Αγκαλιάζεις, ερωτεύεσαι, στηρίζεις, χαμογελάς, αγαπάς, σέβεσαι και εμπιστεύεσαι.
Εντάξει και τί να περιμένεις να πάρεις πίσω από το δεύτερο πρόσωπο, που οι ίδιες λέξεις είναι άκλητες;
Χωρισμό, που όσο πιο γρήγορα τον αποφασίσεις, τόσο καλύτερα.
Και εγωισμό να σου προσάψουν, έχεις ελαφρυντικό για την απόφαση που πήρες να διατηρήσεις την ακεραιότητά σου, από μια placebo ευτυχία που εικονικά διασφαλίζει τη συντροφικότητα.
Και γύρω όλες οι μικρόμυαλες κοινωνικές συμβάσεις, που είναι παράφωνα συνδυασμένες με ανάπηρες προοδευτικές ιδέες, για ξεκάρφωμα.
Κάνεις την εκποίησή σου, πετάς τη σαβούρα που άφησε να ξεφορτωθείς εσύ, τα αισθήματα επανέρχονται στα ίσα τους, ώσπου μια μέρα, τι δουλειά έχετε να περνάτε κι οι δύο από το ίδιο μέρος και να συναντηθείτε απρόσμενα;
Σταματάς το βήμα, χωρίς αμηχανία, κάτι σαν αυτόματη αντίδραση, αχνό κατάλοιπο μιας κομμένης συνήθειας.
Κοιτάζεις, αναρωτιέσαι πώς ήσασταν μαζί τόσο καιρό, αν ποτέ υπήρξε, θα πρέπει να μπεις στον κόπο να ρωτήσεις τι κάνει και τελικά το παραλείπεις -ποιό το νόημα άλλωστε- ενώ αντιμετωπίζεις την οφειλόμενη συγκίνηση, ως άκρο άωτο της τυπικότητας.
Θα μπορούσε να διακρίνει πως δεν χαμογελάς, μα σε κάνεις να ευθυμείς ελαφρά και μακάρι να μην προσπαθούσε να δακρύσει με φτωχά αποτελέσματα.
Ακόμη κι αν είναι ειλικρινές το ενδιαφέρον, το μόνο που αυτόματα θυμάσαι, είναι το άλυτο πρόβλημα που αντιμετώπιζε αιώνια με τα τριτόκλιτα και την ορθογραφία.
Προσπάθησε στην αρχή να καλύψει το χάσμα. Στην αρχή, όλα ήταν πανεύκολα να γίνουν, ανέξοδος ενθουσιασμός και με τη φυγοπονία κύριο γνώρισμα του απλοϊκού χαρακτήρα. Τα πάντα όμως κατέληξαν σε αρνητικό πρόσημο, χαμηλότερα από το αρχικό, το πολύ ελάχιστο.
Ο θόρυβος του πλήθους που προσπερνάει, καλύπτει το κενό της ερώτησης που παραλείφθηκε.
Το συγκινημένο βλέμμα αποκτά απόχρωση απορίας, συνεχίζοντας την απελπισμένη προσπάθεια να αποδείξει το ειλικρινές ενδιαφέρον.
Δυό φορές ανόητες απαντήσεις, που σύντομα γίνονται μονολεκτικές,όπως αρμόζει σε ανόητες ερωτήσεις
Η περιέργεια να μάθει, να μην ξεφύγει κάτι, σου προκαλεί τάση φυγής, αυτή τη φορά, το δυνατό συντομότερο.
Να μιλάτε σαν παλιοί φίλοι, όταν η συμβίωση ήταν μαρτυρική, ακούγεται αστείο. Τόσο άνευρο, όσο και το μοναδικό ανέκδοτο που σου είπε.
Οι λεπτομέρειες που μετά από χρόνια, τώρα αντιλαμβάνεσαι πως ήταν ανάμεσά σας ένας ωκεανός και δεν σου καίγεται πλέον καρφί αν θα πνιγεί μέσα του.
Με χειραψία αδιάφορη -είναι αρκετή- απωθείς κάθε άλλη στενότερη επαφή και απομακρύνεσαι από την Ανταρκτική των συναισθημάτων, έχοντας κιόλας αρχίσει τη διαδικασία διαγραφής.
Έτσι συνοπτικά ξεμπερδεύεις, έχοντας το πλεονέκτημα να αναγνωρίζεις τις λάθος επιλογές σου και με τη βεβαιότητα της ωριμότητας πως θα αποφύγεις την επανάληψη, πιάνεις τη ζωή ακριβώς από το σημείο αυτό, πριν το ανούσιο και εντελώς άχρηστο ολιγόλεπτο διάλειμμα που μόλις προηγήθηκε.
Οι αναμνήσεις από τη στιγμή που έπαψαν να είναι κοινές, έγιναν δική σου εμπειρία, για το όφελος σου.
Και προτού μπεις στο αυτοκίνητο και ξεκινήσεις, ξέρεις χωρίς να γυρίσεις πίσω, ότι για λίγο ακόμη θα σε κοιτάζει, προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοούσες με το “Καλή τύχη”.