Κάθισα και έκανα τσιγάρο σε ένα σπασμένο τοιχάκι στην άκρη του σύμπαντος κοιτάζοντας με δέος τον χαμό. Τον χαμό του απόλυτου “τίποτα”. Το τίποτα του απόλυτου κενού. Το κενό του απόλυτου άδειου δοχείου. Και κοιτάζοντας ώρα ανακάλυψα με τρόμο ότι καθόμουν στην άκρη μιας ανθρώπινης ψυχής… της δικής μου ψυχής. Σάστισα, εκεί κάπου, κάπου εκεί στην άκρη του δειλινού σε αυτό το σημείο του ασημένιου, σταχτογαλάζιου φωτός που γίνεται η μαγεία αληθινή. Πιο αληθινή από ποτέ. Κάπου εκεί σε γνώρισα.
Σε είδα σε άπειρα σπείρες της άπειρης σπείρας να γεννιέσαι και να πεθαίνεις ξανά και ξανά και ξανά σε τόσο σύμπαντα, σε τόσους κόσμους, και κάθε φορά στη θάλασσα δίπλα να γεννιέσαι. Κάθε φορά να γίνεσαι νερό και στην θάλασσα να επιστρέφεις. Γιατί αυτή ήσουν εσύ – η θάλασσα. Η θάλασσα που έμενε να γεμίσει το μέσα μου. Το είναι μου. Τον άδειο μου χαμό. Τον κενό αμφορέα της ίδιας μου της ψυχής.
Άπλωσα το χέρι μου και τίναξα από επάνω μου την χρυσόσκονη του χρόνου και την έβλεπα να πέφτει στο μαύρο χαρυβδώδες χάος της ψυχής μου που είχε ρουφήξει την θάλασσα σου. Καθώς έπεφταν οι αστραφτερές νυφάδες έκαιγαν, έκαιγαν και έπεφταν ζεστές και καυτές δίπλα στο ανάλαφρο, κατάλευκο κύμα που άρχιζε να σχηματίζεται και να τα δροσίζει, και να τα υγραίνει, να τα αγκαλιάζει. Χαμογέλασα, και απόλαυσα το δημιούργημα μου. Η σκόνη του χρόνου σε συνδυασμό με το χάος της ψυχής μου και της θάλασσας της ζωής σου δημιούργησαν, μάτια μου, την πρώτη παραλία του σύμπαντος μου.
Ξάπλωσα στην παραλία ανάμεσα στην ζεστή άμμο και την δροσερή θάλασσα που αιωρούνταν στο απόλυτο σκοτάδι και το απόλυτο κενό στην ημιαπόλυτη σιωπή – μια σιωπή που την έσπαγε μονάχα το κύμα.
Ελεύθερος μέσα στο δημιούργημα μας – στο πάντρεμα του χάους, του χρόνου, της ψυχής και της ζωής – ξάπλωσα γυμνός, όπως άλλωστε κάνουν οι θεοί, και πήρα την πρώτη μου ανάσα. Πήρα την πρώτη ανάσα, θαλασσινή ανάσα του κόσμου μας μάτια μου. Γέμισα βαθιά τα πνευμόνια μου και σφύριξα το πρώτο τραγούδι – ένα τραγούδι ερωτικό, ένα τραγούδι παντοτινό, ένα τραγούδι που θα αντηχούσε δυνατά κόντρα στο χωροχρόνο: το πρώτο τραγούδι ήταν για τον έρωτα της Γης για την Θάλασσα. Αυτού, που θα περίμενε, για πολλές αιωνιότητες, κάθε φορά να τον φιλήσει για μια φορά ακόμη – και αυτής, που όσο και αν τον έδιωχνε μακριά αυτός, εκεί, θα την φιλούσε.
Και το τραγούδι μου γέννησε τον χορό σου και ο χορός σου με την σειρά του γέννησε δυο σώματα και αυτά τα δύο σώματα, μάτια μου, ήταν τα δικά μας. Εμείς ήμασταν, μάτια μου. Το καταλαβαίνεις; Εμείς ήμασταν το κέντρο του σύμπαντος μας, μάτια μου. Το κέντρο του σύμπαντος μας, μάτια μου, ήμασταν εμείς.
Εμείς.
Κουραστικό πράγμα η Δημιουργία, είπαμε σχεδόν συγχρόνως. Μα σκέψου όμως, σου είπα, πόση ενέργεια σπαταλήσαμε τόσα χρόνια στη Καταστροφή. Και έτσι χαρούμενοι, ικανοποιημένοι, και αγκαλιαστοί πέσαμε να κοιμηθούμε μαζί μέχρι το πρωί.