“20 σελίδες σου λέω! Με το χέρι γραμμένες ολόκληρες. Και τι δεν μου έγραφε! Αφού με έβλεπαν οι άλλοι φαντάροι στον θάλαμο και με κοροϊδεύανε.” Πρέπει να ήταν 70 χρονών, προσπάθησα να υπολογίσω αν αναφερόταν σε πόλεμο ή απλή στρατιωτική θητεία. Περπατούσαν μπροστά μου με γρήγορο ρυθμό, ελάχιστα πιο αργά από τον δικό μου, μια παρέα ηλικιωμένων που ήθελε απεγνωσμένα να παρέμβει και ένα παιδί, εγγόνι καποιανού από όλους τους μάλλον, το οποίο οριακά τους προλάβαινε και έτρεχε κάθε τόσο.
-Και τι έλεγε η γυναίκα μωρέ;
“Ουυυυ! Και τι δεν μου έγραφε! Ιστορίες, ιστορίες πολλές. Και μου έβαζε μέσα πάντα και 2 λίρες.”
-Λίρες; Από Αυστραλία δεν είπες ήταν;
¨Ναι, Αυστραλιανές λίρες.”
-Δολάρια έχουν αυτοί νομίζω.
“Ε, ότι έχουν. Πάντα ήταν δυο. Ή δέκα. Μπερδεύτηκα τώρα. Θέλω ένα τσιγάρο. Ρε Παναγιωτάκη, έχεις αναπτήρα;”
Ο μικρός που έτρεχε δίπλα τους τόση ώρα για να τους προλαβαίνει στο γρήγορο περπάτημα που έκαναν ως ενήλικοι με πολύ μεγαλύτερα πόδια, άφησε το χέρι του παππού του και διαμαρτυρήθηκε:
-Παππού! Δεν έχω αναπτήρα. Είμαι 6 χρονών!
Η υπόλοιπη ομάδα σταμάτησε κι αυτή το περπάτημα ξαφνικά, σχεδόν έπεσα πάνω τους όπως ερχόμουν. Όλοι κοιτάζαμε τον παππού. Του έριξε μια μικρή καρπαζιά στο κεφάλι χαϊδευτικά.
“Έξι χρονών; Και για πόσο καιρό ακόμα θα χρησιμοποιείς αυτή τη δικαιολογία;”
Ξαναξεκίνησε το περπάτημα και η ομάδα τον ακολούθησε. Ο μικρός με κοίταξε μπερδεμένος. Έκανα το διεθνές σήμα του τρελού με μια κυκλική κίνηση του δείκτη μου δίπλα στο κεφάλι μου. Μου χαμογέλασε. Ο παππούς του ξανάπιασε ρυθμό απτόητος:
“Λίρες, δολάρια, δεν έχει σημασία. Πάντα μου έβαζε δυο χαρτονομίσματα και πάντα ήταν 20 σελίδες τα γράμματά της.”
Αποφάσισα να πάω λίγο πιο αργά πίσω τους να ακούσω τι άλλα φοβερά έγιναν τότε αλλά τέλειωσε η προπόνηση των υπόλοιπων εγγονών και διαλύθηκε η παρέα. Αν διαβάσει ποτέ αυτό το κείμενο κάποια Αυστραλέζα που τα είχε με έναν μεγάλο παραμυθά Έλληνα και του έγραφε γράμματα με δυο δολάρια δώρο κάθε φορά, παρακαλώ να μου πει τα υπόλοιπα.