Ισόβια δεσμά ήταν ολόκληρη η ζωή της Αθηνάς. Από μικρό παιδί ήταν δέσμια της αβέβαιης και αμφιλεγόμενης μοίρας της.
Όταν αποφάσισε να τα σπάσει, το έκανε με τον πιο ακραίο κι επικίνδυνο τρόπο.
Από τα δεσμά της δεν απελευθερώθηκε ποτέ αλλά ο μακρύς και λεπτός ιστός της μοίρας μπλέχτηκε γύρω από άλλες ανθρώπινες ζωές με δραματικές συνέπειες.
Το τυφλό πάθος που γεννούσε στους άντρες η σαγηνευτική και θηλυκή ομορφιά της ήταν το μεγαλύτερο της όπλο. Ένα όπλο που η ίδια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πότε και με ποιό τρόπο η κάνη του θα στρεφόταν εναντίον της.
Μάνος, Μίρι, Ανδρέας. Τρεις αντρικές φιγούρες που έλκονται μοιραία από τη μαγνητική της γοητεία. Οι συνέπειες ποικίλουν για τον καθένα και για κάποιους από αυτούς είναι ολέθριες.
Ένας ατέρμονος στροβιλισμός σκοτεινού πάθους, δολοπλοκιών και παγίδευσης ξεκινά. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος όταν το Κουτί της Πανδώρας ανοίγει. Ούτε καν αυτοί οι οποίοι το είχαν αρχικά σχεδιάσει.
Η ζωή που δεν έζησε η Αθηνά και λαχταρούσε αδημονίως να ζήσει, η κλειστή κοινωνία της Ρόδου που καραδοκεί με το δάχτυλο προτεταμένο και η βάναυση ψυχική και σωματική κακοποίηση που υπόκειται από τον άντρα της, την οδηγούν να λάβει δραστικές αποφάσεις που θα αλλάξουν άρδην τόσο τη δική της ζωή όσο και τη ζωή όσων την περιβάλλουν.
Τα γεγονότα προλαμβάνουν τις αντιδράσεις της και οι ασκοί του Αιόλου πλέον ανοίγουν σκορπίζοντας γύρω της τον όλεθρο.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί τους ήρωες και τους αντι-ήρωες αυτής της ιστορίας με πινελιές ωμές, ρεαλιστικές, αποδίδοντας τους με τις πραγματικές τους διαστάσεις, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης και άσκοπης αιτιολόγησης των πράξεων τους.
Η γραφή είναι απλή, κατανοητή, χωρίς ασάφειες και πλατειασμούς. Τα γεγονότα συνδέονται με τρόπο αριστοτεχνικό μεταξύ τους και σε πολλά σημεία η συγγραφέας κάνει αναφορά στο παρελθόν και μετά επανέρχεται στο παρόν χωρίς να αφήνει κενά κι ερωτηματικά.
Η υπόθεση βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη μικρή κοινωνία της Ρόδου πριν από μερικά χρόνια, τα οποία όμως αποδίδονται με τρόπο μυθοπλαστικό, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη την ευκαιρία να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, χωρίς να προκαταβάλλεται με τρόπο θετικό ή αρνητικό.
Η αφηγηματική ροή σε πολλά σημεία μοιάζει κινηματογραφική και προκαλεί έντονα κι αντικρουόμενα συναισθήματα στον αναγνώστη και τον καλεί να συνειδητοποιήσει πως πολλές φορές η αλήθεια δεν κρύβεται ανάμεσα στις γραμμές αλλά πίσω από αυτές και ν’αναρωτηθεί αν η ζωή προκαλεί τη μοίρα ή η ίδια η μοίρα τη ζωή.
Ένα ερώτημα που από την αρχή μέχρι και το τέλος του βιβλίου παραμένει ρητορικό.