Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ, ζεστό και υγρό σαν τα προηγούμενα. Ίσως και να’ταν λίγο δυσκολότερο από αυτά που προηγήθηκαν. Ίσως και να’ρχόταν η λύτρωση που τόσο επιθυμούσε. Ποιος ξέρει; Το λιγοστό αεράκι μετά βίας σάλευε την κουρτίνα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαράς της. Στριφογύριζε στο διπλό κρεβάτι από ώρα χωρίς να έχει καταφέρει να κοιμηθεί. Άνοιγε τα μάτια της κι έβλεπε το ταβάνι να την πλακώνει. Τά’ κλεινε για να έρθουν οι αναμνήσεις να πλακώσουν την ψυχή της. Αδιέξοδο.
Ένιωσε τα χείλη της ξερά, όσο ξερή ήταν η ψυχή της από την απουσία της αγάπης. Έψαξε μες στο σκοτάδι για το ποτήρι της με το νερό στο κομοδίνο. Άδειο κι αυτό όπως άδεια ήταν η ζωή της τους τελευταίους οχτώ μήνες, από τότε που αποφάσισε να φορτωθεί όλη την ευθύνη για το χωρισμό τους, όταν εκείνος της ανακοίνωνε πως δε μπορούσαν να ζούνε πια μαζί, γιατί δεν ήταν ευτυχισμένος. ‘Μαλακίες’, είπε φωναχτά σπάζοντας τη σιωπή του δωματίου. ‘Μαλακίες’, επανέλαβε στο δρόμο για την κουζίνα γιατί είχε ανάγκη να το ακούσει ο ίδιος της ο εαυτός για να το πιστέψει.
Ήπιε αχόρταγα νερό απ’το ψυγείο και στάθηκε για λίγη ώρα μπροστά στην ανοιχτή του πόρτα για να δροσιστεί. Το φως του ψυγείου αγκάλιασε την όμορφη σιλουέτα της και την πρόβαλε στον τοίχο της κουζίνας τονίζοντας τις όμορφες καμπύλες της. Τα πυρόξανθα μαλλιά της χάιδευαν τη ράχη της και σκέπαζαν το τατουάζ που είχε κάνει στο δεξί της ώμο, λίγο πριν τις πρώτες τους διακοπές, τότε που ήταν τρελλαμένοι ο ένας για τον άλλον, τότε… βρε πώς αλλάζουν τα πράγματα!
Έκανε να γυρίσει στην κρεβατοκάμαρα μα ο αέρας την έπνιγε. Δε μπορούσε να μείνει άλλο κλεισμένη σε αυτή τη φυλακή! Δεν την ένοιαζε κι ας ήταν αργά. Ήθελε να πάει στη θάλασσα… μόνο εκεί θα μπορούσε να ηρεμήσει. Μόνο η θάλασσα μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις της και να την καταλάβει. Να της δώσει λίγη από τη γαλήνη της.
Σε λίγα λεπτά βρισκόταν πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου της και κατευθυνόταν στην παραλιακή. Ηταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα, όμως, τούτη την καλοκαιρινή βραδιά, είχαν ξεχυθεί όλοι στους δρόμους λες κι ήθελαν να ξεφύγουν από την τσιμεντούπολή που άφηναν πίσω τους. Άνοιξε το ραδιόφωνο και άφησε να παίζει μια αδιάφορη μελωδία, ώσπου ένας στίχος της έκανε εντύπωση κι ανέβασε την ένταση. Τραγουδούσε ο Πλιάτσικας ‘…ίσως να μην αντέχω πια στο τίποτα κρυμμένος, ίσως και όλα κάποτε να έχουν ένα τέλος…’ ‘Ωραίο τραγούδι’, σκέφτηκε και συνέχισε να οδηγεί. Άκουσε κι άλλα τραγούδια μέχρι να φτάσει στο Καβούρι. ‘Εσύ δεν ήσουνα για τα μεγάλα, γιατί γεννήθηκες για τα μικρά, πάντα πνιγόσουνα σε μια ψιχάλα
κι εγώ κινδύνευα στα ανοιχτά’ της είπε ο Πάριος, ‘Το ξέρω πως δεν το διάλεξα αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις, μα ακόμα δεν κατάλαβα, γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις’, ακολούθησαν οι Πυξ Λαξ. ‘Εγώ ξανά στο τίποτα, στο γενικά εσύ’. ‘Μα καλά όλοι συννενοημένοι είναι απόψε;’, σκέφτηκε. ‘Ή είναι από εκείνες τις στιγμές που συνωμοτεί το σύμπαν;’
Μόλις έφτασε στην παραλία, βγήκε από το αυτοκίνητο, πήρε τα σανδάλια της στα χέρια και κατευθύνθηκε στη θάλασσα. Σε δυο λεπτά τα πόδια της ήταν μέσα στο δροσερό νερό κι η απεραντοσύνη της θάλασσας της χάριζε μια απελευθέρωση. Η ηρεμία του νερού της μετέφερε γαλήνη στην ψυχή. ‘Ίσως και όλα κάποτε να έχουν ένα τέλος’, οι λέξεις του τραγουδιού που είχε ακούσει πριν λίγο ήρθαν αυθόρμητα στο στόμα της και προτού σκεφτεί το παραμικρό, η μικρή καρδιά που φορούσε στο λαιμό της, το τελευταίο ενθύμιο από το κοινό τους παρελθόν, γλίστρησε κι έπεσε στη θάλασσα. Έμεινε ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα συνέχισε κατά μήκος της παραλίας χωρίς να ψάξει για τη μικρή καρδιά…
Το θεώρησε σημαδιακό ακόμα και λυτρωτικό. Συνειδητοποίησε πως είχε απαγκιστρωθεί από μια αγάπη λειψή, που πάντα της έδινε λιγότερα από όσα είχε ανάγκη, από όσα άξιζε η ίδια. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και πήγε να κάτσει στην αμμουδιά. Από το παραθαλάσσιο ταβερνάκι λίγα μέτρα πιο κάτω έρχονταν μυρωδιές και μουσικές, παρά το προχωρημένο της ώρας, που δήλωναν αυτό ακριβώς, την ίδια τη ζωή, αυτή που προχωρά και δε σταματά για τίποτα και για κανέναν. Τη ζωή, που η ίδια είχε ξεχάσει τη γεύση της, την οσμή της, την αφή της…
‘Μη μ’ αποφεύγεις μάτια μου, μη με κοιτάς σαν ξένη, ζωή που δε μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη.’, τραγουδούσε η Αρβανιτάκη και το νόημα του στίχου πήγε κατευθείαν στην ψυχή της. Ήθελε μια ζωή ολόκληρη, να την μοιραστεί κι όχι να είναι κλεμμένη. Ό,τι έγινε πέρασε και πάει. Είχε έρθει πια η στιγμή να γυρίσει σελίδα, να κάνει μια νέα αρχή…
‘Ζωή που δε μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη! Δε συμφωνείς;’
Η αντρική φωνή διέκοψε τη σκέψη της. Γύρισε το πρόσωπό της και είδε ένα νεαρό άντρα με ένα μπουκάλι κρασί και δυο ποτήρια στο χέρι να κάθεται δίπλα της.
‘Απόλυτα’, του απάντησε κι εκείνος της πρόσφερε ένα ποτήρι κόκκινο δροσερό κρασί. ‘Ζωή που δε μοιράζεται δεν είναι ζωή καθόλου…’ και τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του. Εκείνος της χαμογέλασε κι ήπιε με μιας το κρασί του. Άρχισαν να μοιράζονται τις σκέψεις τους – καμιά φορά είναι ευκολότερο να ανοίξεις την ψυχή σου σε έναν άγνωστο- να αφήνουν και οι δύο αυτό που τους πόνεσε πίσω…
Η νύχτα είχε μόλις αρχίσει για τους δύο κατά τα άλλα άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους που τους είχε ενώσει όμως η ίδια θέληση για επιστροφή στη ζωή. ‘Ζωή που δε μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη’, είπαν κι οι δυο με μια φωνή και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους…