήγαινε προς το Σύνταγμα, ήθελε να περπατήσει, θα χάζευε τις βιτρίνες στην Ερμού. Το πρόσωπό του έσβηνε αργά αργά από τη μνήμη της. Επιτέλους δεν θα είχε ούτε αυτή τη μοναδική φωτογραφία του, καιρός ήταν.
«Μπορώ να ρίξω μια ματιά στα πορτοφόλια;» ρώτησε την κοπέλα στο πρώτο μαγαζί με τσάντες και δερμάτινα που συνάντησε.
«Ελεύθερα δεσποινίς.»