Η πρώτη ηλιαχτίδα έφυγε σαν πρόθυμο βέλος από την κορυφή του ήλιου που μόλις ξεπρόβαλε. Ήταν τόσο γρήγορη που δεν πρόβαλε να δει καλά καλά του πρόποδες του βουνού που την κράταγε ως τώρα. Πέρασε βιαστικά τους κάμπους, τα σχήματα στην γη, μικρές γραμμές οι δρόμοι, κουκίδες τα σπίτια. Έσκισε τον κρυστάλλινο ουρανό, γέλασε με τα σκοτάδια από κάτω της. Όλο όμως πλησίαζε η Γη τόσο γρήγορα…
Η δροσοσταλίδα είχε πια θεριέψει. Παρά τον καλό ανοιξιάτικο καιρό, το βράδυ η υγρασία μαζευότανε εδώ κι εκεί. Σαν το φάντασμα μιας θάλασσας που έφτανε κάποτε ως εδώ. Για κάθε άστρο της ξάστερης νύχτας και μια σταγόνα στο χώμα από κάτω της. Μακρινοί όμως οι γαλαξίες, αδύναμο το φως, μαύρο το νερό μέσα στο σκοτάδι. Η δροσοστάλα όμως δεν ήταν πια ίδια. Απαλά, όπως μόνο το πιο μιρό και έξω στο αέναο μπορεί να έρθει μια ανεπαίσθητη αλλαγή. Ο κόσμος ολάκερος ήταν ελάχιστα πιο φωτεινός. Αλλά που να το’ξερε. Γη, θάλασσα και ουρανός αλληλοκαθρεφτίζονται ατελείωτα μέχρι τον Θεό του καθενός μας.
Δεν χτύπησε λοιπόν σε σκληρά σκοτάδια η ηλιαχτίδα, άλλαζε μόνο μορφή για να γίνει ένα με την σταγόνα. Έτρεξε σε κάθε διάδρομο του νερού, έχτισε χίλια ουράνια τόξα κι όταν τέλειωσε φώτισε ασημένια. Όμοια λες μετο άστρο που την γέννησε. Τα αδέλφια σμίξανε, το σύμπαν έγνεψε και η στάλα έπεσε στη Γη.
Το βλασταράκι τινάχτηκε ξαλαφρωμενο. Ήταν τόσο τρυφερό που’χε λυγίσει προς τα κάτω κι ούτε που το’χε καταλάβει μες τον ύπνο του. Έμεινε για λίγο χουζουρεύοντας στην πρωινή δροσιά χωρίς να ανοιχτεί. Ο ουρανός από την μια μουντός, στην μέση αληθινό γαλάζιο και από την άλλη σα γάλα με δυο σταγόνες αίμα, μια βελουδένια απόχρωση κάτι μου ψυθίριζε. Από ώρα γαύγιζαν από μακριά σκυλιά, κοκόρια λαλούσαν, άρχισε η βοή του δρόμου και όλα τα πουλιά τραγουδούσαν δυνατά. Αλλά ούτε αυτά έβγαιναν από την θαλπωρή της φωλιάς τους ακόμα.
Αργά, αργά δυνάμωναν όλα. Το καθετί στο σύμπαν μου έβλεπε όνειρο στην τελευταία στιγμή του ύπνου του και έμενε ακίνητο τις πρώτες στιγμές πριν από την νέα μέρα χωρίς να σκέφτεται, σε μια τελευταία ασυνείδητη προσπάθεια να μείνει σε επαφή με το Άλλο. Η στιγμή όμως αυτή είναι η πιο σύντομη που γίνεται να υπάρξει.
Χιλιάδες βέλη φωτός ακολούθησαν το πρώτο ακαριαία και τύλιξαν το φυλλαράκι. Η σταγόνα που έπεσε στη γη ακούμπησε μαζί με άλλες πάνω στις ρίζες του δέντρου, ανέβηκαν απ’τον κόρμο κι έσμιξε πάλι νερό και φως αυτή την φορά με το χώμα. Όχι ασημένια και διάφανη αυτή η ένωση όπως στον αέρα αλλά πράσινη, ολοζώντανη και φρέσκια. Το βλασταράκι σαν να είχε μεγαλώσει λίγο, σα να τέλειωνε ο χεμώνας του γυμνού δέντρου.
Έβγαλα το κράνος, άφησα το όπλο κι έπεσα στα γόνατα. Τα μάτια καρφωμένα στον πύρινο θεό. Νηστεία από τους ανθρώπους μου δυο μήνες τώρα. Εκκλησία μου ο ουράνιος θόλος. Μια ηλιαχτίδα το άγιο Φως μου. Σμίγει με το νερό, τον αέρα και τη Γη και όλα τώρα βάφονται κόκκινα καθώς ακουμπάνε την ψυχή μου.
Ανάσταση.