Τα σύννεφα φάνηκαν κατά τις δέκα το πρωί, άφησαν τις πρώτες
ψιχάλες, που ύστερα δυνάμωσαν. Η βροχή βάσταξε ως το βράδυ. Η γη διψούσε πολύ, κι
όλοι περίμεναν το νερό σαν ευλογία για τους σπόρους. Ήταν Μάρτης. Στο υποστατικό σ’
όλα τα πρόσωπα ήταν φανερή η χαρά. Οι ζευγάδες, προφυλαγμένοι στους οντάδες τους,
κάνανε μεγάλη φασαρία, λέγαν ιστορίες, παίζανε χαρτιά, σιγανοτραγουδουσαν. Δεν είχαν
να κερδίσουν τίποτα που με τη βροχή έμελλε η σοδειά να ‘ναι πλούσια. Όμως δουλεύανε τη
γη, πονούσαν το χώμα σαν πλάσμα ζωντανό που υπόφερνε. Καθαρή, δυνατή σα χαρά του
κορμιού, έτσι ήταν η χαρά τους.
Πιο πολύ απ’ όλους η χαρά ήταν φανερή στα πρόσωπα της γιαγιάς και της μητέρας μας. Μοναχά στο πρόσωπο του παππού δεν ξεχωρίζαμε τίποτα που να φωνάζει. Καθόταν, όπως
πάντα γαλήνιος κ’ ευτυχισμένος, σα να μην έγινε τίποτα νέο ή εξαιρετικό, και κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο το νερό, τα σύννεφα και τη γη που ξεδιψούσε.
Τότε δεν ξέραμε ακόμα καλά, εμείς τα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε σ’ όλη τη σημασία της την ευλογία της βροχής, όταν πολύ τη χρειαζόταν η γη. Όμως είχαμε κ’ εμείς χαρά: οι λάκκοι και τα χαντάκια θα γέμιζαν νερό. Βέβαια δε θα σάλευε όπως το νερό της θάλασσας, αλλά τι πειράζει; Χτυπάς το νερό του λάκκου με τα χέρια, και γίνουνται κύματα. Ρίχνεις μέσα πράσινα φύλλα, και γίνουνται γαλάζια. Γίνουνται γαλάζια κύματα, η αγαπημένη
μαγεία της πατρίδας, γίνουνται Αιγαίο, και τα καραβάκια από πεύκο πλένε και πάνε.
Ηλίας Βενέζης – Αιολική Γη