«Κάθε φορά που σκέφτεσαι να κάνεις κάτι για το οποίο δεν είσαι απολύτως σίγουρη να θυμάσαι τη σκιά σου. Θα σε ακολουθεί πάντα όπου και να βρίσκεσαι και θα σου θυμίζει όλα αυτά που προσπαθείς εναγωνίως να ξεχάσεις.»
Κάθε φορά που ερχόταν συνειρμικά στο μυαλό της αυτή η φράση του πατέρα της, κρατούσε το κεφάλι της με απελπισία κι ευχόταν ν’άνοιγε η γη και να την καταχώνιαζε βαθιά μέσα στο υπέδαφος της.
Τόσο βαθιά που η ορατότητα να έφτανε κάτω από το μηδέν και να μην μπορεί να βλέπει τίποτα πια.
Κυρίως για να μην βλέπει εκείνη τη σκιά που τόσο τη στοίχειωνε τα βράδια πριν κοιμηθεί και που θόλωνε το βλέμμα της όταν εκείνη ξυπνούσε.
Είναι στιγμές που εύχεσαι να μπορούσες με το πάτημα ενός μαγικού κουμπιού να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να τα έκανες όλα αλλιώς.
Κάποιες τέτοιες στιγμές νιώθεις πως θα ήθελες να ξαναγεννηθείς και να πιάσεις το νήμα ξανά από την αρχή.
Μια στιγμή σαν κι αυτή είχε ευχηθεί να άκουγε τον κώδωνα του κινδύνου που με τόση επιμονή σήμανε μέσα στο μυαλό της.
Το μυαλό πάντα γνωρίζει αυτό που οι άνθρωποι εσκεμμένα αγνοούν.
Ίσως για να μπορέσουν ανενόχλητοι να στροβιλιστούν στη λαίλαπα του ασίγαστου πάθους για ζωή.
Χάνουν τα δικά τους μέτρα και σταθμά και ρίχνονται άοπλοι στο στόμα του λύκου.
Κι ας γνωρίζουν πως προχωρούν ακάθεκτοι σ’ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Κι ας βλέπουν στην αρχή του το φανταχτερό σήμα που γράφει με πηχυαία γράμματα «ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ».
Εκείνοι θεωρούν πως η δική τους πορεία είναι η σωστή και κανείς δεν πρόκειται ποτέ να την ανακόψει.
Έτσι κι εκείνη ήθελε να χαράξει το δικό της μονοπάτι, να γευτεί τις δικές της εμπειρίες, να κάνει τα δικά της λάθη.
Και τα έκανε.
Δεν υπολόγισε πώς και γιατί ούτε και τα μέτρησε.
Κάποια λάθη ήταν ανελέητα, από αυτά που αφήνουν για πάντα χαραγμένες στην καρδιά ανοικτές πληγές.
Κάποια άλλα πονούσαν τόσο πολύ σαν βαθιά καρφωμένο μαχαίρι που δεν βγάζει πια αίμα.
Η σκιά της βάραινε μέρα με τη μέρα.
Δεν την άφηνε να ξεχάσει.
Τώρα της φαινόταν πιο βαριά και σκοτεινή από ποτέ.
«Κι αν κατάφερε κανείς να γλιτώσει από τους άλλους, ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει κανείς από τον εαυτό του», μονολόγησε πίνοντας την τελευταία γουλιά κρασί.
Με αργές κινήσεις έκλεισε το φως και κατευθύνθηκε προς στην κρεβατοκάμαρα.
Η σκιά ήταν πάλι εκεί και την κοιτούσε μειδιώντας ειρωνικά.
«Από μένα δεν πρόκειται να γλιτώσεις», της έλεγε
«Το έχω πια αποδεχτεί έστω κι αν μου είναι αφόρητο να ζω μαζί σου», της απάντησε.
Βύθισε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και μετά από ώρα αποκοιμήθηκε.
Ο ύπνος της ήταν χωρίς όνειρα κι εφιάλτες.
Εκεί η σκιά της δεν μπορούσε να την ακολουθήσει, έστω κι αν εκείνη ακόμα την έβλεπε.
Αυτή ήταν η σκιά της ζωή της.
Πώς μπορούσε κανείς να διαγράψει την ίδια του τη ζωή;