Η Ελισάβετ έμενε σε άλλη γειτονιά, αλλά τη γνωρίζαμε καλά. Όλη η πόλη την ήξερε. Μόλις σχολάγαμε, άρπαζε την τσάντα της και έτρεχε στο σπίτι όπου την περίμενε ο πατέρας της, να πάνε για δουλειά. Στηνόντουσαν στο πιο κεντρικό σημείο της οδού Ανεξαρτησίας μέχρι να βραδιάσει… Ο πατέρας της Ελισάβετ ήταν λαχειοπώλης. Τυφλός… Μένανε οι δυο τους στο νοίκι, η μαμά της είχε φύγει στην Αθήνα με κάποιο στρατιωτικό, που τον ερωτεύτηκε σφόδρα ξαφνικά και ποτέ δεν έδωσε σημεία ζωής…
Ο κόσμος, λίγο πολύ γνώριζε την ιστορία τους και προτιμούσε να αγοράζει από αυτούς λαχεία. Κρατώντας και τη σχολική τσάντα μαζί της, η Ελισάβετ έκανε τα μαθήματά της, μέσα στην πλατεία Διοικητηρίου. “Τέλειωσες την Άλγεβρα;… Τώρα θα κάνεις την καλλιγραφία σου;…” Την βοήθαγε με τον τρόπο του, νιώθοντας άπειρες ενοχές, και για το γεγονός ότι τον είχε εγκαταλείψει η γυναίκα του, αφήνοντας την κόρη τους έτσι άμοιρη, αλλά και για την ταλαιπωρία της Ελισάβετ, να πουλά λαχεία μέσα στους αέρηδες και το χιονιά, την υγρασία και τους καύσωνες. Κι όμως δεν παραμελούσε τα μαθήματά της. Άριστη και ευφυής, έγινε γιατρός, όπως ήταν το όνειρο που είχε σκαρώσει ανάμεσα στις δέσμες των λαχείων…
Ωστόσο, ο πατέρας της δεν πρόλαβε να την καμαρώσει γιατρίνα… Ένα κρύο κι ανεμοδαρμένο δείλι μιας παγερής Πέμπτης, κοντά στα Χριστούγεννα, εκεί στο πόστο τους, ένιωσε ένα πόνο στην καρδιά του και έπεσε στο πεζοδρόμιο. Μέχρι να ειδοποιηθεί το ασθενοφόρο και να διακομιστεί στο νοσοκομείο, είχε τελειώσει η άχαρη ζωή του. Τα σκόρπια χαρτάκια που κύλησαν κάτω σαν φύλλα απομεινάρια του φθινοπώρου μέσα στην καρδιά του Δεκέμβρη, αλλάζοντας υφή πάνω στην υγρή άσφαλτο, έστειλαν το μήνυμα ότι έσβησε εκείνη η φωνή, “Λαχεία, πάρτε τα τυχερά λαχεία, η τύχη σας είναι εδώ…”
Η δική του τύχη ήταν εκεί στην άσφαλτο, που ο ίδιος ποτέ δε γνώρισε το γκρίζο της χρώμα, δίπλα στην Ελισάβετ του τη λατρεμένη του, που κανείς δεν ήξερε αν είδε καμιά φορά το γαλαζοπράσινο των ματιών της, το ίδιο με εκείνο που είχαν τα λαχεία…
Στις πρώτες βοήθειες, ανάμεσα στους λυγμούς και στις λιποθυμίες της Ελισάβετ, οι νοσοκόμοι άρπαξαν κάμποσα λαχεία, που θα κληρώνονταν τις επόμενες μέρες και άφηναν μεγάλα ποσά, λόγω των εορτών. Κάποιος γιατρός το μυρίστηκε και τους ζήτησε να τα επιστρέψουν αμέσως στο κορίτσι, αλλιώς θα καλούσε την αστυνομία. Τα μάζεψε όλα ως το ένα και της τα παρέδωσε. “Ξέρεις παιδί μου, είναι κι ένα λαχείο της περασμένης εβδομάδας, που κέρδιζε τρεις χιλιάδες λίρες. Μάλλον δεν το είχατε δει φαίνεται. Θυμάμαι καλά τον αριθμό γιατί στην κλήρωση αυτή παρά τρίχα να κέρδιζα εγώ αυτό το ποσόν. Μπορώ να το κρατήσω και να σου δώσω τα μετρητά, να μην τρέχεις εσύ να το εξαργυρώνεις…” Της μέτρησε τα λεφτά, της έδωσε όλα τα λαχεία μαζί με τον νεκρό πατέρα της και δεν την ξανάδε πια…
Την βοήθησαν κάποιοι συγγενείς και έβγαλε το σχολείο, οι τρεις χιλιάδες λίρες ήταν μια πολύ καλή μαγιά για να φτιαχτεί μια ζωή ενός κοριτσιού εντελώς μόνου, αλλά παρέα με ένα όνειρο κάτω από το μαξιλάρι… Πέρασε στην Ιατρική Αθηνών και σπούδασε με κρατική υποτροφία. Όταν έκανε ειδικότητα στο νοσοκομείο Λευκωσίας, γνώρισε ένα γιατρό, που της άρεσε η συντροφιά του, καθώς έβρισκε ότι είχαν κοινό ένα συστατικό που παράγει η καλή καρδιά. Δεν είχαν όμως και την ίδια μοίρα… Εκείνος ήταν από γνωστή οικογένεια της Λεμεσού, με πατέρα μεγαλογιατρό και με περιουσία που ούτε ο ίδιος μπορούσε να μετρήσει…
Μια μέρα τους έφεραν έναν εμφραγματία… Ήταν ένας λαχειοπώλης… Έκαναν αμέσως θρομβόλυση για την αποκατάσταση της ροής του αίματος στην υπεύθυνη αρτηρία. Προχώρησαν σβέλτα ώστε να τον σώσουν. Ο γιατρός τότε θυμήθηκε μια ιστορία με κάποιον άλλο λαχειοπώλη πριν πολλά χρόνια. Ήταν τυφλός και πουλούσε λαχεία μαζί με το κοριτσάκι του, για να μην τον κλέβουν. Όπως είπε, στις πρώτες βοήθειες τότε ήταν γιατρός ο πατέρας του, ο οποίος αντιλήφθηκε την κατάσταση και έσπευσε πρόθυμα να συνεισφέρει. “Και είπε στο κορίτσι ότι τάχα ένα λαχείο κέρδιζε τρεις χιλιάδες λίρες. Βρήκε τρόπο να τη βοηθήσει, γιατί κι εμείς είχαμε χάσει τη μητέρα μας και ο μπαμπάς μου ήξερε από πόνο. Της τα έδωσε χωρίς ποτέ κανείς να μάθει την αλήθεια…”
Μετά από μια σιωπή, σαν κενό ανάμεσα σε παραγράφους, εκείνος πρόσθεσε: “Ήταν φιλάνθρωπος ο πατέρας μου και βοηθούσε πολύ κόσμο που δεν είχε λεφτά”.
Μας έλεγε ότι στη ζωή, άλλοι ταξιδεύουν με νηνεμία και άλλοι με φουρτούνα… Και ότι ακόμα και στην πιο ακούνητη άπνοια, μπορεί να σε πιάσει μια ξαφνική βροχοθύελλα… Γι’ αυτό να συμπονούμε τους ανθρώπους που κουβαλούν βαρύ σακί στους ώμους τους…”
Η Ελισάβετ μάζεψε με το δάχτυλο τα δάκρυα από το μάγουλο της λέγοντας:
“Πολύ συγκινητική ιστορία…”