Ένα μήνα μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα, μπορώ να πω με σιγουριά πως ναι, μπόρεσα να περάσω μερικές ημέρες σε έναν όμορφο μικρό παράδεισο…
Το να χαζεύεις αμίλητος το φαινόμενο της παλίρροιας και της άμπωτης, το να κολυμπάς δίπλα σε δελφίνια, το να περπατάς σε μια ολόλευκη αμμουδιά κάτω από φοίνικες και το να ξυπνάς το πρωί με θέα τα υπέροχα χρώματα του ωκεανού, ναι, είναι από μόνο του μια εμπειρία που πάντα ονειρεύεσαι να ζήσεις και που τελικά για εμένα έγινε πραγματικότητα.
Αυτό που δεν είχα υπολογίσει ποτέ όμως, είναι το τεράστιο μάθημα ζωής που πήρα σε αυτές τις δεκατρείς ημέρες στον παράδεισο, σε αυτές τις δύο εβδομάδες συντροφιά με πολλές μαγικές εικόνες, πολλά πρωτόγνωρα συναισθήματα, πολλές αντιθέσεις και πολλά, μα πάρα πολλά παιδάκια γύρω μου.
Μαθημένος σε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής, ομολογώ ότι ένιωθα πολύ περίεργα που, τη στιγμή που δεκάδες μικρά και μεγάλα αγόρια είχαν στην κυριολεξία ξεχυθεί στην παραλία με τις μπάλες τους, εγώ συνέχιζα να ασχολούμαι με το άψυχο κινητό μου σαν ένα αντικείμενο θαυμασμού και απόλυτης εξάρτησης.
Ομολογώ ότι δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου τόσες πολλές παρέες να παίζουν ποδόσφαιρο, τόσες πολλές παρέες να διασκεδάζουν πραγματικά, τόσες πολλές παρέες να εκτιμούν στο έπακρο τον ελεύθερο χρόνο τους, να βγαίνουν από το σπίτι τους και να γελάνε μέσα από την καρδιά τους συντροφιά με τους φίλους τους.
Αν όμως μια εικόνα με έκανε πραγματικά να «λυγίσω», ήταν όταν είδα ένα μικρό αγόρι να μην έχει κανονική μπάλα να παίξει με τους φίλους του και έτσι κλωτσούσε με καμάρι ένα μάτσο από υφάσματα, που δεμένα όλα μεταξύ τους είχαν σχηματίσει ένα στρογγυλό όγκο που ανεπίσημα είχε ονομαστεί μπάλα.
Πραγματικά, ήταν εκείνη η στιγμή που κατάλαβα πως τα αυτονόητα για εμένα πράγματα, είναι πράγματα που για κάποιους άλλους είναι δύσκολο να αποκτηθούν και ίσως θεωρούνται ήδη πολυτελείας.
Το ίδιο ένιωσα και όταν είδα τη λαχταρά των παιδιών για ένα βιβλίο, για ένα χαμόγελο, ένα μολύβι, για λίγο χρόνο μαζί μας, και ας μην καταλάβαιναν τι τους λες, ας μην καταλάβαινα και εγώ τι θέλουν να μοιραστούν μαζί μου.
Ανάμεσα στις βόλτες στα υπέροχα νερά του Ινδικού, ανάμεσα στις εκδρομές στα μικρά παραδεισένια νησάκια, ανάμεσα στους βραδινούς μας περιπάτους και τις κουβέντες μας με τους ομολογουμένως πολύ ευγενικούς Μασάι, εγώ περίμενα να βρω την ευκαιρία να χαμογελάσω σε ένα παιδί, να του δώσω λίγη σημασία, να νιώσω καλύτερα και να εξαγνιστώ από τον εγωιστή και κακομαθημένο εαυτό μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μικρό κοριτσάκι που μου ζωγράφιζε το όνομα της στην άμμο, που μου ζωγράφιζε καρδιές, που μου ζητούσε να τη φωτογραφήσω για να μπορέσει μετά να χαζέψει τον εαυτό της μέσα από την οθόνη και να προσπαθήσει να καταλάβει πως γίνεται να χωράει εκεί…
Ναι, η επίσκεψη στη Ζανζιβάρη ήταν ένα ταξίδι που ονειρευόμουν καιρό. Ήταν ένα ταξίδι που είχα συνδυάσει με έναν καθαρό μπλε ουρανό και μια ατελείωτη τουρκουάζ θάλασσα. Ένα ταξίδι που είχα αποφασίσει πως θα διαβάσω πολύ, θα φάω πολύ, θα κοιμηθώ πολύ και θα ηρεμήσω. Δεν ήξερα όμως πως θα ήταν και ένα ταξίδι που θα μάθαινα πολλά, θα ανακαλούσα πολλά, θα επαναπροσδιόριζα πολλά πράγματα για την πολιτισμένη μεν, μα τόσο απρόβλεπτη, επιφανειακή και «κακομαθημένη» ζωή μας.
Με τις γυναίκες δύο φορές την ημέρα να ξανοίγονται στη θάλασσα την ώρα της άμπωτης για να μαζέψουν τα φύκια που καλλιεργούσαν και πουλούσαν σε κινεζική εταιρία, με τα μικρά αγόρια και κορίτσια να τρέχουν με τα φτωχικά τους ρούχα στο σχολειό, με έναν πληθυσμό να είναι φορείς του HIV σε ποσοστό παραπάνω από το μισό –σχεδόν χωρίς κανείς τους να το ξέρει- το μυαλό σου έρχεται για λίγο στον «πραγματικό» κόσμο και στην πραγματική ανάγκη για επιβίωση και ζωή.
Πως γίνεται ο παράδεισος να έχει δύο τόσο διαφορετικά πρόσωπα, πραγματικά αυτό είναι κάτι που μου είναι δύσκολο να καταλάβω.
Και ίσως τελικά να μην το καταλάβαινα καθόλου αν ήμουν κάποιος άλλος.
Μα και πάλι τι θα μπορούσα να κάνω;
Έπαιξα όσο μπορούσα με τους μικρούς καινούριους μου φίλους, τους έδειξα όσες περισσότερες εικόνες υπήρχαν στα βιβλία μου, χόρεψα μαζί τους στους ήχους της δικής τους μουσικής, περπάτησα όσο άντεχα κατά μήκος της θάλασσας, αλλά και πάλι δεν μπόρεσα να εξιλεώσω τον «πολιτισμένο», «μορφωμένο» και «τέλειο» εαυτό μου…
Αν κάτι έμαθα σε αυτό το ταξίδι, είναι ότι η ζωή δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι εύκολη, δίκαιη και δεδομένη, το μέλλον δεν θα μπορεί ποτέ να είναι σίγουρο και φωτεινό για όλους, και ναι, ο «παράδεισος» θα έχει πάντα κάποιες σκοτεινές γωνιές για να μαζεύονται τα παιδιά χωρίς μέλλον και ξυπόλυτα να κλωτσάνε την υφασμάτινη τους μπάλα…
Χρήστος Δασκαλάκης