Κι όλα αυτά που μοιραία σε πλησίαζαν; Aυτά που ήθελαν να μπουν στη ζωή σου, να παίξουν το ρόλο τους;
Αυτά τα σκέφτηκες με σοφία και λογική και τα απέφυγες, επιθυμούσαν να ταράξουν την ηρεμία σου. Τους γύρισες την πλάτη και έκανες πως ποτέ δεν τα συνάντησες στο διάβα σου, τα φύλαξες με προσοχή και τάξη στο συρτάρι με τα απωθημένα. Μαζί με τ’ άλλα, πάνω στ’ άλλα… Γέμισε τίγκα το συρτάρι αλλά ήσουν βέβαιος πως έπραξες καλά. Πως δεν πήγες εκεί που σε πάνε αλλά ακολούθησες για ακόμα μια φορά το δικό σου μοναχικό αλλά σταθερό μονοπάτι. Που δεν έχει λακκούβες ούτε λάσπες, παρά είναι ίσιο, βατό και γνώριμο. Γεμάτο κόσμο που ήξερες, πράγματα που έχεις κάνει και σου βγήκαν σε καλό. Στα διλήμματα που παρουσιάζονταν μπροστά σου πάντα διάλεγες την ασφαλή λύση. Να μην κάνεις τίποτα διαφορετικό. Ναι ήταν καλό αυτό, σε έκανε να νιώθεις μια απέραντη ζεστασιά τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα κουκουλωμένος στην κουβερτούλα σου.
Κάπου κάπου ερχόταν η μοίρα να σε επιβεβαιώσει. Άκουγες για γνωστούς πως ένα ρίσκο, μια τρελή –για σένα- απόφαση στέφθηκε με αποτυχία. Κρυφά χαμογελούσες και ανακουφιζόσουν. Ήξερες τότε τόσο δυνατά πως ορθά έπραττες που δεν άφηνες τη δουλειά που έκανες κι ας σου πρόσφερε τρεις και μια εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κι ας δούλευες δεκάωρα κάθε μέρα, καμιά φορά και Σάββατο, συχνά και από το σπίτι. Ήξερες πως είχες δίκιο που δεν έδινες τον εαυτό σου βορά στον έρωτα γιατί ήταν βέβαιο πως θα πληγωνόσουν. Ήξερες πως σωστά δεν είχες ποτέ αποφασίσει να κάνεις οικογένεια γιατί οι συνθήκες αλλάζουν, τα δεδομένα αλλάζουν και ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί πως έχοντας μια γυναίκα και ένα παιδί δεν θα ταράζονταν τα νερά της ηρεμίας σου, πως δε θα ζούσες με αγωνία και ανασφάλεια για το υπόλοιπο της ζωής σου. Ήξερες πως η τρέχουσα ροή της πραγματικότητας δεν θα μπορούσε με τίποτα να αντιμετωπιστεί εκτός από το να σκέφτεσαι με λογική, να φτιάχνεις τα κουτάκια σου που τόσο σε προστάτευαν από κάθε λογής επικίνδυνα συναισθήματα και να χουχουλιάζεις μέσα τους.
Είχες πάντα συγκεκριμένα στέκια, ένα και μοναδικό μέρος που έπινες καφέ, δύο τρία μαγαζιά που έβγαινες για ποτό και φαγητό. Παρασκευή και Σάββατο. Στο σούπερ μάρκετ δεν σπαταλούσες ποτέ πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Δεν χρειάζονταν λίστες. Ήταν όλες στο μυαλό σου τόσο βαθιά αποτυπωμένες, ένιωθες περηφάνια που δεν καθόσουν να χαζεύεις μπροστά στα ράφια χάνοντας χρόνο να ξεβιδώνεις τα καπάκια των μαλακτικών και να προσπαθείς να αποφασίσεις ποιο μυρίζει πιο όμορφα. Όλα τα μαλακτικά ρούχων άλλωστε μυρίζουν όμορφα έτσι πάντα διάλεγες προδέρμ για βρεφικά ρουχαλάκια που προστατεύει και από τους ερεθισμούς.
Εκτόνωνες τους υπόλοιπους ερεθισμούς σου στο πρωινό ντους. Κάθε πρωί δύο λεπτά ακριβώς. Ότι πρέπει για να ξεκινήσει μια ήρεμη μέρα. Κάποιες φορές, όχι πολλές, στο παρελθόν είχες γνωρίσει τυχαία γυναίκες που ήθελαν το ίδιο με σένα. Συναισθηματικά ασφαλές σεξ που βοήθα σαν αντικαταθλιπτικό. Ήταν για σένα όλες το ίδιο. Τρείς, τέσσερις ώρες το πολύ μαζί με κουβέντα και κρασί. Μετά άλλαζες σεντόνια, σκούπιζες τις τρίχες και κοιμόσουν. Καμία δεν σε αναζήτησε ευτυχώς.
Είχες σκεφτεί σοβαρά να πάρεις ένα σκύλο για παρέα, ώρες ώρες επιθυμούσες μια άλλη παρουσία στο σπίτι. Έκανες τεστ στο ίντερνετ για το ποια ράτσα σκύλου σου ταιριάζει. Ένα σάιτ σου είχε βγάλει ως αποτέλεσμα να πάρεις καλύτερα ένα λούτρινο ζωάκι, κάποιο άλλο να αγοράσεις χρυσόψαρα. Τελικά αποφάσισες πως ένα σκυλάκι οποιασδήποτε ράτσας απαιτούσε πολλά πράγματα, θα σου πρόσφερε αγάπη και αφοσίωση αλλά θα σου έπαιρνε άλλα πιο σημαντικά όπως την τάξη, την ηρεμία και το πρόγραμμα σου. Δεν το θυσίαζες με τίποτα αυτό, ούτως ή άλλως ήθελες να αποφύγεις την ταραχή και την στενοχώρια που θα σου προκαλούσε όταν θα έφευγε, γιατί θα έφευγε λογικά πιο νωρίς από σένα.
Κάποια βράδια έβλεπες όνειρα, σχεδόν σπάνια αλλά αξιομνημόνευτα. Έναν άντρα γύρω στα 35 ψηλό, όμορφο, με πυκνά μαύρα μαλλιά και σκοτεινό πρόσωπο. Τον ακολουθούσες με περιέργεια μέρα νύχτα σε διάφορες περιπέτειες του, στη δουλειά του, σε επαγγελματικά ταξίδια, διακοπές με σκάφος, σεξ με γυναίκες όμορφες, άσχημες πάντα γελαστές και ιδιαίτερες. Βρισκόσουν τόσο κοντά του σχεδόν τον άγγιζες, αυτός όμως ποτέ δεν αντιλαμβανόταν την παρουσία σου. Τον έβλεπες να σηκώνεται από ιδρωμένα σεντόνια και να κατευθύνεται στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ του, περνούσε από μέσα σου κι ένιωθες σαν να σε φυσά δροσερός αέρας. Τον παρακολουθούσες να κάθεται στο πάσο διαβάζοντας εφημερίδα, να κουνιέται στο ρυθμό της μουσικής από το ράδιο, να κοιτιέται στον καθρέπτη, να ξύνεται, να αυτοσαρκάζεται, να μιλάει με τον εαυτό του και να γελάει δυνατά. Στεκόσουν πίσω του σχεδόν το διασκέδαζες, όταν αυτός γύριζε απότομα και αντιλαμβανόσουν πως τα χαρακτηριστικά του, το χαμόγελό του, τα μαλλιά του… ναι ήταν εσύ. Ή αυτός; Ξυπνούσες ιδρωμένος και ταραγμένος.
Έμπαινε καλοκαίρι και η πόλη είχε ανοίξει πόρτες και παράθυρα στον ήλιο. Ένα καλοκαίρι ζεστό και γλυκό σαν ώριμο σύκο. Είχες προγραμματίσει τις διακοπές σου όπως κάθε χρόνο άλλωστε καιρό πριν. Θα πήγαινες στο πατρικό σου στην Καρδαμύλη, ένα μέρος που λάτρευες και γνώριζες σπιθαμή προς σπιθαμή. Εκεί ζούσαν οι γονείς σου και κάποιοι φίλοι απ’ τα παλιά που έβλεπες μόνο τα καλοκαίρια. Πρωινό καφεδάκι στην αυλή με τις βουκαμβίλιες, μπάνιο, θαλασσινά με χωριάτικη και πατάτες τηγανιτές, χαλαρό ποτό το βράδυ. Όποιος σε πρωτογνώριζε θεωρούσε πως κάτι κρύβεις, ένα ανεξήγητο μυστήριο. Δεν μιλούσες πολύ, χαμογελούσες αρκετά, συχνά έδινες συμβουλές οι οποίες φάνταζαν εξαιρετικά χρήσιμες και καλοδουλεμένες.
Εκείνο το καλοκαίρι όμως κάτι κλωτσούσε μέσα σου. Δεν ήταν όλα όπως πριν. Όλο και συχνότερα έβλεπες τον μελαχρινό άντρα στον ύπνο σου, η αλήθεια είναι πως το επιζητούσες κιόλας. Ήταν η πρώτη φορά μέσα στα τελευταία πολλά χρόνια που ένιωσες να σε τσιμπά το κεντρί της ζήλιας. Ζήλευες ένα φανταστικό πρόσωπο; Μα αυτό ήταν τρελό, ήταν αστείο… κι όμως συνέβαινε. Το παράδοξο ήταν πως δεν καταλάβαινες τι ακριβώς ζήλευες απ αυτόν. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ένας καθημερινός χαμογελαστός άνθρωπος ο οποίος διακρινόταν για την κοινωνικότητα του. Έκανε γκάφες τις οποίες αντιμετώπιζε με αυτοσαρκασμό και γέλιο, εμπιστευόταν ανθρώπους, έπεφτε σε μεγάλα λάθη ξανά και ξανά, προβληματιζόταν αρχικά αλλά πάντα με τον έναν η τον άλλο τρόπο κατάφερνε να επιβιώνει. Δεν είχε πολλά χρήματα αλλά έκανε τις τρέλες του καταχρεώνοντας κάρτες και δανειζόμενος από φίλους. Tο χαμόγελο στα μάτια του και το μειδίαμα του όταν κοιμόταν σαν χορτασμένο μωρό όμως προσέδιδαν μια πληρότητα…
Εκείνο το απόγευμα προτίμησες να περπατήσεις γυρνώντας από το γραφείο. Ήταν ένα απόγευμα γλυκό και ήσυχο, κάθισες σε ένα παγκάκι στο πάρκο της γειτονιάς σου. Λίγα μέτρα πιο πέρα σ’ ένα άλλο παγκάκι μια παρέα εφήβων κανόνιζαν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στην Ίο. Low budget, free camping. Κάπνιζαν και έπιναν γελώντας πηγαία και έφτιαχναν μια λίστα με το τι θα φέρει ο καθένας μαζί, εσύ φιδάκι, εγώ στρώμα, αυτός ψυγείο… ήταν η πρώτη φορά στη ζωή σου που λαχτάρισες ένα τσιγάρο. Εξακολούθησες να παρατηρείς την παρέα. Ιδιαίτερα ένα ζευγάρι. Αυτή καθόταν στα πόδια του και μοιράζονταν μια μπύρα. Αυτός την τσιμπούσε την χάιδευε, έπαιζαν, φιλιόντουσαν, κοιτιούνταν με αγάπη. Διέκρινες μια φλόγα που ίσως ποτέ σου δεν είχες ζήσει και ένιωσες να σου ανεβαίνει πυρετός. Κάθισες εκεί μέχρι που βράδιασε, η παρέα άρχισε να σπάει και στο τέλος ίσα που μπορούσες να διακρίνεις το ζευγάρι. Μιλούσαν σιγανά, δεν άκουγες τι έλεγαν, που και που ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Καμιά ώρα μετά σηκώθηκαν να φύγουν, περνώντας αγκαλιά από μπροστά σου σου χαμογέλασαν. «καλό βράδυ» είπαν κι εσύ ανταπέδωσες χαμηλόφωνα σχεδόν ξεψυχισμένα. Πήρες το δρόμο για το σπίτι με το κεφάλι έτοιμο να σπάσει…
Άκουσες ψιθύρους την ώρα που ξεκλείδωνες και τρόμαξες. Το συρτάρι είχε ξεχειλίσει όλα τα απωθημένα σου, ότι έθαβες χρόνια ολάκερα στα βάθη της ψυχής σου, σέρνονταν στα πλακάκια της κουζίνας, στους τοίχους, κρέμονταν απ το ταβάνι σαν ιστοί αράχνης. «Τι μου έχω κάνει;» αναρωτήθηκες. Γράπωσες λεφτά στη χούφτα και το κλειδί του αυτοκίνητου και έκλεισες την πόρτα πίσω σου. Δεν έβγαλες καν από τις πρίζες τις ηλεκτρικές συσκευές…