Και πάλι γεια σας αγαπητοί φίλοι και φίλες. Ένας στίχος λένε ότι έχει πολλές φορές κρυφά νοήματα κι εγώ είμαι εδώ και πάλι να σας απλουστεύσω τη ζωή. Σήμερον το μενού έχει άλλο ένα στιχούργημα για το οποίο θα χρειαστούμε μετάφραση. Για πάμε.
Ο σημερινός μας στίχος το λεπόν έχει τον τίτλο ”Μια πίστα από φώσφορο” τον οποίο έγραψε η κυρία Λίνα Νικολακοπούλου και ερμήνευσε η Χάρις Αλεξίου. Για να ιδούμε τι μας λέει:
”Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο
θα σου ‘φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο
με δώδεκα διαδρόμους δώδεκα τρόμους
με βύσματα κι εντάσεις φορητές
με πείσματα κι αεροπειρατές”
Χά. Γκομενοϊστορία και πάλι η δουλειά. Το στιχάκι είναι unisex, πάει και για τα δύο φύλα.
Αλλά ας το πάρουμε απ την θηλυκήν πλευρά.
Το γκομενάκιον λοιπόν τα ‘χει μπλέξει με τύπο βαρύ κι ασήκωτο ολίγον κάφρο, που βαριέται να κουνήσει το αριστερό του. Ας τον πούμε Μήτσο. Η νεαρά λοιπόν έχει μια κρυφή ελπίδα ότι θα στρώσει τον Μήτσο, γι αυτό και του πετάει από την σέντρα τη πρώτη σπόντα:
”Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο θα σου ‘φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο”
Μάλιστα. Δηλαδής του λέει, αγοράκι μου, αν δεν ήσουν ψιλομαλάκας, που δυστυχώς είσαι, εγώ μπορεί και να δοκίμαζα να φυτέψω κάνα μαρουλάκι στον κήπο της καρδιάς σου. Χμ. Μικρή ανόητη, που πας; Προς το παρόν το έδαφος δεν προσφέρεται ούτε για χωματερή και η καρδιά του απέχει παρασάγγας από την τρυφερότητα ενός τόνου Ριο Μάρε. Για να δούμε τι θα γίνει.
Συνεχίζει λοιπόν να προσπαθεί γιατί με το φτύσιμο κολλάει και του πετάει την Πίτσα από φώσφορο. Εεεμ την Πίστα ήθελα να πω. Πω ρε πούστη πείνασα. Εμμέσως πλην σαφώς δηλαδή του λέει: Φάε και λίγο ψαράκι ρε κανίβαλε, που χει ωμέγα τρία λιπαρά με μπόλικο φώσφορο μέσα να ξεστραβωθείς. Άντε γιατί φεύγει το βαπόρο και θα το χάσεις. Χαμπάρι όμως ο Μήτσουλας. Οϊμέ. Η Λίνα όμως εδώ καταλαβαίνει τον πόνο της πρωταγωνίστριας και βάζει τα μεγάλα μέσα. Συνεχίζει και πετάει το αλληγορικόν:
”με δώδεκα διαδρόμους, δώδεκα τρόμους”
Πσσσς. Τι είπε η γυναίκα. Δώδεκα κι ουτ’ ένα τηλεφώνημα. Δώδεκα είναι οι μήνες του χρόνου και του λέει μέσα απ αυτό ότι αν δεν ισιώσεις μπούλη, δώδεκα θα ναι η μέρες σου. Δώδεκα μήνες τρόμου θα σου τους κάνω εγώ μαζί μου. Και του πετάει και το κερασάκι:
”με βύσματα κι εντάσεις φορητές με πείσματα κι αεροπειρατές”
δηλαδή ότι θα τον έχει στην πρίζα προκαλώντας του fake μανούρες και επιπλέον γκρίνια γκρίνια γκρίνια συνέχεια, μέχρι που ο Ταλιμπάν της επιμονής της, ευελπιστεί να το ρίξει το αεροπλάνο της αναισθησίας του. Μεγάλε μου την πάτησες. Έπεσες σε ψυχάκι. Για πάμε κοπλέ δύο.
”Αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση
θα σου ‘φερνα δισκάκια για ακρόαση
στο λίκνισμα της άμμου στάλα η καρδιά μου
κι η διψασμένη μου ψυχή στρατός
και πάνω της ζωής ο αετός”
Χμ. Ανεβαίνουν οι νοηματικές εντάσεις εδώ όπου ο μπρουτάλ Μήτσος εγκαλείται από την πονεμένη να κάνει τη αγκαλιά του όαση και να της πει κι ένα τραγούδι:
”Αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση θα σου ‘φερνα δισκάκια για ακρόαση”.
Του λέει και κάνα δυό ψιλοκαβλούα, με λικνίσματα και σταγόνες όπου πιάνετε πιστεύω το υπονοούμενο ”στο λίκνισμα της άμμου στάλα η καρδιά μου” αλλά ο παλίκαρος χαμπάρι. Ξενέρωτος μέχρι αηδίας. Ε μάλλον θα γαμεί κι αλλού. Και μένει η γλάστρα απότιστη που λέτε και η στιχουργός εδώ το τραγικοποιεί λέγοντας ότι δίψασε μέχρι κι η ψυχή της πόσο μάλλον το απαυτό της, η οποία έχει γίνει δίψα ολόκληρης ταξιαρχίας. ”κι η διψασμένη μου ψυχή στρατός”. Ε και τι μένει στο τέλος; ”και πάνω της ζωής ο αετός” Το όρνεο της απογοήτευσης να κόβει βόλτες πάνω από το σχεδόν άψυχο κορμί της παιδούλας όπου περιμένει πότε θα τεζάρει συναισθηματικώς για να της κόψει μπριζόλα. Ποτάνα ζωή.
“Όνειρα – όνειρα
φλόγες μακρινές μου
Του φευγιού μου όνειρα
κι άγνωστες φωνές μου”
Ωωω και φτάσαμε στο ρεφρέν. Είδε κι απόειδε η μικρά τελικά και κοντεύει να τα παρατήσει. Τραγουδά μόνη της αγναντεύοντας το υπερπέραν λέγοντας ότι δεν υπάρχει ελπίδα με το ζαβό κι όλα μοιάζουν όνειρο θερινής νυκτός. Ακούει λοιπόν τις φωνές τις συνείδησής της και σκέφτεται να πάρει τον πούλο διακριτικά. Ε μα αγάπη μου κι εσύ, αφού το βλέπεις. Το παλικάρι δεν το χει. Χέστο.
“Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι
σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι
απ΄τ΄άσπρο σου το χιόνι δίχως σεντόνι
στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή
κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί”
Και φτάνουμε στον επίλογο. Θέλει να κάνει την απέλπιδα προσπάθεια. Του λέει λοιπόν:
”Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι”
Δηλαδή κοιμήσου εσύ μαλάκα κι η τύχη σου δουλεύει. Ψιλοχαμούρα η φίλη μας. Που λέτε δεν τον παρατάει να πάει στο καλό, αλλά θέλει να του κάνει και ζημιά. Γιατί ρε πουστη δηλαδή δεν γίνεσαι άνθρωπος, μονολογεί; Τώρα θα δεις.
”Σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι απ΄τ΄άσπρο σου το χιόνι”.
Δηλαδή κύριε παπάρα, εγώ που είμαι μια Θεάρα και δεν το εκτιμάς, μια μέρα που θα με έχεις αφήσει παγωτό και πάλι, θα σου την κάνω εγώ σκέτη με το βρακί μια νύχτα και θα πάω να την πέσω στα νύχια του αμέσως επόμενου μαλάκα να μάθεις. Ούτε καν με το σεντόνι δεν θα κουκουλωθώ… ”δίχως σεντόνι στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή”.
Μπα λέτε ο Μήτσουλας να ζηλέψει; Στα παπάρια του λέω εγώ. Σιγά μην κόψει τις φλέβες του κιόλας. Αφού κι ο Χάρος το ‘χε τόσο σίγουρο ότι ο Μήτσος δεν υπάρχει περίπτωση, που ούτε καν παραφυλάει μήπως την κάνει τη μαλακία.
”Κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί” Και ξαναμανά όνειρα, όνειρα. Μπα εφιάλτης κατάντησε η φάση.
Αυτά που λέτε. Παρακολουθήσατε λοιπόν αποκρυπτογραφημένο το δράμα μιας κορασίδας που είχε αμανάτι να βάλει στον ίσιο δρόμο έναν άντε γεια σου τύπο. Απ ότι καταλάβατε δεν είχε αποτέλεσμα.
Αυτό είναι και το κρυφό μήνυμα που περνάει η στιχουργός εννοώντας ότι, τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς. Μα πόσο δίκιο έχει. Αυτά τα τραγούδια είναι σοφά. Ελπίζω να σας διαφώτισα.
See Ya.