Κρίση, κρίση! Χάλια παιδιά. Δεν έχω να φάω. Βέβαια έχω δυο διαμερίσματα στο κέντρο αλλά άσε, δεν νοικιάζονται εύκολα, είναι και τα χαράτσια. Ε, ναι, μένω σε ιδιόκτητο σπίτι βέβαια. Και η γυναίκα μου έχει ακόμα την θέση στο Δημόσιο αλλά τι να λέμε τώρα; Της έχουν κόψει τον μισθό στην μέση.
Κάπως έτσι παραμένουν γεμάτες οι καφετέριες και η τιμή του καφέ σε επίπεδα που τρομάζουν. Κρίση, ξεκρίση, κρίση μπαρμπούτσαλα.
“Μα υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν!” Πράγματι. Και άνεργοι πολλοί και απελπισμένοι πολλοί. Πριν λίγα χρόνια έγραφα για την κρίση και τους ΝεοΈλληνες με όρους ψυχολογίας. Άρνηση. Κλινικά συμπτώματα αυτά που βλέπω γύρω μου, σαν να βγήκαν από το εγχειρίδιο. Αλλά όσο περνάει ο καιρός, πιο πολύ μου έρχεται κατά νου το βιβλίο “The structure of morale” του MacCurdy. (Μπορείτε να το κατεβάσετε ολόκληρο από εδώ.) Σε αυτό προσπαθεί να εξηγήσει γιατί οι Λονδρέζοι δεν φρίκαραν από τους βομβαρδισμούς στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλοι περίμεναν να γίνει χαμός. Είχαν φτιάξει τεράστια ψυχιατρεία για να βοηθήσουν τους χιλιάδες ανθρώπους που νόμιζαν ότι θα πάθουν λαλά από τις βόμβες.
Ένα εκατομμύριο σπίτια έπαθαν ζημιές, χιλιάδες Λονδρέζοι πέθαναν, αλλά η πόλη δεν έχασε ρυθμό. Οι σκηνές που περιγράφονται είναι δε εντυπωσιακές. Βόμβες να σφυράνε και γεμάτες παιδικές χαρές, άνθρωποι να δουλεύουν κανονικά… πως έγινε αυτό;
Είναι απλό. Αν σου έρθει η βόμβα και πεθάνεις, τέλειωσε. Δεν μιλάς, δεν επηρεάζεις κανέναν. Οι ελάχιστοι που είναι πολύ κοντά στην έκρηξη και την φρίκη του θανάτου σου ίσως επηρεαστούν και χρειαστούν εκείνα τα ψυχιατρεία που παρέμειναν όμως άδεια και μετά από λίγο έκλεισαν. Γιατί κάθε βόμβα που έπεφτε και δεν σε σκότωνε σε έκανε πιο δυνατό. Και όχι απλά δυνατό. Σε έκανε να νομίζεις ότι είσαι ο Σούπερμαν. “Δεν με αγγίζουν εμένα οι βόμβες”.
Έτσι κι εμείς. Δίδυμοι πύργοι. Στην τηλεόραση. Κατάρρευση χρηματιστηρίου. Σχεδόν. Στις ΗΠΑ όμως. Κούρεμα καταθέσεων. Κύπρος. Άλλος πλανήτης. Η βόμβα ακούστηκε αλλά δεν μας τραυμάτισε. Ούτε βλέπουμε κάποιον Κύπριο “πεθαμένο” από το χτύπημα. “Έρχεται η Τρόικα!” Δεν ιδρώνει κανένα αυτί. Υπάρχει μια αόριστη μουντάδα αλλά μέχρι εκεί. Σαν τους ήσυχους δρόμους του Λονδίνου όταν ακουγόταν ο συναγερμός.
Την πρώτη φορά τρέξαμε, την δεύτερη περπατήσαμε. Και τώρα δεν τρέχει τίποτα.