Ας υποθέσουμε πως μας δίνεται η δυνατότητα κάποια στιγμή να μπορούμε να αποφασίσουμε για την τύχη κάποιου ανθρώπου.
Δεν αναφέρομαι για την καριέρα του, αλλά για τη ζωή του.
Κάποιου ανθρώπου που έχουμε άμεση σύνδεση και όχι έμμεση, όπως για παράδειγμα ένας γιατρός με τον ασθενή του.
Ο γιατρός με τον ασθενή του, έχει μια σχέση καθαρά επαγγελματική και δεν εμπλέκεται το συναίσθημα στη μέση.
Λογικό από μια μεριά, αν σκεφτείς πως σε περίπτωση που δενόταν με τον κάθε ασθενή του θα είχε καταλήξει δεμένος χειροπόδαρα σε κάποιο ίδρυμα ή κρεμασμένος σαν πιπεριές για αποξήρανση σε κάποιο δέντρο.
Από την άλλη όμως, είναι και ο όρκος του Ιπποκράτη. Αστεία πράγματα.
Έστω, λοιπόν, έρχεται η άσχημη στιγμή και πρέπει να πάρεις μια απόφαση για κάποιον που δεν έχει δυνατότητα να αποφασίσει για τον εαυτό του.
Στον ένα ώμο υπάρχει η μια φωνή που λέει “δεν θα ήθελε να ζει διασωληνωμένος για 3-4 μέρες ακόμα και να ταλαιπωρείται άδικα, ειδικά αφού δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ανάκαμψης” και στον άλλο ώμο, η άλλη φωνή που λέει “κι αν γίνει το θαύμα; Να ζω με τις τύψεις μια ζωή;”.
Βέβαια στην δεύτερη περίπτωση, υπάρχει και ο εγωισμός κάπου ενδόμυχα.
Να γνωρίζεις πως δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, αλλά για την δική σου ικανοποίηση να θες να κρατήσεις κάποιον κοντά σου.
Και ας ξέρεις πως αυτό τον ταλαιπωρεί και τον πονάει.
Ούτε αυτό μπορώ να το κατακρίνω, κανείς δεν θα έπρεπε να το κάνει.
Άλλωστε, ίσως πραγματικά πιστεύει σε ένα θαύμα.
Ποιος είναι αυτός που θα μου απαγορέψει να θέλω κάποιον άνθρωπο στη ζωή μου έστω κάποιες ώρες παραπάνω, εκτός από τον ίδιο;
Εκεί παίζεις με πλεονέκτημα βέβαια γιατί δεν είναι σε θέση να σου πει “άσε με να φύγω”, όσο ψυχρό κι αν ακούγεται.
Κάπου εκεί, σφίγγεις τα δόντια, σέβεσαι τα παντελόνια που φοράς και ξαφνικά πρέπει να την δεις άντρας και να πάρεις μια απόφαση που θα την κουβαλάς για μια ζωή.
Ίσως και λίγο παραπάνω…
Μπαίνεις στην θέση του άλλου και σκέφτεσαι εσύ τι θα ήθελες;
Να σε αφήσουν να ηρεμήσεις θα ήθελες.
Το πάλεψες.
Ώρες, μέρες, μήνες, ίσως και χρόνια.
Έφτασες ως εδώ μέσα από χίλια κύματα και αντί να σε αφήσουν να ηρεμήσεις, ακόμα και τώρα σε κρατάνε εδώ να ταλαιπωριέσαι;
Να κάνουν πειράματα πάνω σου γιατροί και νοσοκόμες;
Να τεστάρουν φάρμακα στο αίμα σου, για να πάρουν έξτρα φιλοδώρημα από τις φαρμακευτικές, γνωρίζοντας εξαρχής πως δεν θα έχουν αποτέλεσμα, αφού ο χρόνος σου είναι περιορισμένος και η δράση του Χ φαρμάκου ξεκινάει μετά την λήξη του χρόνου σου;
Γάμησέ το… Κι εσύ να φύγεις θα ήθελες.
Εγώ τουλάχιστον, σίγουρα. Κι αφού σε μένα πέφτει αυτός ο άχαρος ρόλος, έτσι θα πρέπει να αποφασίσω.
Και όταν ήρθε αυτή η ώρα το έκανα.
Αν θεωρούσα πως έκανα το σωστό, ίσως σήμερα να μην έγραφα αυτό το κείμενο και όλα να ήταν μια χαρά μέσα στο κεφάλι μου.
Αν πάλι ήμουν σίγουρος πως ήταν λάθος, ίσως να μην μπορούσα γενικά να γράψω και να έγραφαν άλλοι για μένα.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως τις αποφάσεις που παίρνουμε σε τέτοιες στιγμές, τις κουβαλάμε μια ζωή.
Τις φιλτράρουμε, τις ξαναζούμε, φτιάχνουμε υποθετικά σενάρια what if, και καθημερινά γκρεμίζουμε το μυαλό και το στομάχι μας.
Δεν υπάρχει what if. Δεν είμαστε αγγλάκια και δεν είναι στο DNA μας.
Η κουλτούρα μας, μας επιβάλλει να είμαστε πιο κοντά στο “ὅ γέγονε, γέγονε.”.
Είναι σίγουρα πιο σκληρό και επώδυνο το να προσπαθείς να κλείσεις μια πόρτα, από το να την ψειρίζεις, λες και μπορείς να αλλάξεις κάτι κατόπιν εορτής.
Καλό θα ήταν να κλείσετε τις συναλλαγές σας όσο μπορείτε και έχετε την δυνατότητα, γιατί κάποια στιγμή θα ψάχνεστε γιατί δεν το κάνατε πιο νωρίς…. Και αυτό πονάει περισσότερο.
Λένε πως ο πόνος με τον καιρό μειώνεται.
Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω κάποιον που να το πιστεύει πραγματικά, να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι, να πιω εγώ μια μπύρα και αυτός ένα batida de coco, γιατί αρνούμαι να πιστέψω πως άνθρωπος που πίνει μπύρα θα ξεφούρνιζε τέτοια παπαριά. Να μου πει πως το βλέπει και να μου φτιάξει το βράδυ.
Τέτοιες μέρες πριν 3 χρόνια με έσφαζε το αν έκανα το σωστό.
Στην αρχή το έριχνα πάνω μου, στην πορεία το έριχνα αλλού.
Τώρα μετά από τόσο καιρό νομίζω πως έχω καταλήξει στο τι έφταιξε και ποιος μου φταίει…
Ο καθένας βρίσκει τον φταίχτη βάσει της συνείδησής του.
Άλλος τα ρίχνει στον Θεό, άλλος στο κάρμα, άλλος στους γιατρούς,
άλλος στον εαυτό του και άλλος σε όλα μαζί.
Το μόνο που μας λείπει από αυτούς που έχουν φύγει είναι η ηρεμία που προσδίδει το συναίσθημα πως κάπου βρίσκονται και ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορείς να τους δεις, να τους μιλήσεις, να τσακωθείς, να γελάσεις…
Προσωπικά το έχω ξεπεράσει αυτό γιατί συνεχίζω και βλέπω, μιλάω, νιώθω στην καθημερινότητα μου, συμβουλεύομαι, ανατρέχω σε παλιές κουβέντες μας και παίρνω πληροφορίες και αποφασίζω με γνώμονα αυτά.
Ίσως χρήζω βοήθειας ειδικού.
Όχι ψυχολόγου, να κάθεται απέναντι μου με ύφος -θα ήθελα να γίνω ψυχίατρος αλλά δεν μου έκατσε- και να μου απαντάει “αχα, αχα, αχα, αχα, ο χρόνος σας τελείωσε, σκεφτείτε τα αυτά και θα συνεχίσουμε την επόμενη φορά, 50 ευρώ παρακαλώ”,
Ούτε ψυχιάτρου, να έχει ύφος λύπησης και συγχρόνως να είναι επιφυλακτικός μην σκαρφαλώσω στον πολυέλαιο και αρχίζω να ουρλιάζω σαν τον Ταρζάν και να κλείσει η κουβέντα μας με “Θα παίρνεις taberil, solian, tavor, ludiomil, seropram, lexotanil, valium για αρχή, μέχρι να κοιτάς την μπαλκονόπορτα σαν ταινία 3d γιατί σε βλέπω λίγο μπερδεμένο και έχεις τάσεις αυτοκτονίας”.
Όπως και να έχει, η λύση στο δικό μου πρόβλημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως placebo.
Όταν δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν χρειάζεσαι και λύση.
Για μένα δεν υπάρχει πρόβλημα στο να αποδεχτώ τον χαμό κάποιου ανθρώπου, γιατί εξαρχής αρνούμαι πως έχει φύγει.
Τουλάχιστον όσο είμαι νηφάλιος.
Και όταν μου λένε πόσο λάθος είναι αυτή μου η αντίληψη, σαν ψυχολόγος έτοιμος από καιρό, απαντάω… αχα…αχα… αχα…