Εκείνη τη μέρα με έπινες στο ποτό σου. Ντάλα μεσημέρι δίπλα στη θάλασσα. Κοιτούσες το ποτήρι και μετά τη θάλασσα και το κατέβαζες μονορούφι. Μέσα σου πάλευες κι η μυρωδιά από αίμα και σάρκα αναδυόταν στον αέρα και μου προκαλούσε τρόμο. Σε έβλεπα να με πίνεις γουλιά γουλιά, σχεδόν ολόκληρη σα να προσπαθούσες να με εξαφανίσεις.
Τα τζιτζίκια μου είχαν πάρει τα αυτιά. Αναρωτιόμουν γιατί κάνουν τόσο θόρυβο, γιατί χαλούσαν την ησυχία του μεσημεριού, γιατί δε με άφηναν να ακούσω τις φωνές μέσα σου. Ήθελα να ουρλιάξω “Σκάστε πια! Θέλω ησυχία!”. Δε ξέρω τι με τσάντιζε πιο πολύ, εσύ ή τα τζιτζίκια; Περίμενα σα θεατής στη μέση του έργου να δω τι θα συμβεί. Ποια η μάχη; Ποιος ο νικητής; Ποιες οι απώλειες; Μα εσύ μόνο έπινες κι αγνάντευες τη θάλασσα.
Σε μια στιγμή απότομα μου θύμωσα. Θύμωσα με τον εαυτό μου και με τη γαμημένη διαίσθησή μου… τις μάχες που έβλεπα, τα τζιτζίκια που με ενοχλούσαν, εσένα που με έπινες ολόκληρη σε ένα ποτήρι. Μια παράνοια όλα. Γιατί;
Περπάτησα αργά προς τη θάλασσα και σκεφτόμουν πόσο τρελή είμαι που σ’ αγαπώ. Πώς θα γινόταν να πατούσα ένα κουμπί και να μείνω μόνο εγώ κι η θάλασσα. Βούτηξα ολόκληρη μέσα στο νερό και ξάπλωσα ανάσκελα να αιωρούμαι στην επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί, για λίγο, ούτε εσύ υπήρχες, ούτε τα τζιτζίκια. Μόνο ένα βαθύ βουητό που ερχόταν από το βυθό και μια απαλή δροσιά να απλώνεται παντού. Έκλεισα τα μάτια και σκεφτόμουν πώς θα ήταν η ζωή αν είχε μόνο αυτή την αίσθηση… Έναν καυτό ήλιο, μια απαλή δροσιά και ένα βαθύ απόηχο να προσπαθείς να κατανοήσεις τι σου λέει.
Μα με τάραξε η φωνή σου. Σηκώθηκα. Σε έβλεπα να χορεύεις μόνος σου στην άκρη της θάλασσας. Μου φάνηκες αστείος, σχεδόν ηττημένος. Άρχισες να φωνάζεις, “Μ’ αγαπάς;”. Δεν απαντούσα. Και τότε φώναζες πιο δυνατά “Μ’ αγαπάς;”. “Σ’ αγαπώ” σου φώναξα. Και μετά τιναζόσουν στον αέρα. “Θα με αγαπάς πάντα;”. Δεν απαντούσα. Είχες ήδη χάσει. Ήσουν ο χαμένος το έβλεπα, κι άρχισα να κλαίω, μα δε σου απαντούσα. Η απόγνωσή σου σε είχε νικήσει. “Θα με αγαπάς πάντα;” συνέχιζες. Για μένα η μάχη σου είχε τελειώσει, μόνο που ο δικός μου ο πόλεμος τώρα θα άρχιζε.
Σε λίγο σε αισθάνθηκα δίπλα μου να με φιλάς με καυτό αλκοόλ στην ανάσα. Να παραβιάζεις κάθε εκατοστό του κορμιού μου, όμως δε μπορούσα να σου αντισταθώ. Ήθελα να λεηλατηθώ. Ήθελα να σε μισήσω ώστε να έχει αξία ο δικός μου πόλεμος, να έχει ουσία η δική μου η μάχη. Μια πάλη γινόταν με δύο κορμιά, ποιος θα πονέσει ποιον παραπάνω. Ποιος θα υποφέρει μετά περισσότερο. “Δε θα με αφήσεις ποτέ;” με ρώτησες. “Ποτέ” σου απάντησα κι ας ξέραμε κι οι δύο πως την επόμενη ημέρα θα είχαν όλα τελειώσει. Έτσι είναι μάτια μου, στον έρωτα και στον πόλεμο δεν υπάρχει νικητής και χαμένος. Υπάρχουν μόνο παράπλευρες απώλειες.