Τη Σου τη γνώρισα ένα απ’ αυτά τα βράδια το λοιπόν στη Μπενίτσα. Καθώς πάγαινα να μπουκάρω στη ντίσκο του φίλου μου του Ανέστη εκείνη έβγαινε με το σταθερό βήμα του βατσιμάνου στο κατάστρωμα του παποριού σε κατάσταση καιρού εννιά μποφόρια και βάλε. Μέτρια στο ανάστημα ήτουνε, μέτρια φατσικώς, μέτρια στην εμφάνιση γενικώς, αλλά με κάτι βύζους… να! Το αδύνατό μου σημείο, εντάξει, το παραδέχομαι! Πυροβολήστε με, ρε. Αμάρτησα! Φόραγε το λοιπόν η εν λόγω Σου, ένα κοντό τσιτάκι που
άφηνε ούλα τα μπούτια όξω, αλλά που αδυνατούσε επίσης να συγκρατήσει το βυζικό γίγνεσθαι εξ’ ολοκλήρου εντός υφάσματος.
– Χάϊ, τση κάνω εγώ με την παροιμιώδη μου ευγένεια.
– Χάϊ δεν θα πει τίποτσι, μου απαντάει εκείνη που σε άλλο «χάϊ» πήγε το θολωμένο τση μυαλό.
– Φέρστ ταϊμ ιν Κόρφου; ρίχνω εγώ την τυπική ατάκα.
– Yes, μου λέει.
– Χάου ντου γιου λάϊκ ιτ; περνάω εγώ στο παρασύνθημα.
– I like it just fine, μου απαντάει και γυρνώντας διακριτικά ρίχνει μια ρουκέτα ξερατό στο πεζοδρόμιο.
– Sorry, μου κάνει. Το φαγητό φταίει… Mouzaka and calamares…
Κι ένα βαρέλι μπόμπα ζύθος, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια!
Κάτω από άλλες συνθήκες θα την είχα κάμει κανονικά, με πλάγια πηδηματάκια, έλα όμως που η αριστερή ρώγα κόντευε να μου βγάλει το μάτι!
– Μήπως ένας περίπατος σου κάνει καλό…, πρότεινα εγώ ιπποτικά.
– Αν δεν είναι μακριά εντάξει, είπε. Γιατί αν είναι μακριά σε γλέπω να με
κουβαλάς…
Κοιτάζω γύρω…Τίγκα ο ντουνιάς… Πού να το πάω το λιώμα τώρα; Στην παραλία;
Αμ θα φτάκει μέχρι εκεί;
– Νο πρόμπλεμ, τση λέω. Να, εδώ παρακάτω… Να σε χτυπήσει ο αέρας τση θάλασσας…
– Μη μου λες για θάλασσα γιατί ανακατώνομαι…, με προειδοποίησε.
Την πήρα λοιπόν προστατευτικά αλά μπρατσέτα, φρόντισα να ανιχνεύσω δια τση αφής και τσου βύζους που περίσσευαν… όλα καλά.
– Μι Σπύρος, αυτοσυστήνομαι.
– Me Sue…
Με τα χίλια ζόρια, σούρνοντας και τραβώντας φτάκαμε καμιά βολά στην παραλία.
Κάμποσα ζευγαράκια κάναν τα δικά τσου στην άμμο, βρήκαμε κι εμείς ένα απάγκιο καθίσαμε. Εγώ δηλαδή κάθισα, η Σου σωριάστηκε ανάσκελα.
– Βέρυ νάϊς, τση λέω δείχνοντας τον σκοτεινό πλην έναστρο ορίζοντα, σαν τέλειος οικοδεσπότης που ήμανε.
– Nice, γρυλίζει η Σου. Nice…
– Μήπως κρυώνεις; ενδιαφέρομαι εγώ δράχνοντας την ευκαιρία να πασπατέψω λίγο τα προσφερόμενα.
– Μεθυσμένη είμαι, δεν είμαι βλαμμένη, ήρθε η απάντηση.
Σε δυο λεφτά ροχάλιζε του καλού καιρού. Τώρα;
Να την αφήκω εκεί στην κατάσταση που βρισκόταν και να επιστρέψω στο γλέντι δεν μου πήγαινε. Κι αν τύχαινε κάνας ανώμαλος σεμνός οικογενειάρχης, απ’ αυτούς που είναι επίτροποι στην ενορία αλλά που ούλο κι έχουν το νου τους να επωφεληθούν από σκοτάδι κι αναμπουμπούλα, και την έβρισκε έτσι, σε αφασία, την άχαρη; Αμαρτία δεν θα ήτουνε; Πάλι, να τη στήσω εκεί και να φυλάω σκοπιά, γερμανικό νούμερο, ζόρι το ‘φερνα. Άναψα τσιγάρο, το σκέφτηκα από ‘δω το σκέφτηκα από κει… Άει σιχτήρ, μια καλή πράξη το εξάμηνο δεν είναι και τίποτσι το φοβερό, το πήρα απόφαση να ξεραθώ κι εγώ παραπλεύρως και βλέποντας και κάνοντας. Και μετά, πού ξέρεις, μπορεί να ζωντάνευε τη νύχτα το πτώμα και να εορτάζαμε την επέτειο της Ανεξαρτησίας των Επτανήσων, λίγο ετεροχρονισμένα ίσως αλλά με την πρέπουσα κατάνυξη κι ενθουσιασμό –από μέρους μου τουλάχιστον ήμανε διατεθειμένος.
Το πτώμα όμως είχε άλλα σκέδια και μόνο όταν έσκασε ο καλός θεός το πρώτο φως τση ημέρας έδωκε και πάλι σημεία ζωής. Αυτό το κατάλαβα από τη σκουντιά που έφαγα στα πλευρά.
– Ξύπνα, ξημέρωσε, ήρθε το παράγγελμα.
– Γιατί, θα μοιράσουμε το γάλα; διαμαρτυρήθηκα εγώ, που, ως γνωστόν, το πρωί δεν είμαι και στα πολύ απάνω μου.
– Ποιος είσαι συ; ρώτησε απτόητη η Ιγγλέζα Σου κόβοντάς με υποψιάρικα.
– Δεν είμαι ο Σπύρος;
– Δεν είσαι;
– Είμαι.
– Α, καλά….
Δεν μου ‘δωκε την εντύπωση ότι με θυμήθηκε, αλλά μετά τη χθεσινοβραδινή αφασία
δεν ήτουνε να την παρεξηγείς. Την είδα να ψαχουλεύεται…
– Εσύ με κατούρησες ή μόνη μου τα ‘κανα; ήρθε η αναπάντεχη ερώτηση.
– Εγώ πάντως κοιμόμανε ούλη νύχτα, είπα επιφυλακτικά.
– Α, τότενες μόνη μου θα κατουρήθηκα, συμπέρανε η φιλενάδα. Fucking booze!
Ασκώθηκε και σούρνοντας τα πόδια τση πήγε να μπει στη θάλασσα, έτσι όπως ήτουνε, με τα ρούχα. Σε λίγο μου ξανάρθε στύβοντας το φουστανάκι. Οι βύζοι είχαν καλυφθεί
κι αυτοί δεόντως, αλλά διαγράφονταν θεσπέσια, ένεκα το υγρό στοιχείο επί του υφάσματος. (Τι λέω ο ποέτας!!!)
– Πάμε για καφέ, είπε.
Κοιτάω το ρολόϊ… Πεντέμισι ώρες. Ποιος καφετζής ν’ ανοίξει από το μαύρο χάραμα; Στη Μπενίτσα πάντως κανείς.
– Fucking Greeks! μουρμούρισε η Σου. Ούλο στην ξάπλα και στο πήδημα το έχουν το μυαλό τους κι από δουλειά μηδέν! Και θέλετε κι Ευρώπη, τρομάρα σας!
Μ’ έπιακε το πατριωτικό μου.
– Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, κυρά μου, εσείς ησάστουνε ακόμα σκαρφαλωμένοι στα δέντρα και τρώγατε βελανίδια, είπα ξερά.
– Fuck your Parthenon, Spiros, εγώ θέλω καφέ, ήρθε η αναίσχυντη απάντηση.
Τι να σου κάνω, μωρή κότα, που έχεις ωραία μπαλκόνια, αλλιώς…
Όξω από τη ντίσκο του Ανέστη ήτουνε παρατημένα τα άπειρα κουτάκια μπύρας κι αναψυκτικών. Βρήκα μια κοκακόλα που δεν φαινόταν να είχαν σβήσει γόπες μέσα και τση την έδωκα.
– Είναι ξεθυμασμένη, είπε.
– Αυτό έχει το μαγαζί για την ώρα, απάντησα ξερά ανάβοντας τσιγάρο.
Την κατέβασε μονοκοπανιάς και ρεύτηκε.
– Τσιγάρο;
Τση πρόσφερα.
– Τίποτσι σε χόρτο δεν υπάρχει;
– Κι ο καπνός χορταράκι του θεού είναι, είπα αυστηρά.
Καπνίσαμε χωρίς άλλες κουβέντες καθισμένοι στο πεζούλι. Η Σου ήτουνε σαν το τρίο το καρό ένα πράμα! Με τση μπογιές από τα μάτια να ‘χουν ρετζουλιάσει, με το μαλλί σαν σφουγγαρίστρα, με το χάλι τση το μαύρο… Αλλά οι βύζοι εκεί, απόρθητο φρούριο! Αγγελόκαστρο!
Λέω, πάει στο διάολο, τόσο κουπί για το τίποτσι;… Ας κάνουμε ακόμα μια προσπάθεια κι αν δεν καθίσει, χέστην και πάμε για άλλα.
– Δεν πάμε στο δωμάτιό σου ν’ αλλάξεις που στάζεις νερά; τση προτείνω.
– Ποιο δωμάτιο; μου κάνει απορημένη. Χθες βράδυ ήρθα. Σάματις πρόκαμα να ψάξω για δωμάτιο;
Ωχ!
– Και τα πράματά σου πού τα ‘φηκες, μωρή;
– Στο δωμάτιο τση φίλης μου, τση Τζούντυ.
– Ε, πάμε ν’ αλλάξεις εκεί, πρότεινα με μισή καρδιά, γιατί δεν μας έβλεπα να βολευόμαστε περί το πονηρό κάτω από τέτοιες συνθήκες.
– Σάματις θυμάμαι πού;
– Δεν θυμάσαι!!! κόντεψα να πάθω κόρπο εγώ.
– Σε κάτι ενοικιαζόμενα ήτουνε, αλλά στο σκοτάδι ούλα ίδια φαίνουνταν.
Μπλέξαμε.
– Και τώρα;
– Ε, καλά… Όταν ξυπνήσει η Τζούντυ θα κατεβεί για μπάνιο…
Τόσο άνετα!
Κοίταξα το ρολόϊ μου αμήχανος. Έξι παρά τέταρτο. Πότε θα σηκωνόταν η Τζούντυ να πάει για μπάνιο; Κατά τση πέντε τ’ απόγιομα;
– Τι, βιάζεσαι;
– Όχι, αλλά…
– Πάμε λέω ‘γω να ρίξουμε μια βουτιά και βλέπουμε, μου πρότεινε.
Κι έτσι ξανά-μανά στην παραλία και στη φιλόξενη αγκαλιά τση θάλασσας. Εγώ με το σώβρακο κι η Σου με τα εσώρουχα, γιατί γυρόφερνε ένας πολισμάνος και δεν ήτουνε αυτές ώρες να πάμε μέσα για προσβολή τση δημοσίας αιδούς.
Για να μην τα πολυλογώ το μπάνιο κράτησε κάμποσες ώρες και το μόνο που κατάφερα ήτουνε μερικές επιπόλαιες κρούσεις υποθαλάσσιες, γιατί μέχρι να σπάσει ο πάγος είχαν αρχίσει να καταφθάνουν κι άλλοι λουόμενοι και σε λίγο είχαμε γίνει ούλοι μας μια χαρούμενη οικογένεια.
Τη Τζούντυ την πετύχαμε κατά τση τρεις το μεσημέρι σε μια ταβέρνα όπου τσάκιζε σαλάτες και μπύρες με μια παρέα αγουροξυπνημένων Ιγγλέζων. Καθίσαμε κι εμείς, πλακώθηκε η δικιά μου τση μπύρες, εγώ έκαμα κράτη γιατί ένα κατοστάρικο είχα πάνω μου όλο κι όλο και δεν ήξερα πού θα μ’ έβγαζε αυτή η ιστορία… Περί τη δύση του ηλίου η συντροφιά είχε γίνει λιώμα. Μερικοί πήγαν και σωριάστηκαν κάτω από κάτι ελιές, άλλοι
ξεράθηκαν στην άμμο, εγώ να στύβω το μυαλό μου πώς να ξεμοναχιάσω τη Σου που είχε πιάκει μια ατέλειωτη πάρλα με τη φιλενάδα.
– Δεν πάμε ν’ αλλάξεις; τση σφυρίζω σε μια ανάπαυλα.
– Γιατί; απορεί αυτή. Τώρα που στέγνωξα; Άλλωστε σε λίγο θα πάμε στο μπαρ του
Αποστόλης που προσφέρουν και free drinks.
– Κι άλλα ντρινκς! εξανέστην εγώ.
– Ε, αν δεν πιούμε τση διακοπές, πότε θα πιούμε; ήρθε η απάντηση.
Δεν γινόταν προκοπή!
– Καλά, εγώ λέω να την κάμω σιγά-σιγά…, είπα.
Η Σου δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα.
– No way, Spiros! αναφώνησε και κρεμάστηκε ναζιάρικα στο μυώδες μου μπράτσο.
No way! Δεν σ’ αφήνω εγώ! Θα δεις τι καλά θα περάσουμε….
Αμ δεν το ‘βλεπα; Αλλά λίγο το βυζί που με πίεζε, λίγο που μου ‘ρχόταν αμαρτία μετά από τότση ταλαιπωρία να φύγω άπραγος, έδωκα τόπο στην οργή.
Πήγαμε λοιπόν στου Αποστόλη το κουτούκι, ήπιαν κι εκεί τον Ιορδάνη ποταμό κι όταν ξεμπλέξαμε από κει ήταν βέβαια ώρα για ντίσκο. Για να μην τα ξαναπολυλογώ, όταν κατάφερα να ξεκολλήσω τη Σου κι από κει είχε πάει τέσσερις το πρωί, η Τζούντυ εξαφανισμένη, το ίδιο και το μονάκριβο κατοστάρικό μου, και η βυζού από το Λίβερπουλ ζωγράφιζε οχτάρια. Άντε πάλι ξερνοβολητά στα χαντάκια, άντε πάλι παραλία… Κι
από ουσία φυσικά μεδέν.
Τση πεντέμισι ώρες η Σου επανήλθε στον μάταιο τούτο κόσμο.
– Τι ώρα είναι; μου κάνει.
– Πεντέμισι…
– Και τι μέρα;
– Τρίτη.
– Fuck! φωνάζει η βυζού και τινάζεται όρθια. Θα χάσω το αερόπλανο!
– Ποιο αερόπλανο; απορώ εγώ, θολωμένος ακόμα από τον υπαίθριο ύπνο.
– Το τσάρτερ για το Λίβερπουλ, τση εφτά! Fuck, fuck, fuck!… Και φτου, fuck, κατουρήθηκα πάλι! Ή μήπως με κατούρησες εσύ;
– Τα καταφέρνεις κι από μονάχη σου μια χαρά, δεν χρειάζεσαι βοήθεια, τση κάνω παγερά, γιατί είχα αρχίσει να τα παίρνω στο κρανίο.
– Ίσα που προκάνω να ξεπλυθώ, φωνάζει και την κάμει πάλι προς τη θάλασσα.
Σε δυο λεφτά ήτουνε πίσω.
– Μα καλά, εσύ δεν είπες πως ήρθες προχτές το βράδυ; απόρησα. Φεύγεις κιόλας;
– Από τον Κάβο ήρθα. Στην Κέρκυρα είμαι δέκα μέρες, μου απάντησε φουριόζικα δένοντας τα σαντάλια τση.
– Και τα πράματά σου;
– Συνεννοήθηκα χθες με τη Τζούντυ να μου τ’ αφήκει όξω από την πόρτα στα ενοικιαζόμενα που μένει… Πάμε… Ίσα που προκάνω…
– Και πού θα το βρούμε το ενοικιαζόμενο τση Τζούντυς;
– Πίσω από τη ντίσκο είναι κάπου… Θα δω το σάκο και θα τον γνωρίσω…
Το λεωφορείο για την πόλη πέρναγε τση έξι. Με την ψυχή στο στόμα τρέξαμε να βρούμε τον σάκο και μετά από μερικά ξεγυρισμένα «φακ, φακ, φακ» καταφέραμε να τον επισημάνουμε μέσα σε κάτι βατσουνιές. Δέκα «φακ» αργότερα προλαβαίναμε το λεωφορείο, ίσα που έκλεινε τση πόρτες. Με χίλια ζόρια κατάφερα να ψαρέψω κάτι ψιλά που εί20
χαν απομείνει τση ταλαιπωρημένες μου τσέπες για τα εισιτήρια και κάμποσα «φακ» αργότερα τρέχαμε να προκάνουμε μην κλείσει ο γκισές στο αεροδρόμιο. Ευτυχώς υπήρχε
καθυστέρηση κι έτσι δεν χρειάστηκε άλλο τρεχαλητό και ταλαιπωρία.
Εκεί η Σου συνάντησε και μια άλλη φιλενάδα που ταξίδευε κι αυτή στην οποία και
με σύστησε υπερηφάνως.
– This is Spiros, είπε. A genuine Greek god!
– My god! αναφώνησε η φιλενάδα, απευθυνόμενη στη Σου, όχι σε μένα. You are in such a terrible state!
Και η Σου, ρίχνοντάς μου μια ματιά γεμάτη υπονοούμενα…
– Τι περιμένεις, τση κάνει. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες παιρνομάστουνε νον-στοπ!
… Ε, κάτι παθαίνεις στο τέλος!
Και γυρίζοντας σε μένα μ’ αγκάλιασε και με φίλησε παράφορα.
– Spiros, you are the best! είπε. I’ll never forget you. Promise to write to me.
Και μ’ άφηκε σύξυλο να παρατηρώ συντετριμμένος αυτούς τους ανέγγιχτους βύζους να περνούν μεγαλοπρεπώς τον έλεγχο επιβατών.