Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μ.Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Πολλές φορές, συμβουλεύοντας κάποιον που έχει πρόβλημα συνεννόησης με ένα δικό του άνθρωπο, του προτείνουμε με θέρμη να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά του σ’ αυτόν που του το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις του, την αντίρρησή του, την πίκρα του, το θυμό του. Ό,τι τέλος πάντων μπλοκάρει και ταλαιπωρεί τη σχέση τους. Συχνά μας απαντάει πως όχι, αυτό δε γίνεται.
Και είναι φορές που δεν έχει άδικο. Είτε από εγωισμό είτε από βλακεία, ούτε που διανοείται πως μπορεί να μην είναι σωστός. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα τα πράγματα μεταξύ τους να εξελιχθούν ακόμα χειρότερα. Δεν είναι πάντοτε εφικτή η ρομαντική ελπίδα ότι μια ειλικρινής εξομολόγηση των πληγωμένων αισθημάτων μας, θα μεταμορφώσει αυτόματα τον άλλον σε έναν άγγελο μετανοίας, που θα πέσει στην αγκαλιά μας και θα μεταμορφωθεί.
Το πλέγμα των σχέσεών μας είναι ένα πολύ μπερδεμένο σύστημα. Όσο στενότερη μια σχέση τόσο πιο περίπλοκη, τόσο πιο δυσνόητη, πιο τυραννική.
Όμως, και παρά την δυσκολία, εγώ επιμένω να πιστεύω πως ένας άνθρωπος πληγωμένος πρέπει να ξανοίγεται και να φανερώνει τι αισθάνεται σ’ αυτόν που τον πλήγωσε και τον πληγώνει. Μια παλιά πληγή δεν τη γιατρεύει πάντα μόνο με το πέρασμά του ο χρόνος, αντιθέτως, ο χρόνος την κακοφορμίζει. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να την ξεσκεπάζει καλύτερα, να φανερωθεί και να ρουφήξει φως. Κι ας μην καταλάβει ο άλλος, κι ας μη διορθωθεί.
Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του, θερμαίνεται και φουσκώνει εντός του το παράπονο, η ματαίωση και, ως εκ τούτου, ο θυμός. Και ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο.
Όταν ο άλλος σε απογοητεύει, σε χρησιμοποιεί, σε αγνοεί, σε κακοποιεί, θυμώνεις μαζί του. Έτσι συμβαίνει, ασφαλώς, και είναι υγιές, ανθρώπινο και φυσικό. Ωστόσο μέσα σ’ αυτόν το θυμό κατά του άλλου που μας αδικεί και μας πληγώνει, σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι’ αυτό αγριότερος: ο θυμός κατά του εαυτού μας. Του εαυτού μας που δεν έχει τα κότσια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να υποστηρίξει το δίκαιο, την αλήθεια, να υπερασπιστεί τα αισθήματά του, να μιλήσει. Είναι γνωστό και αποδεκτό εκείνο το χριστιανικό που συμβουλεύει να μην κάνεις στον άλλον όσα δε θες να κάνουν σ’ εσένα. Αλλά και δεν θα πρέπει να επιτρέπεις να σου κάνουν όσα άδικα εσύ ποτέ δε θα τους έκανες.
Γι’ αυτό, όταν συμβουλεύω φίλους, προτείνω να ανοίγουν την καρδιά τους και να εκφράζουν αυτό που τους ενοχλεί σ’ αυτόν ακριβώς που τους ενοχλεί απευθείας. «Και να μη σε καταλάβει, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που κατόρθωσε και μίλησε. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Δεν είναι λίγο αυτό!»
Δεν έχεις ανάγκη τον καταθλιπτικό συμβιβασμό για να «σώσεις» μια σχέση. Μονάχα η αλήθεια και η αγάπη σώζουν όντως καταστάσεις ζωής. Συμβιβαζόμαστε όταν επιλέγουμε το φόβο κι αυτό, είναι μειωτικό. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο συμβιβασμό και στην παραχώρηση. Το πρώτο ενέχει υπολογισμό και δειλία, ενώ το δεύτερο γενναιότητα και αρχοντιά. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «απωθώ» και στο «συγχωρώ». Το ένα κλωσάει τον εφιάλτη και την εκδικητικότητα, το άλλο προσφέρει τη φρεσκάδα της νέας ευκαιρίας. Υπάρχει διαφορά, ανάμεσα στο να με καταπατούν και στο να θυσιάζομαι. Το πρώτο είναι σκλαβιά, υποτέλεια, το δεύτερο γενναιότητα αγάπης και κυρίως ελευθερία.
Έχω προσέξει πως όσοι τολμούν ν’ ανοίξουν την καρδιά τους – άσχετα από το αποτέλεσμα και την επιτυχία τους – βγαίνουν ύστερα από αυτό οι ίδιοι με άλλοι διάθεση και άλλο βλέμμα. Με πεποίθηση και με καλή περηφάνια. Με αυτοεκτίμηση και ανακούφιση. Χωρίς το άγχος να εμπλέκονται σε φανταστικούς καβγάδες μέσα στο κεφάλι τους. Και η απαλλαγή από ένα άγχος, κατά τον Φρόιντ, είναι από τις μέγιστες ηδονές.
Βγαίνουν πιο καθαροί κι ανάλαφροι όπως βγαίνουμε από ένα λουτρό. Κι αν δεν έπεισαν τον άλλον τελικά, κι αν δεν μπόρεσαν να βγάλουν μαζί του άκρη, μπόρεσαν να φανούν στα ίδια τους τα μάτια ειλικρινείς και θαρραλέοι. Κι αυτό ήδη είναι νίκη και χαρά μεγάλη.
πηγή: enallaktikidrasi.com