Πολλοί λίγοι μαζοχιστικοί χαρακτήρες άναπτύσσουν μαζοχιστική διαστροφή. Άφοΰ μπορεί νά φτάσει κανείς σέ μιά κατανόηση τής σεξουαλικής οικονομίας τοΰ μαζοχιστή μόνο μέσα άπ’ τήν κατανόηση των άντιδράσεων τοΰ χαρακτήρα του, θ’ Ακολουθήσουμε, στήν παρουσίασή μας, τό δρόμο πού άκολουθεΐται γενικά σέ κάθε ψυχανάλυση δπου ό ψυχαναλυτής δέν Ικανοποιείται μέ μιά θεωρητική έξήγηση τής περίπτωσης, άλλά θέλει ό άσθενής του νά φτάσει στήν προτεραιότητα τής γενετησιότητας μαζί μέ όργαστική Ικανότητα.
Κάθε διαμόρφωση τοΰ χαρακτήρα, δπως τονίσαμε προηγούμενα, έκπληρώνει δυό λειτουργίες: άρχικά, τή θωράκιση τοΰ έγώ ένάντια στόν έξωτερικό κόσμο κι ένάντια στίς άπαιτήσεις τών ένστικτων· καί, κατά δεύτερο λόγο, τήν οικονομική λειτουργία, δηλαδή, τήν κατανάλωση τής πλεονάζουσας σεξουαλικής ένέργειας πού δημιουργήθηκε άπ* τή σεξολίμνανση — βασικά, έπομένως, τή δέσμευση τοΰ συνεχώς παραγόμενου άγχους. “Αν αύτό ισχύει γιά κάθε διαμόρφωση τοΰ χαρακτήρα, τότε ό τρόπος πού έκπληρώνον- ται άπ* τό έγώ αύτές ol βασικές λειτουργίες είναι συγκεκριμένος, δηλαδή, άνάλογος μέ τή φύση τής νεύρωσης. Σ’ αύτή τή διαδικασία, κάθε χαρακτηρολογικός τύπος άναπτύσσει τό δικό του μηχανισμό. Είναι περιττό νά πούμε, δτι δέν άρκεΐ νά ξέρουμε τή βασική λειτουργία τοΰ χαρακτήρα τοΰ άσθενή (τήν άμυνα καί τή δέσμευση τοΰ άγχους)· είναι άπαραίτητο νά μάθουμε, δσο πιό σύντομα μπορούμε, μέ ποιό ειδικό τρόπο έκπληρώνει αύτό τό έργο ό χαρακτήρας. Άφοΰ ό χαρακτήρας δεσμεύει τά ούσιαστικά μέρη τής λίμπιντο (ή τοΰ άγχους)· άφοΰ, έπιπλέον, πρέπει ν’ άπελευθερώσουμε αύτά τά ούσιαστικά στοιχεία της σεξουαλικής ένέργειας άπ’ τή χρόνια όχύρωσή τους στό χαρακτήρα καί νά τά διοχετεύσουμε τόσο στό γενετήσιο σύστημα δσο καί στό σύστημα έξιδανίκευσης, διεισδύουμε — παρακινούμενοι άπό θεραπευτική άνάγκη καί μέ τή βοήθεια τής άνάλυσης του χαρακτήρα — στό κεντρικό στοιχείο τής λειτουργίας τής ήδονής.
“Ας συνοψίσουμε τά κύρια χαρακτηριστικά τού μαζοχιστικού χαρακτήρα. Τ’ άνακαλύπτουμε μεμονωμένα σ’ όλους τούς νευρωτικούς χαρακτήρες καί δέν έμφανίζονται συνολικά σά μαζοχιστικός χαρακτήρας προτού νά συγκλίνουν καί νά προσδιορίσουν καθοριστικά τό βασικό τόνο τής προσωπικότητας καί τίς τυπικές της άντι- δράσεις. Ένα τυπικό μαζοχιστικό γνώρισμα τού χαρακτήρα είναι ένα χρόνιο ύποκειμενικό αΓσθημα όδύνης, πού έκδηλώνεται άντικει- μενικά κι έμφανίζεται ειδικά σά μιά τάση νά παραπονιέσαι. Πρόσθετα χαρακτηριστικά τού μαζοχιστικού χαρακτήρα είναι οί χρόνιες τάσεις αύτοβασανισμοΰ κι αύτοταπείνωσης («ήθικός μαζοχισμός») κι ένα έντονο πάθος βασανισμού άλλων, άπ’ τό όποιο ό μαζοχιστής δέν ύποφέρει λιγότερο άπ’ δτι τό άντικείμενό του. Σ’ όλους τούς μαζοχιστές είναι κοινή μιά άδέζια, άστατη συμπεριφορά, πού κυριαρχεί ιδιαίτερα στούς ιδιότυπους τρόπους τους καί στη σχέση τους μέ τούς άλλους άνθρώπους. Σέ μερικές περιπτώσεις, αύτά τά χαρακτηριστικά μπορεί νά πάρουν τό χαρακτήρα ψευδο-άνοιας. Μερικές φορές έμφανίζονται κι άλλα γνωρίσματα τοϋ χαρακτήρα, άλλά δέν προκαλούν καμιά σημαντική άλλαγή στήν όλη είκόνα.
Έκεΐνο πού έχει σημασία είναι δτι, σέ μερικές περιπτώσεις, αύτό τό χαρακτηρονευρωτικό σύνδρομο έμφανίζεται άνοιχτά, ένώ σέ άλλες περιπτώσεις κρύβεται κάτω άπό μιά άπατηλή έμφάνιση.
“Οπως συμβαίνει καί μέ κάθε άλλη στάση τοϋ χαρακτήρα, ή μαζοχιστική στάση άντανακλαται 6χι μόνο στή συμπεριφορά άπέ- ναντι σ* ένα άντικείμενό, άλλά έπίσης μέσα στόν έσωτερικό κόσμο τού ίδιου τοϋ μαζοχιστή. Οί στάσεις πού άρχικά κατευθύνονταν πρός τά άντικείμενα, διατηρούνται έπίσης (κι αύτό είναι συχνά σημαντικό) καί πρός τά ένδοβαλμένα άντικείμενα, πρός τό ύπερε- γώ. Εκείνο πού ήταν άρχικά έξωτερικό κι ύστερα έσωτερικεύτηκε, πρέπει νά έξωτερικευτεΐ στήν ψυχαναλυτική μεταβίβαση. Στή μεταβίβαση, ή συμπεριφορά τού άσθενή άπέναντι στόν ψυχαναλυτή, έπαναλαμβάνει αύτό πού άποκτήθηκε σέ σχέση μέ τό άντικείμενό, στήν παιδική ήλικία. Άπ’ τήν άποψη τού γενετικού ιστορικού, είναι άσχετο τό δτι, στό μεταξύ, ό ίδιος μηχανισμός λειτουργούσε έπίσης μέσα στό έγώ.
Ό άσθενής, πού θά μελετήσουμε τά βασικά χαρακτηριστικά τής ψυχανάλυσής του, χωρίς νά μπούμε σέ κάθε λεπτομέρεια τής άρρώ- στιας του, άρχισε τή θεραπεία προβάλλοντας τά άκόλουθα παράπονα: ήταν έντελώς άνίκανος γιά έργασία καί κοινωνικά άπαθής άπ’ τά 16 του χρόνια. Στή σεξουαλική σφαίρα παρουσίαζε μιά σοβαρή μαζοχιστική διαστροφή. Δεν είχε ποτέ Ενδιαφερθεί νά Εχει σεξουαλική Επαφή μέ κορίτσια, άλλά αύνανιζόταν τή νύχτα γιά ώρες, μέ τόν τρόπο πού χαρακτηρίζει τή δομή τής προγενετήσιας λίμπιντο. Κυλιόταν μέ τό στομάχι του καί ζουλούσε τό πέος του, Ενώ φανταζόταν δτι Ενας άντρας ή μιά γυναίκα τόν χτυπούσε μ’ Ενα μαστίγιο. Κοντολογής, δέν αύνανιζόταν μέ τόν φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή, διεγείροντας τό πέος μέ κανονική τριβή, άλλά μαλάζοντάς το, σφίγγοντάς το άνάμεσα στούς μηρούς του, τρίβοντάς το άνάμεσα στίς παλάμες του κλπ. Όταν ίνιωθε δτι κόντευε νά έκσπερματώσει, συγκρατιόταν καί περίμενε νά ύποχωρήσει ή διέγερση, προκειμένου μετά νά ξαναρχίσει. Αύνανιζόταν -μ’ αύτό τόν τρόπο κάθε νύχτα, συχνά καί τή μέρα, ώσπου τελικά, όλότελα Εξαντλημένος, άφηνε τόν έαυτό του νά Εκσπερματώσει καί τότε τό σπέρμα δέν έκτοξευό- ταν ρυθμικά, άλλά άπλως Ερεε. Μετά Ενιωθε τσακισμένος, ύπερβο- λικά κουρασμένος, άνίκανος νά κάνει τό παραμικρό, όξύθυμος, «μαζοχιστικός», βασανισμένος. ‘Ιδιαίτερα δύσκολο γι’ αύτόν ήταν νά σηκωθεί τό πρωί άπ’ τό κρεβάτι. Παρόλο τό αίσθημα Ενοχής πού τόν κυρίευε, δέν ήταν Ικανός νά ύπερνικήσει αύτό τό «χουζούρεμα». ‘Αργότερα περίγραψε τό δλο πράγμα σάν «μαζοχιστικό τέλμα». ‘Οσο περισσότερο Εξεγειρόταν Ενάντια σ* αύτό, τόσο λιγότερο κατάφερνε ν’ άπαλλαγεί άπ’ αύτή τή «μαζοχιστική διάθεση» καί τόσο περισσότερο βυθιζόταν μέσα σ’ αύτό τό τέλμα. Είχε αύτό τό είδος τής σεξουαλικής Εμπειρίας χρόνια πρίν άρχίσει νά ψυχαναλύεται. Τ’ άποτελέσματα τής Εμπειρίας αύτής πάνω στήν προσωπικότη τα καί τή συναισθηματική του ζωή ύπήρξαν όλέθρια.
Ή πρώτη έντύπωση πού είχα γι* αύτόν ήταν ή εικόνα ένός άνθρωπου πού δέν μπορούσε καλά – καλά νά σταθεί στά πόδια του, άκόμα κι fiv κατανάλωνε δλη του τήν ένέργεια. Ή άλήθεια είναι δτι κατέβαλλε ισχυρή προσπάθεια γιά νά φανεί καλοαναθρεμμένος καί ήρεμος, είχε εύγενικούς τρόπους καί μιλούσε γιά τά σχέδιά του· ήθέλε νά γίνει μαθηματικός. Στήν ψυχανάλυση, αύτή ή φιλοδοξία άποδείχθηκε μιά περίπλοκα έπεξεργασμένη αύταπάτη, στήν όποία φανταζόταν τόν έαυτό του νά περιπλανιέται χρόνια άτέλειωτα μέσα στά δάση τής Γερμανίας, έπινοώντας Ενα μαθηματικό σύστημα πού θά μπορούσε νά ύπολογίσει καί ν’ άλλάξει όλόκληρο τόν κόσμο.
Αύτός ό έξωτερικός φλοιός της προσωπικότητάς του έξασθένισε πολύ σύντομα στή διάρκεια τής ψυχανάλυσης, καθώς κατάφερα νά τού έξηγήσω ότι χρησίμευε σάν άναπλήρωση γιά τό αίσθημα τής τέλειας μηδαμινότητας πού είχε, ένα αίσθημα στενά συνδεδεμένο κι άναπαραγόμενο συνεχώς άπ* τό γεγονός ότι βίωσε τόν αύνανισμό σάν κάτι «βρώμικο» καί «σιχαμένο». Άπ’ τήν παιδική του ήλικία καί μετά, ό «μαθηματικός», νοούμενος σάν ό άγνός, άσεξουαλικός άνθρωπος, είχε άναλάβει τή λειτουργία νά καλύψει τό «σιχαμένο άνθρωπο». Δέν είναι ούσιαστικό γιά τή συζήτησή μας τό ότι ό άσθε- νής έμφάνιζε όλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας προϊούσας σχιζοφρένειας ήβηφρενικού τύπου. Τό μόνο σημαντικό, έδω, είναι ότι τά «καθαρά» μαθηματικά είχαν άναλάβει τή λειτουργία νά σηκώσουν ένα τοίχο στό «βρώμικο» αίσθημα πού ένιωθε γιά τόν έαυτό του, τό όποιο πήγαζε άπ’ τόν πρωκτικό τύπο αύνανισμού.
Μέ τήν έγκατάλειψη τής άσεξουαλικής του συμπεριφοράς, ή μαζοχιστική τάση έμφανίστηκε σ’ όλο της τό μέγεθος. Κάθε συνεδρία άρχιζε μ* ένα παράπονο, πού τό άκολουθοϋσαν καθαρά παιδιάστικες προκλήσεις μαζοχιστικής μορφής. “Αν τού ζητούσα νά μού δώσει συμπληρωματικά στοιχεία ή μιά πιό άκριβή διατύπωση μιας πληροφορίας του, έπιχειρούσε νά γελοιοποιήσει τίς προσπάθειές μου φωνάζοντας: «Όχι, δέ θά τό κάνω! Όχι, δέ θά τό κάνω!». Σέ σχέση μ’ αύτό άποκαλύφθηκε ότι, άνάμεσα στά 4 καί τά 5 του χρόνια, είχε περάσει άπό μιά φάση βίαιου πείσματος, πού συνοδευόταν άπό κρίσεις όπου ξεφώνιζε καί χτυπούσε τά πόδια του. Τό πιό άσή- μαντο γεγονός ήταν άρκετό γιά νά προκαλέσει έκείνες τίς «κρίσεις κραυγών» πού, όπως είπε, έφερναν τούς γονείς του σέ άπόγνωση, άπελπισία κι όργή. Τέτοιες κρίσεις μπορούσαν νά κρατήσουν μέρες, μέχρι σημείου τέλειας έξάντλησης. ‘Αργότερα μπόρεσε κι ό ίδιος νά προσδιορίσει αύτή τήν περίοδο τού πείσματος σάν πρόδρομο τού πραγματικού μαζοχισμού. Οί πρώτες του φαντασιώσεις ότι τόν χτυπούσαν, έμφανίστηκαν δταν ήταν περίπου 7 χρονών. Προτού πλαγιάσει όχι μόνο φανταζόταν ότι κάποιος τόν ξάπλωνε στά γόνατά του καί τόν χτυπούσε, άλλά πήγαινε συχνά καί στήν τουαλέττα, κλείδωνε τήν πόρτα καί προσπαθούσε νά αύτομαστιγωθεί. Ένα έπεισόδιο άπ’ όταν ήταν 3 χρονών, πού δέν άποκαλύφθηκε πρίν άπ’ τό δεύτερο χρόνο τής ψυχανάλυσής του, μπόρεσε ν’ άναγνωριστεϊ σάν τραυματικό. Έπαιζε στόν κήπο καί — άπ’ ότι φάνηκε ξεκάθαρα άπ* τήν όλη κατάσταση — λερώθηκε. Επειδή ύπήρχαν έπισκέπτες,
ό βαριά ψυχασθενής, σαδιστής πατέρας του έκνευρίστηκε πολύ, τόν πήρε μέσα στό σπίτι καί τόν ξάπλωσε σ’ ένα κρεβάτι. Αμέσως τό παιδί γύρισε μπρούμητα καί περίμενε τά χτυπήματα μέ μεγάλη περιέργεια, πού ήταν άνάμικτη μέ άγχος. Ό πατέρας του τοΰ τίς έβρεξε γιά τά καλά, άλλά τό άγόρι ένιωσε ένα αΓσθημα Ανακούφισης — μιά τυπική μαζοχιστική έμπειρία, πού είχε γιά πρώτη του φορά.
Μήπως τά χτυπήματα τοΰ είχαν προσφέρει ήδονή; Ή ψυχανάλυση Απόδειξε ξεκάθαρα δτι είχε τότε φοβηθεί γιά μεγαλύτερο κακό. Είχε γυρίσει μπρούμητα τόσο γρήγορα, γιά νά προστατέψει τά γεννητικά του όργανα άπ’ τόν πατέρα του.” Επομένως δέχθηκε τά χτυπήματα στά πισινά του μέ μιά τρομερή αΓσθηση άνακούφι- σης· ήταν σχετικά άβλαβές σέ σύγκριση μέ τόν τραυματισμό πού περίμενε νά ύποστεΐ τό πέος του. Οί φόβοι του, έπομένως, καθησυχάστηκαν.
Αύτός ό βασικός μαζοχιστικός μηχανισμός πρέπει νά γίνει ξεκάθαρα κατανοητός προκειμένου νά καταλάβουμε τό μαζοχισμό σά σύνολο. Άλλά έμεΐς προσδοκούσαμε στήν πορεία τής άνάλυ- σης, γιατί αύτός ό μηχανισμός δέν έγινε ξεκάθαρος παρά μόνο μετά άπό δυό χρόνια ψυχανάλυσης. Μέχρι τότε, ή θεραπεία διεξαγόταν μέ βάση τήν προσπάθεια, πού άρχικά ύπήρξε Αποτυχημένη, νά δαμαστούν οί μαζοχιστικές άντιδράσεις πείσματος τοΰ Ασθενούς.
Περιγράφοντας τόν τρόπο μέ τόν όποιο αύνανιζόταν στά μεταγενέστερα χρόνια, ό άσθενής συνήθως έλεγε: «ΤΗταν σά νά έστριβα Από Ανάσκελα μπρούμητα μέ βίδες». Στήν άρχή νόμιζα δτι αύτό ύποδήλωνε μιά φαλλική σεξουαλικότητα· άργότερα μόνο κατάλαβα δτι άπεικόνιζε μιάν Αμυντική κίνηση. Τό πέος έπρεπε νά προστατευτεί· ήταν καλύτερα νά δεχτεί χτυπήματα στά πισινά, παρά νά ύποστεΐ κάποιο τραυματισμό στό πέος! Αύτός ό βασικός μηχανισμός καθόριζε έπίσης καί τό ρόλο τής φαντασίωσης δτι τόν χτυπούσαν. Έκεΐνο πού ήταν άρχικά ένας φόβος τιμωρίας, έγινε άργότερα ή μαζοχιστική έπιθυμία. Μέ Αλλα λόγια, ή μαζοχιστική φαντασίωση δτι τόν χτυπούσαν, ήταν μιά άναμονή μιας πολύ αύστηρότερης τιμωρίας. Ή
διατύπωση τοΰ Αλεξάντερ ότι ή σεξουαλική ήδονή άναμένεται μέσα άπ’ τήν Ικανοποίηση της Ανάγκης γιά τιμωρία, θά πρέπει έπίσης νά ξαναερμηνευτεϊ μέ βάση αύτό τό φως. Δέν τιμωρεί κανείς τόν έαυτό του γιά νά καταπραΰνει ή νά «δωροδοκήσει» τό ύπερεγώ του, προκειμένου, ύστερα, ν’ άπολαύσει μιά Απαλλαγμένη άπό άγχος ήδονή. Ό μαζοχιστής προσεγγίζει τήν ήδονική δραστηριότητα δπως και κάθε άλλο πρόσωπο, άλλά έπεμβαίνει ό φόβος τής τιμωρίας. Ή μαζοχιστική αύτοτιμωρία δέν εΓναι ή έκτέλεση της άναμενόμενης μέ φόβο τιμωρίας, άλλά μάλλον ή έκτέλεση μιας πιό ήπιας, ύποκατάστατης τιμωρίας. Επομένως Αντιπροσωπεύει ένα ειδικό είδος άμυνας ένάντια στήν τιμωρία καί τό άγχος. Ή παθητική – θηλυπρεπής ύποταγή στό πρόσωπο πού τιμωρεί, πού άποτελεΐ τυπικό χαρακτηριστικό τοΰ μαζοχιστικού χαρακτήρα, θά πρέπει έπίσης νά γίνει κατανοητή μέσα σ’ αύτό τό πλαίσιο. Ό άσθενής μας έστρεφε κάποτε τά πισινά του γιά νά δεχτεί, δπως Ελεγε, τά χτυπήματα· στήν πραγματικότητα, αύτή ή έπιθυμία νά τόν χτυπήσουν ήταν ή έπιθυμία νά δοθεΐσά γυναίκα (πράγμα πού έναρμονίζεται τέλεια μέ τή φροϋδική έρμηνεία τής παθητικής φαντασίωσης ξυλοδαρμού σάν ύποκατάστατου μιας παθητικής – θηλυπρεποΰς έπιθυ- μίας). Ό μή μαζοχιστικός παθητικός – θηλυπρεπής χαρακτήρας έκπληρώνει αύτή τή λειτουργία τής άποτροπής τοΰ κινδύνου εύνουχισμοΰ, διαμέσου της καθαρά πρωκτικής παράδοσης. Δέ χρειάζεται καθόλου τή μαζοχιστική ίδέα ή τή φαντασίωση δη τόν δέρνουν, γιά νά τόν βοηθήσει ν’ άποτρέψει τό άγχος.
Αύτή ή συζήτηση μας όδηγεΐ κατευθείαν στό έρώτημα, άν μπορεί νά έπιδιώκει κανείς τή δυσαρέσκεια. Θέλουμε, δμως, ν* Αναβάλλουμε τήν άπάντηση αύτού τοΰ έρωτήματος, γιά νά έδραιώσουμε πρώτα τίς βάσεις του μέσα Απ* τήν ψυχανάλυση τοΰ μαζοχιστή.
Στόν άσθενή μας, έπαναδραστηριοποιήθηκε, στη διάρκεια τής ψυχαναλυτικής θεραπείας, μιά περίοδος νηπιακής μοχθηρίας, μ* ένα όλότελα άνεμπόδιστο κι Απροκάλυπτο τρόπο. Ή φάση της Ανάλυσης των κρίσεων ούρλιάσματος κράτησε κάπου 6 μήνες, άλλά κατόρθωσε, έπίσης, νά έξαλείψει όλότελα αύτό τόν τρόπο Αντίδρασης. Άπό τότε δέν ξαναεμφανίστηκε μ’ αύτή τή νηπιακή μορφή. Στήν Αρχή, δέν ήταν εύκολο νά κάνουμε τόν άσθενή νά έπαναδρα- στηριοποιήσει τίς έκδηλώσεις μοχθηρίας τής παιδικής του ήλικίας. Προσποιούμενος τό μαθηματικό, άμυνότανένάντια σ* αύτό· στό κά- το) – κάτω ένας εύγενής, μιά μαθηματική μεγαλοφυΓα, δέν 6κανε τέτοια πράγματα. Κι δμως δέν ύπήρχε τρόπος νά τ* άποφύγει. Γιά νά μπορέσει νά ξεσκεπαστεί καί νά Εξαλειφθεί αύτό τό στρώμα τοΰ χαρακτήρα, πού χρησίμευε σάν άμυνα ένάντια στό άγχος, 0ά Επρεπε πρώτα νά Επαναδραστηριοποιηθεϊ τέλεια. Όταν ό άσθενής κατέφυγε στό «Όχι, δέ θά τό κάνω! Όχι, δέ θά τό κάνω!», προσπάθησα άρχικά νά τό έρμηνεύσω, άλλά οί προσπάθειές μου άγνοήθηκαν όλότελα. Έτσι άρχισα νά μιμοΰμαι τόν άσθενή, δηλαδή, συνόδευα κάθε Ερμηνεία τής συμπεριφοράς του μ’ Ενα «Όχι, δέ θά τό κάνω!». *Ηταν ή Γδια ή είδική ψυχαναλυτική κατάσταση πού μέ παρακίνησε νά υΙοθετήσω αύτό τό μέτρο. Δέ θά μπορούσα νά προχωρήσω τόσο πολύ μαζί του, μ* όποιοδήποτε άλλο τρόπο, δπως κατάφερα τελικά μ1 αύτόν. Μιά φορά άντέδρασε μέ άκούσια κλωτσήσματα στίς συνεχείς μου προσπάθειες νά γελοιοποιήσω τήν άντίδρασή του. ‘Εκμεταλλεύτηκα τήν εύκαιρία καί τοΰ είπα ν* άφήσει τόν Εαυτό του τελείως Ελεύθερο. Στήν άρχή, δέν καταλάβαινε πώς μποροΰσε νά τοΰ ζητήσει κανείς νά κάνει Ενα τέτοιο πράγμα. Στό τέλος δμως, Επιστρατεύοντας δλο καί περισσότερο θάρρος, άρχισε νά στριφογυρίζει πάνω στό στρώμα, ξεσπώντας σέ συγκινησιακά φορτισμένες κραυγές άπείθειας καί βγάζοντας άναρθρους ζωώδικους ήχους. Μιά Ιδιαίτερα ίσχυρή κρίση Εμφανίστηκε δταν τοΰ είπα δτι ύπεράσπιζε τόν πατέρα του άπλώς γιά ν’ άποκρύψει τό άπέραντο μίσος πού Ενιωθε γι’ αύτόν. Ούτε δίστασα νά τοΰ πω δτι ύπήρχε Ενας όρισμέ- νος βαθμός λογικής δικαιολόγησης στό μίσος του. Τώρα οί πράξεις του άρχισαν νά παίρνουν Ενα τρομακτικό χαρακτήρα. Μούγγριζε τόσο φοβερά ώστε οί γείτονες τρομοκρατήθηκαν. Δέν μπορούσαμε νά Επιτρέψουμε σ* αύτό νά μάς Ενοχλήσει, γιατί ξέραμε δτι αύτός ήταν ό μόνος τρόπος γιά νά μπορέσει νά ξαναβιώσει τήν παιδική του νεύρωση, συγκινησιακά κι όλοκληρωτικά — κι δχι άπλώς σάν άνάμνηση. Ξανά καί ξανά, αύτή ή άναπαράσταση τόν Εκανε ΐκανό νά Εχει μιάν Ενόραση στή συμπεριφορά του. ‘Αντιπροσώπευε μιά πολύ μεγάλη τψόκληση άπίναντι στους ένήλικους καί, διαμέσου τής μεταβίβασης, άπέναντι σέ μένα. Άλλά γιατί προκαλούσε;
“Αλλοι μαζοχιστές άσθενεΐς, προκαλοΰν τόν ψυχαναλυτή μέ τήν τυπική μαζοχιστική σιωπή. Ό άσθενής μου τό Εκανε μέ τή μορφή τής νηπιακής μοχθηρίας. Μοΰ πήρε άρκετό καιρό γιά νά τόν κάνω νά καταλάβει αύτό πού γιά μένα ήταν ξεκάθαρο άπό πολύ νωρίς, δηλαδή, δτι αύτές οί προκλήσεις ήταν άπόπειρες γιά νά γίνω αύστη- ρός καί νά όδηγηθώ στήν παραφορά. ‘Αλλ* αύτό ήταν άπλώς τό έπι- φανειακό νόημα της συμπεριφοράς του. *Ηταν Αναγκαίο νά προχωρήσουμε βαθύτερα. Αύτό δμως σπάνια γίνεται γιατί πιάνεται κανείς Απ’ τήν άποψη δτι ό μαζοχιστής έπιδιώκει τήν τιμωρία σάν τέτοια, σάν μιά ίκανοποίηση ένός αίσβήματος ένοχής μέ κινητήρια δύναμη καί τό πεδίο δράσης ένός ένστίκτου. Αύτή ή άποψη θεωρείται γενικά σά μιά έξήγηση τοΰ βαθύτερου νοήματος τής μαζοχιστικής πρόκλησης. Στήν πραγματικότητα, δέν πρόκειται καθόλου γιά Ενα θέμα τιμωρίας, άλλά γιά νά κατακρίνει τόν ψυχαναλυτή ή τό πρώτυπό του, τόν πατέρα, νά τόν κάνει νά ένεργήσει μ* 6να τρόπο πού θά πρόσφερε μιά όρθολογική βάση στήν έπίκριση: «Κοίτα πόσο άσχημα μοΰ φέρεσαι». Αύτή ή πρόκληση Απέναντι στόν ψυχαναλυτή είναι πάντα μιά άπ’ τίς βασικές δυσκολίες πού Αντιμετωπίζει ή ψυχανάλυση ένός μαζοχιστικού χαρακτήρα. “Αν δέν κατανοηθεί ό βαθύτερος της σκοπός, δέν μπορεί νά γίνει καμιά πρόοδος.
Πρέπει νά ύπάρχει κάποιο νόημα στό γεγονός δτι ό μαζοχιστής προκαλεί τόν ψυχαναλυτή, προκειμένου ύστερα νά τόν κατακρίνει. Αύτό τό νόημα είναι: «Είσαι Ενας παλιάνθρωπος, δέν μ’ άγαπάς, Αντίθετα μέ μεταχειρίζεσαι φοβερά – δικαιολογημένα σέ μισώ». Αύτή ή δικαίωση τοΰ μίσους κι ή έξαφάνιση τοΰ αίσβήματος ένοχης διαμέσου τοΰ μηχανισμού αύτοΰ, Αποτελούν Απλώς μιά ένδιάμεση διαδικασία. Τό βασικό πρόβλημα τοΰ μαζοχιστικού χαρακτήρα δέν είναι τό αίσθημα ένοχης ή ή Ανάγκη του γιά τιμωρία, παρόλο πού καί τά δυό Αποτελούν παράγοντες στήν κάθε περίπτωση. “Αν τό αίσθημα ένοχής κι ή Ανάγκη γιά τιμωρία νοοΰνται σάν έκδηλώσεις ένός βιολογικού ένστίκτου τοΰ θανάτου, τότε, είναι Αλήθεια, πώς θά πρέπει νά θεωρηθεί σάν τελική έξήγηση ή Αποκάλυψη αύτής τής έκλογίκευσης τοΰ μίσους κι ή πρόκληση Απέναντι στό Αντικείμενο. ‘Αφού δέ συμμεριζόμαστε αύτή τήν άποψη, θά πρέπει νά συνεχίσουμε νά ρωτάμε γιατί ό μαζοχιστής προσπαθεί νά κατακρίνει τό Αντικείμενό του;
Γενετικά κι Ιστορικά, πίσω άπ’ αύτή τήν π^κληση κρύβεται μιά βαθιά άτιογοήτευοη στήν άγάπη. Ό μαζοχιστής λατρεύει Ιδιαίτερα νά προκαλεί έκεϊνα τ’ άντικείμενα πού τοΰ προκάλεσαν κάποια Απογοήτευση. “Αρχικά, Αγαπούσε Εντονα αύτά τά Αντικείμενα, Αλλά μετά είτε βιώθηκε μιά πραγματική Απογοήτευση ή δέν Ικανοποιήθηκε Αρκετά ή Αγάπη πού άπαιτοΰσε τό παιδί. Μπορούμε ήδη νά σημειώσουμε δτι μιά Ισχυρή άνάγκη γιά Αγάπη συμβαδίζει μέ τίς πραγματικές άπογοητεύσεις πού βιώθηκαν Απ’ τό μαζοχιστικό χαρακτήρα. Αύτη ή άνάγκη Αποκλείει μιά πραγματική Ικανοποίηση κι Εχει μιά ειδική έσωτερική πηγή, πού θά έξετάσουμε άργότερα.
Καθώς περνούσε ό καιρός κι ό άβθενής κατάλαβε ότι δέν μπορούσε νά μέ όδηγήσει στήν παραφορά, ή συμπεριφορά του παράμεινε ή Ιδια, άλλά ή πρόθεση του Αλλαξε. Τώρα, ήταν φανερό ότι άρχιζε ν’ άπολαμβάνει τό γεγονός ότι άφηνόταν στήν ψυχανάλυση. Ή πρόκληση του δγι*ε Ενα έμπόδιο, γιατί κατανάλωνε όλη την ώρα μέ παιδιάστικα κλωτσήματα καί ούρλιαχτά. Τώρα ήτανε δυνατό νά τοϋ δείξω ότι, άρχικά, ή πρόκλησή του πραγματοποιούσε τό σημαντικό δευτερογενή στόχο τοΟ νά έξετάσει ώς ποιό σημείο θά μπορούσε νά άφεθεΐ, δηλαδή, πόσα πολλά θά άνεχόμουνα προτού άποσύρω την άγάπη καί τήν προσοχή μου καί προχωρήσω στήν έπιβολή τιμωρίας. Είχε πείσει τόν έαυτό του ότι δέν ύπήρχε λόγος νά φοβάται — θά μπορούσε νά συνεχίσει όσο τόν εύχαριστεΐ, δίχως νά τιμωρηθεί. Συμπεριφερόμενος συνεχώς μ1 Εναν άγενή τρόπο, έξουδετέ- ρωσε τό φόβο τής τιμωρίας πού Ανάβλυζε σταθερά· Επομένως, τό νά ‘ναι Ικανός ήταν μιά πηγή ήδονής. Δέν είχε καμιά σχέση μέ μιά έπιθυμία νά τιμωρηθεί. Παρόλο πού άφιέρωσα είδική προσοχή, δέν βρήκα καμιά άπόδαξη μιΑς τέτοιας έπιθυμίας.
Παράλληλα, όμως, μ’ αύτη τή συμπεριφορά του, ύπήρχαν συνεχή παράπονα γιά τή φοβερή του κατάσταση, γιά τό τέλμα άπ’ τό όποΐο δέν μπορούσε ν’ άπελευθερωθεϊ (κι άπ* τό όποΐο δέν τόν βοηθούσα νά βγεϊ). Ό τρόπος πού αύνανιζόταν συνεχιζόταν Αμετάβλητος καί τού δημιουργούσε καθημερινά έκείνη τή διάθεση «άπέ- χθαας» πού έκτονβνόταν τακτικά μέ παράπονα, δηλαδή, μεταμφιεσμένες κατηγορίες. Άλλά ήταν άδύνατο νά γίνει συγκεκριμένη ψυχαναλυτική δοϋλαά. *Ηταν άδιανόητο ν’ άπαγορεύσω τίς πράξεις μοχθηρίας του* τό νά τό κάνω θά ήταν σάν νά ριψοκινδύνευα όλόκληρη τή μελλοντική έπιτυχία τής θεραπείας. Έτσι, άρχισα νά τού καθρεφτίζω τή συμπεριφορά του. “Οταν άνοιγα τήν πόρτα γιά νά μπεϊ μέσα, στεκόταν άπέξω μ’ Ενα σκυθρωπό, παραμορφωμένο άπ* τόν πόνο, ζαρωμένο πρόσωπο, τή μικρογραφία ένός συνόλου Αθλιότητας. “Αρχισα νά μιμούμαι τήν έξωτερική του συμπεριφορά. Τού μίλησα μέ τή δική του παιδιάστικη γλώσσα κι έπίσης ξάπλωνα στό πάτωμα καί κλοτσούσα καί ούρλιαζα μέ τόν Ιδιο τρόπο πού τό Εκανε κι αύτός. Στήν άρχή Εμενε κατάπληκτος, κάποτε όμως ξέσπασε σ* Ενα αύθόρμητο γέλιο, Εντελώς ώριμο, Εντελώς μή νευρωτικό. Τό ρήγμα είχε πραγματοποιηθεί, άλλά μόνον προσωρινά. Έπανέλα- βα αύτές τις διαδικασίες ώσπου Αρχισε ν* Αναλύει κι ό Ιδιος. Τώρα μπορούσαμε νά συνεχίσουμε.
Ποιό ήταν τό νόημα της πρόκλησης; *Ηταν ό τρόπος μέ τόν όποιο ζητούσε άγάπη, Ενας τρόπος Ιδιαίτερος γιά δλους τούς μαζοχιστικούς χαρακτήρες. Χρειαζόταν Αποδείξεις άγάπης γιά νά μειώσει τήν Εσωτερική του Ενταση καί άγχος. Αύτή ή άπαίτηση γιά άγάπη Εξαρτιόταν άμεσα άπ’ τό βαθμό τής Εντασης πού γεννούσε ό μή Ικανοποιητικός τρόπος πού αύνανιζόταν. Όσο πιό «άπεχθής» Ενιωθε, τόσο πιό Εντονα Εκδήλωνε τό μαζοχισμό στή συμπεριφορά του, δηλαδή, τόσο πιό Επιτακτική γινόταν ή άπαΐτησή του γι’ άγάπη, πού Επιδίωκε νά Εκπληρώσει μέ κάθε δυνατό μέσο. *Αλλά γιατί αύτή ή άπαίτηση γι* άγάπη Εμφανιζόταν μ* αύτό τόν ϋμμνσο, καλυμμένο τρόπο; Γιατί άμυνόταν τόσο Επίμονα Ενάντια σέ κάθε Ερμηνεία της Εξάρτησής του;
Τά παράπονά του Εδειχναν τήν άκόλουθη στρωματοποίηση άναφορικά μέ τό νόημά τους, πού Αντιστοιχούσε στή γένεση τοΰ μαζοχισμού του: «Κοίτα πόσο άθλιος είμαι — άγάπα με!». «Δέ μ* άγαπάς άρκετά — είσαι κακός μαζί μου!». «Πρέπει νά μ’ άγαπάς, θά σ* άναγκάσω νά μ’ άγαπάς. “Αν δέ μ’ άγαπάς, θά σέ κάνω νά θυμώσεις!·.
Τό μαζοχιστικό πάθος γιά μαρτύρια, τά παράπονα, ή πρόκληση καί ή όδύνη μπορούν νά Εξηγηθούν, άπ’ τήν άποψη τοΰ νοήματός τους — θά Εξετάσουμε τή δυναμική τους άργότερα — μέ βάση τή φανταστική ή πραγματική μή Εκπλήρωση μιάς ποσοστικά ύπέρμε- τρης άπαίτησης γιά άγάπη. Αύτός 6 μηχανισμός είναι συγκεκριμένος γιά τό μαζοχιστικό χαρακτήρα. Δέν βρίσκεται σέ καμιά άλλη μορφή νεύρωσης* άν Εμφανίζεται μέ άλλες μορφές, ύπάρχει Επίσης στό χαρακτήρα καί τό άντίστοιχο μαζοχιστικό χαρακτηριστικό.
Ποιό είναι τό νόημα τής ύπέρμετρης άπαίτησης γι* άγάπη; Πληροφορίες γι* αύτό μας προσφέρονται άπ’ τήν άνάλυση τής τφοδιάθεσης στό άγχος, πού άνακαλύπτεται πάντοτε στούς μαζοχιστικούς χαρακτήρες. ‘Υπάρχει μιά άμεση συσχέτιση άνάμεσα στή μαζοχιστική στάση καί στή ν άπαίτηση γι’ άγάπη άπ’ τή μιά μεριά καί στή δυσάρεστη Ενταση καί τήν προδιάθεση στό άγχος (ή τόν κίνδυνο άπώλειας τής άγάπης) άπ* τήν άλλη. Τό πρώτο δέν είναι άντίθετο μέ τήν προδιάθεση στό άγχος σάν πηγή μαζοχιστικής Αντίδρασης, γιατί, ξανά, Αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό τοΰ μαζοχιστικού χαρακτήρα τό νά Ελέγχει τήν άπειλή τοΰ άγχους μέ τήν άπαίτηση γι’ άγάπη. Όπως άκριβώς τό παράπονο άντιπροσωπεύει μιά καλυμμένη άπαίτηση γι’ άγάπη κι ή πρόκληση μιά άπεγνωσμέ- νη προσπάθεια άπόσπασης άγάπης, ή συνολική διαμόρφωση τοϋ μαζοχιστικού χαρακτήρα άντιπροσωπεύει μιά άκαρπη προσπάθεια άπαλλαγής άπ’ τό άγχος καί τή δυσαρέσκεια. Είναι άκαρπη έπειδή, όσο σκληρά κι άν προσπαθήσει, δέν άπαλλάσσεται ποτέ άπ’ τήν έσωτερική ένταση πού άπειλεΐ συνεχώς νά μεταβληθεί σέ άγχος. Έτσι, τό αίσθημα τής όδύνης Αντιστοιχεί σ’ ένα συγκεκριμένο γεγονός, δηλαδή, τή συνεχώς έντεινόμενη έσωτερική διέγερση καί προδιάθεση στό άγχος. Θά καταλάβουμε καλύτερα αύτή τήν κατάσταση όταν τή συγκρίνουμε μέ τό συναισθηματικό μπλοκάρισμα τοϋ ψυχαναγκαστικού νευρωτικού χαρακτήρα. Έδω ή δέσμευση τού άγχους έχει γίνει μέ άπόλυτη έπιτυχία, μέ τήν άπώλεια τής ψυχικής κινητικότητας. Άλλά ή έσωτερική ένταση καταναλώνεται τελείως άπό ένα χαρακτηρολογικό μηχανισμό πού λειτουργεί καλά. Δέν ύπάρχει καμιά άνησυχία. ‘Οταν ύπάρχει, ή άνησυχία άποτελεΐ μιά βλάβη ή, πιό σωστά, μιά άδυναμία έξισορρόπισης άπό μέρους τής θωράκισης τοϋ χαρακτήρα.
Ό μαζοχιστικός χαρακτήρας προσπαθεί νά συνδέσει τήν έσωτερική του ένταση καί τήν άπειλή τοϋ άγχους μέ μιά Ανεπαρκή μέθοδο, δηλαδή έπιδιώκει τήν Αγάπη μέσα άπ’ τήν πρόκληση καί τήν απείθεια. Φυσικά, ύπάρχει ένας είδικός λόγος γι’ αύτό, δηλαδή, ό τρόπος αύτός νά έκφράζει τήν άπαίτηση γι’ άγάπη είναι είδικός γιά τόν μαζοχιστικό χαρακτήρα. Δέν πετυχαίνει, γιατί ή άπείθεια κι ή πρόκληση κατευθύνονται πρός τό πρόσωπο πού άγαπάει κι άπ’ τό όποιο άπαιτεΐ άγάπη. Μ’ αύτό τόν τρόπο, ό φόβος άπώλειας τής άγάπης καί τής προσοχής αύξάνεται, όπως άκριβώς τό αίσθημα ένοχης άπ’ τό όποΐο θέλει ν* άπαλλαγεΐ κανείς, δέν μειώνεται άλλά άντίθετα έντείνεται, γιατί στήν πραγματικότητα τό άγαπημένο πρόσωπο βασανίζεται. Αύτό έξηγεΐ τήν έξαιρετικά Ιδιόμορφη συμπεριφορά τοϋ μαζοχιστή, πού έμπλέκεται όλο καί περισσότερο στήν κατάσταση τοϋ πόνου, όσο πιό έντονα προσπαθεί νά ξεφύγει άπ’ αύτή. Δέ θά μπορούσε νά ‘ταν διαφορετικά, γιατί αύτές οί προσπάθειες δέσμευσης τοϋ άγχους μέσα στό χαρακτήρα είναι έκ των προτέρων .καταδικασμένες.
Βρίσκουμε αύτές τίς στάσεις, μεμονωμένα, καί σέ άλλους χαρακτήρες- σχετίζονται, όμως, είδικά μέ τό μαζοχιστικό χαρακτήρα μόνο δταν Εμφανίζονται μαζί. Τί προκαλεί ένα τέτοιο συνδυασμό στάσεων;
Μιλήσαμε ώς τώρα γιά τήν ύπέρμετμη Απαίτηση Αγάπης άπό μέρους τοΰ μαζοχιστικού χαρακτήρα, θά πρέπει τώρα νά προσθέσουμε ότι αύτή ή Απαίτηση Αγάπης βασίζεται σ’ Ενα φόβο να’ τόν έγκα- ταλείψουν μόνο του, πού βιώθηκε έντονα στήν πολύ πρώιμη παιδική ήλικία. Ό μαζοχιστικός χαρακτήρας δέν μπορεί ν’ Ανεχθεί τή μοναξιά περισσότερο άπ* δσο μπορεί ν’ Ανεχθεί τήν πιθανότητα Απώλειας μιάς σχέσης Αγάπης. Τό γεγονός δτι οί μαζοχιστικοί χαρακτήρες είναι τόσο συχνά μόνοι, μπόρα ν’ Αποδοθεί στήν έπιτυχία ένός δευτερογενή μηχανισμού πού έμπεριέχεται στή στάση: «Κοίτα πόσο δυστυχισμένος, μόνος κι έγκαταλειμμένος είμαι». Μιά φορά, ένώ συζητούσαμε τή σχέση του μέ τή μητέρα του, ό Ασθενής μας Αναφώνησε ύπερβολικά έρεθισμένος: «Τό νά σέ έγκαταλείψουν μόνο σου σημαίνει νά είσαι νεκρός — ή ζωή μου Εχει τερματιστεί». Έχω Ακούσει συχνά αύτό τό αίσθημα νά έκφράζεται κι Από άλλους μαζοχιστικούς χαρακτήρες, Απλώς μέ διαφορετική φρασεολογία. Ό μαζοχιστικός χαρακτήρας δέν μπορεί ν’ Ανεχθεί τήν Απώλεια ένός Αντικειμένου (μαζοχιστική προσκόλληση στό Αντικείμενο τής Αγάπης) περισσότερο Απ’ δσο μπορεί νά τό Απογυμνώσει Απ’ τόν προστατευτικό του ρόλο. Δέν μπορεί ν’ Ανεχθεί τήν άπώλεια τής έπα- φής. “Οταν συμβαίνει αύτό, θά προσπαθήσει νά τήν θεμελιώσει ξανά μέ τό δικό του άνεπαρκή τρόπο, δηλαδή» έπιδιώκοντας τή συμπάθεια μέσα άπό τήν άθλιότητά του. Πολλοί τέτοιοι χαρακτήρες είναι ύπερβολικά έπιρρεπεΐς στό αίσθημα δτι είναι μόνοι κι έγκαταλαμ- μένοι στόν κόσμο. Δέ βλέπουμε τό λόγο νά έρμηνεύσουμε αύτό τό αίσθημα μέ τήν έννοια πού δίνει ό Ράνκ γιά τό άγχος μήτρας, άκόμα κι δ ν Αποτελεί μιά συνηθισμένη στάση. Τό γεγονός είναι δτι Ανακαλύπτουμε σέ κάθε μαζοχιστή, είτε είναι μαζοχιστικός Αποκλειστικά μέ τήν ήθικολογική Εννοια ή μέ τήν καθαρά έρωτογενή, μιά είδικά έρωτογενή βάση γι’ αύτό τό αίσθημα. Λέγοντας αύτό, δμως, προτρέχουμε στή συζήτηση γιά τή σεξουαλική δομή τοΰ μαζοχιστή, πού θά Ακολουθήσει.
Τό γεγονός δτι ό έρωτισμός τοϋ δέρματος παίζει έναν είδικό ρόλο στούς μαζοχιστές, είναι γνωστό Απ’ τά έργα πολλών ψυχαναλυτών συγγραφέων (τοϋ Σάτζερ, τοΰ Φέντερν κι άλλων). Αύτοί δμως, προσπάθησαν νά θεωρήσουν τόν έρωτισμό τοΰ δέρματος σάν άμεση βάση της μαζοχιστικής διαστροφής, ένώ ή Ανάλυση δείχνει δτι τό δέρμα δέχεται αύτό τόν είδικό ρόλο μ’ ένα Αρκετά πολύπλοκο κι έμμεσο τρόπο, δηλαδή, μόνο δταν συμπίπτουν διάφορα στοιχεία Απογοήτευσης. Μόνο ό φόβος νά σέ έγκαταλείψουνε μόνο βασίζεται Αμεσα στό φόβο πού προκύπτει δταν χάνεται ή έπαφή μέ τό δέρμα τού Αγαπημένου προσώπου. Άς Αρχίσουμε Αναζητώντας τό σύνδρομο, πού σχετίζεται μέ τήν έπιδερμίδα, στούς έρωτσγενας μαζοχιστές. ‘Ανακαλύπτουμε πάντοτε, μέ τή μιά μορφή ή τήν Αλλη, μιά ώθηση γιά δραστηριότητα στήν όποία συμμετέχει ή έπιδερμίδα ή, τουλάχιστον, Αντίστοιχες φαντασιώσεις: τσιμπήματα, τρίψιμο μέ βούρτσες, μαστίγωμα, δέσιμο — ότιδήποτε κάνει τήν έπιδερμίδα νά αίμορραγεί. Οί γλουτοί παίζουν έδω ένα σημαντικό ρόλο, Αλλά μόνο μέ τόν έμμεσο τρόπο τής πρωκτικής καθήλωσης. Σ* αύτές τίς προσπάθειες είναι κοινή ή έπιθυμία νά νιώσεις τή ζ/έστη τής έπιδερμΐδας — ή Αρχική πρόθεση δέν είναι μιά έπιθυμία γιά πόνο. Ό στόχος τού μαστιγώματος δέν είναι νά προκαλέσει πόνο- μάλλον, ό πόνος ύπομένεται γιά χάρη τής «κάψας». Ή ψυχρότητα Απ’ τήν Αλλη μεριά, έχει ένα Απωθητικό Αποτέλεσμα. Μερικοί μαζοχιστές φτάνουν στό σημείο νά έχουν φαντασιώσεις πώς ή έπιδερμίδα τους καίγεται. Τό «χουζούρεμα στό κρεβάτι» τοΰ Ασθενή μας, μπόρα έπίσης ν’ Αναζητηθεί σ’ αύτό, δηλαδή, στήν Ικανοποίηση μιΑς έπιθυμίας γιά ζεστασιά τής έπιδερμίδας.
Μέ βάση τή φυσιολογία τοΰ Αγχους, ή συστολή τών περιφερειακών Αγγείων αύξάνει τό Αγχος (ώχρότητα στήν περίπτωση τοΰ φόβου, αίσθηση κρύου σέ μιά Αγχώδη κατάσταση, ρίγη προκαλούμενα Απ’ τό φόβο κλπ.). Άπ* τήν Αλλη μεριά, ή αίσθηση τής ζεστής έπιδερμίδας, πού δημιουργείται Απ’ τήν πιό έντονη ροή τού αίματος μέσα Από τά περιφερειακά Αγγεία, είναι ένα είδικό γνώρισμα τής ήδονής. Άπό τήν Αποψη τής φυσιολογίας, ή έσωτερική ένταση καθορίζεται Απ’ τόν περιορισμό τής ροής τού αίματος.
Ή έντονη ροή τοΰ αίματος στήν περίπτωση τοΰ σώματος, Απ’ τήν Αλλη μεριά, Ανακουφίζει τήν έσωτερική ένταση καί, έπομένως, τή φυσιολογική βάση τοΰ Αγχους. Άπ* τή σκοπιά τής φυσιολογίας, τό Αποτέλεσμα τής έξαφάνισης τού φόβου πού έχει ό όργασμός, στηρίζεται, βασικά, πάνω σ* αύτή τή διεργασία, πού Αντιπροσωπεύει μιά Αξιόλογη μεταβολή στήν κυκλοφορία τοΰ αίματος μέ διαστολή τών περιφερειακών Αγγείων κι έκφόρτιση τής έντασης στό κέντρο (Αγγεία τών σπλάχνων).
Δέν είναι εύκολο νά καταλάβουμε γιατί ή σωματική έπαφή μέ τό Αγαπημένο πρόσωπο έχει σάν Αποτέλεσμα τήν έξαφάνιση τοΰ άγχους. Κατά πάσα πιθανότητα, αύτό μπορεί νά έξηγηθεί άπ* τό γεγονός δτι, φυσιολογικά, ή ζεστασιά τοΰ σώματος μέ τήν παραπάνω έννοια κι ή έ ν νεύρωση (Σ.τ.Μ. Ή έπάνδρωση μέ νεύρα ένός συστήματος) τής περιφέρειας τοΰ σώματος στήν Αναμονή τής μητρικής προστασίας, διαλύουν ή τουλάχιστον, Ανακουφίζουν τήν έσωτερική Ενταση.10 Μιά σφαιρική συζήτηση αύτών των γεγονότων θ’ Ακολουθήσει Αργότερα.
Γιά τό σκοπό τής τωρινής μας Ερευνας, είναι Αρκετό δτι ή περιφερειακή Αγγειοδιαστολή, πού Ανακουφίζει τήν έσωτερική Ενταση καί τό άγχος, Αντιπροσωπεύει τήν έρωτογενή βάση τοΰ μαζοχιστικού χαρακτήρα. “Η μεταγενέστερη προσπάθειά του ν* άποφύγει τήν άπώλεια της έπαφής, είναι άπλώς ή ψυχική άναπαραγωγή μιας φυσιολογικής διαδικασίας έννεύρωσης. Τό νά σ* έγκαταλείψουν μόνο στό ν κόσμο σημαίνει νά ‘σαι παγωμένος κι άπροστάτευτος, δηλαδή, μιά Αφόρητη κατάσταση Εντασης.
Σε σχέση μ’ αύτό θά μπορούσε νά γεννηθεί τό έρώτημα άναφο- ρικά μέ τό ρόλο πού Επαιζε ή στοματική καθήλωση στό μαζοχιστή. Μέ βάση τά δσα ξέρουμε ώς τώρα, δέν μποροΰμε νά τής άποδώσου- με καμιά είδική σημασία. Είναι, δμως, πάντοτε παρούσα σ’ Ενα σημαντικό βαθμό, δπως συμβαίνει καί σ’ δλους τούς χαρακτήρες πού Εχουν προγενετήσιες καθηλώσεις. Δέν μπορεί νά ύπάρξει καμιά Αμφιβολία δτι οί στοματικές Απαιτήσεις συνεισφέρουν σημαντικά στήν άπληστία των μαζοχιστικών άπαιτήσεων γι’ άγάπη. ‘Αλλά ή στοματική άπληστία στό μαζοχισμό είναι μάλλον τό παλινδρομικό άποτέλεσμα μιας πρώιμης άπογοήτευσης άπ’ τό άντικείμενο τής Αγάπης, πού Ακολουθείται άπό τό φόβο έγκατάλειψης, παρά μιά πρωτογενής αίτια τής μαζοχιστικής άπαίτησης γι* άγάπη.
* Αρκετές περιπτώσεις άποκάλυψαν ξεκάθαρα δτι ή ύπέρμετρη Ανάγκη γΓ άγάπη πήγαζε άπό μιά διαφορετική πηγή. *Εδώ, ό φόβος νά σέ έγκαταλείψουν μόνο μπορούσε ν’ άναζητηθεΐ στή φάση έκεί- νη τής άνάπτυξης δπου οί βίαιες Επιθετικές στάσεις κι ή άρχόμενη νηπιακή σεξουαλική περιέργεια, άντίθετα πρός τίς στοματικές καί πρωκτικές παρορμήσεις, συναντούσαν αύστηρές ματαιώσεις άπό μέρους τοΰ άγαπημένου γονιού ή κηδεμόνα. Ό τεράστιος φόβος τιμωρίας πού έμποδίζει τό πέρασμα στή γενετησιότητα, είναι τό άμεσο άποτέλεσμα αύτής τής άντίφασης άνάμεσα σέ σεξουαλικές παρορμήσεις πού δχι μόνο δέν άποδοκιμάζονται άλλά άκόμα κι Ενθαρρύνονται καί σ* Εκείνες πού άπειλούνται μέ αύστηρή τιμωρία. Επιτρεπόταν στόν άσθενή μας νά τρώει δσο ήθελε· στήν πραγματικότητα, τόν Ενθάρρυναν νά τρώει. Μπορούσε νά κοιμάται στό ίδιο κρεβάτι μέ τή μητέρα του, νά τήν άγκαλιάζει, νά τή χαϊδεύει κλπ. Επίσης φρόντιζαν μέ άφοσίωση γιά τις έντερικές του λειτουργίες. Όταν, δμως, άρχισε νά διερευνάει παραπέρα δυνατότητες σεξουαλικής Ικανοποίησης, νά Ενδιαφέρεται γιά τά γεννητικά δργανα τής μητέρας του, νά θέλει νά τήν άγγίζει κτλ., βίωσε τότε δλη τήν αύστηρότητα τής γονεϊκής Εξουσίας.
Στό βαθμό πού οί στοματικές άπαιτήσεις συντελούν στό μαζοχισμό, Εξηγούν τή διάθεση κατάθλιψης, δπως συμβαίνει καί στίς άλλες μορφές νεύρωσης. Μέ βάση τά δσα ξέρουμε ώς τώρα, ό ειδικός συνδυασμός τοΰ Ερωτισμού τής Επιδερμίδας, τοΰ πρωκτισμοΰ καί τοΰ φόβου νά σ’ Εγκαταλείψουν μόνο, πού Επιδιώκει νά διαλυθεί μέσα άπό τή σωματική Επαφή, χαρακτηρίζει είδικά τό μαζοχισμό.
Αύτή ή Ερωτογενής προδιάθεση είναι μιά άπ’ τίς βασικές αΙτίες τής ύπέρμετρης άπαίτησης γι’ άγάπη, πού Εχει τήν είδική άπόχρω- ση τοΰ «ζέστανε με» (=«προστάτεψέ με»). Τό «χτύπα με» είναι μιά Εκφραση τής Ιδιας προσπάθειας, άλλά ή μορφή της Εχει ήδη άλλά- ξει. Φαίνεται δτι ό μαζοχιστικός χαρακτήρας δέν είχε πάρει άρκετή άγάπη καί, γι’ αύτό τό λόγο, είχε άναπτύξει μιά τόσο Εντονη άπαί- τηση γι’ άγάπη. Αύτό (σχύει ώς Ενα δριο. ‘Αλλά θά πρέπει Επίσης νά Εχουμε ύπόψη μας δτι πέρασε καί Εντονες ματαιώσεις άγάπης. Πραγματικά, αύτό είναι συχνά γέννημα Ενός ύπερβολικοΰ παρα- χαϊδέματος. Αύτή ή ύπερβολική άπαίτηση γι’ άγάπη, μέ τή σειρά της, είναι κι ή ίδια τό άποτέλεσμα τοΰ μιάσματος πού άποτελεΐ άνα- πόσπαστο μέρος τοΰ πατριαρχικού Εκπαιδευτικού συστήματος. Ό μαζοχιστικός χαρακτήρας είναι κάτι περισσότερο άπό μιά προδιάθεση στόν πρωκτικό ή Επιδερμικό Ερωτισμό· είναι, μάλλον, τό άποτέλεσμα ένός είδικοΰ συνδυασμού έξωτερικών Επιδράσεων πού Εξασκούνται πάνω στήν Ερωτογενή εύαισθησία τής Επιδερμίδας καί πάνω σ’ όλόκληρο τό σεξουαλικό μηχανισμό.
Αύτός ό συνδυασμός έπιδράσεων καθορίζει είδικά τό μαζοχιστικό χαρακτήρα. Μόνο άφοΰ γνωρίσουμε αύτές τίς Επιδράσεις μπορούμε νά καταλάβουμε τά άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μαζοχιστή.
Comments are closed.