Τέλη Ιουλίου έκλεισα αισίως δύο χρόνια ανεργίας. Στο διάστημα αυτό είδα αρκετούς φίλους να χάνουν τη δουλειά τους, να στριμώχνονται, να θυμώνουν και τελικά να αποδέχονται το μοιραίο με μία στωική συγκατάβαση: Όπως οι άλλοι έτσι κι εγώ. Όπως στα εύκολα έτσι και στα δύσκολα.
Αυτά τα δύο χρόνια λοιπόν, λόγω ιδιότητας, ήρθα σ’ επαφή με μία συγκεκριμένη ομάδα δημοσίων υπαλλήλων, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Δύο-τρία χρόνια που τα σκάγια σφυρίζανε δίπλα της, αλλά ευτυχώς δεν την άγγιζαν, η ομάδα αυτή κοίταζε τα πτώματα, ενώ παράλληλα κανόνιζε τις διακοπές της, τα ψώνια της, τα κατοικίδιά της, κάνοντας ταυτοχρόνως και το σταυρό της: Σ’ ευχαριστώ Κύριε που δε με έκανες σαν και Αυτούς.
Σήμερα ήρθε και γι’ αυτούς το πλήρωμα του χρόνου. Πριν από ένα μήνα περίπου ήταν όλοι σε κατάσταση πανικού, υστερίας και σοκ. Δεν είχαν απολυθεί ποτέ άλλοτε, όπως μου ομολόγησε μία κοπέλα στην ίδια ηλικία με μένα, και δεν ήξεραν τι σημαίνει ανεργία. Αυτό δε μου έκανε εντύπωση. Όταν δουλεύεις μονίμως στο δημόσιο, είναι λογικό να μην έχεις ενδιαφερθεί για τα προβλήματα του διπλανού. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με αυτά και αυτό ήταν φανερό από τις αντιδράσεις τους.
Εντύπωση μου έκανε η αντιμετώπιση του προβλήματός τους. Δεν είδα καμία αλληλεγγύη, καμία ένδειξη αλληλοσυμπαράστασης, τίποτα. Ο καθένας σχολίαζε με βάση την πάρτη του και μόνο. Μάλιστα το έκανε αυτό με πλήρη συνείδηση. Η μία μου είπε ότι είναι πολύ φυσικό ν’ απολυθούν άνθρωποι. Οι Άλλοι, όχι Εκείνη. Καταμέτρησε κιόλας τους άχρηστους. Φυσικά αυτή δεν ήταν ανάμεσα στους αποδιοπομπαίους τράγους. Γι’ άλλους χτυπούσε η καμπάνα. Η άλλη δε δίστασε να πάρει, μπροστά στους συναδέλφους της, τηλέφωνο το βύσμα της για να πάρει πληροφορίες(!). Έτσι, ξερά. Χωρίς καμία ντροπή. Ένας τρίτος κατηγόρησε τη φίλη του ότι δήθεν χαίρεται που αυτός θα χάσει τη δουλειά του. Προφανώς ο κύριος αυτός έτσι σκεφτόταν για όσους μέχρι εκείνη τη στιγμή έβγαιναν στην ανεργία. Ευτυχώς που δεν είμαι εγώ. Δε συζητώ για το ζήτημα της απεργίας. Με το ζόρι σχεδόν είπαν το ναι, γιατί σκέφτονταν τα χαμένα ημερομίσθια. Πού ξέρεις; Μπορεί να έρθει από τον ουρανό άγγελος με πύρινη ρομφαία και να ακυρώσει απολύσεις και διαθεσιμότητες.
Είμαι σίγουρη πως ήδη με κατηγορείτε για εμπαθή συμπεριφορά απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους. Όχι, το πρόβλημά μου δεν είναι αυτό. Δεν έχω πέσει θύμα του κοινωνικού αυτοματισμού. Δεν αποδέχθηκα ποτέ τέτοιους αφορισμούς. Αντιθέτως, έχω πλήρη επίγνωση της αποσάθρωσης και διάλυσης που θα επιφέρει η απόλυση κι άλλων εργαζομένων στον ήδη επιβαρυμένο κοινωνικό ιστό. Δεν θέλω λοιπόν να χάσει κανείς τη δουλειά του, επειδή ακριβώς ξέρω πόσο δύσκολη είναι η ανεργία.
Το πρόβλημά μου είναι πως σ’ αυτή τη χώρα τελικά δεν αλλάζει τίποτα. Ακόμη και τώρα που πιάνουμε πάτο στο πηγάδι, τα πιο αρνητικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία επιβιώνουν και μάλιστα μεγεθύνονται. Αυτοί οι άνθρωποι, ακόμη και αν χάσουν τη δουλειά τους, ακόμη και αν μείνουν άνεργοι, δε θα συνειδητοποιήσουν ποτέ ότι μία κοινωνία πρέπει να ενεργεί συλλογικά και όχι ατομικά. Στο μικρόκοσμό τους θα θριαμβεύει πάντα το αθάνατο ρητό: Μακριά απ’ τον κώλο μου κι όπου θέλει ας είναι. Έτσι έμαθαν, έτσι πράττουν. Είναι εκείνοι που όταν μία ομάδα εξεγείρεται γιατί χάνει τα δικαιώματά της αντιδρούν γιατί ξεβολεύονται. Είναι εκείνοι που σε κοίταζαν σαν UFO αν έλεγες: είμαι άνεργος, δεν έχω λεφτά. Είναι εκείνοι που τόσα χρόνια τρέχανε σε βουλευτές, πολιτικούς και καρεκλοκένταυρους για μία θεσούλα, για να «τακτοποιηθούν». Είναι εκείνοι που στήριξαν ένα σύστημα που σήμερα καταποντίζεται, και τους παίρνει μαζί τους. Δυστυχώς παρασύρει κι εμάς μαζί, αλλά αυτοί δε θα έχουν βάλει ποτέ μυαλό.