Πριν λίγες μέρες συνάντησα τη μητέρα ενός παιδικού μου φίλου και με πολλή χαρά αλλά και νοσταλγία αναπολήσαμε τις στιγμές εκείνες που ήμασταν μικρά παιδιά και τρέχαμε ανέμελα, παίζαμε και γελάγαμε με την πιο όμορφη παρέα του κόσμου… Όπως συζητούσαμε στα πεταχτά στο διάδρομο ενός παιχνιδάδικου, τόσες όμορφες εικόνες, μυρωδιές, φωνές ξεπρόβαλαν ξαφνικά μπροστά μου και μου επιβεβαίωσαν για μια ακόμα φορά πόσο όμορφα ήταν τα παιδικά μας χρόνια – κι ας βιαζόμασταν τότε να μεγαλώσουμε…
Είναι καλοκαίρι, μέσα Ιουλίου και η ζέστη κάνει αισθητή την παρουσία της σε έναν οικισμό, με όμορφα εξοχικά, κήπους που μοσχοβολάνε και περιβόλια με κάθε είδους λαχανικά που μυρίζουν χώμα κι όχι βλαβερά λιπάσματα και ορμόνες. Και το σπουδαιότερο από όλα… πολλές παιδικές φωνές που ζωντάνευαν αυτό το μέρος, κάποια χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Εκεί μια παρέα με μια ντουζίνα παιδιά, όλα πάνω κάτω στην ίδια ηλικία, χρωματίζει διαφορετικά τις μέρες του καλοκαιριού με τις περιπέτειές της και τις σκανταλιές της. Κάθε πρωί περνάει ο ‘ψωμάς’, ο φούρναρης δηλαδή, που έρχεται από το κοντινό χωριό να μας φέρει ψωμί. Αφού απολαύσουμε τη ζεστή τυρόπιτα ο καθένας μας, στο πόδι συνήθως γιατί το παιχνίδι δεν περιμένει, θα συναντηθούμε στο σπίτι κάποιου από όλους μας, συνήθως στο δικό μου γιατί είχε μεγάλη αυλή, για να παίξουμε επιτραπέζια. Κάνουμε ομάδες, κάθε φορά διαφορετικές και μια κερδίζει η μια ομάδα μια η άλλη. Έχουμε και τις διαφωνίες μας: για το ζάρι που έπεσε στην άκρη του τραπεζιού, για την κάρτα που σηκώσαμε και ήταν κάτω από αυτή που έπρεπε να πάρουμε κι άλλες τέτοιες ζαβολιές. Γιατί ζαβολιές κάναμε όλοι μας, βλέπεις θέλαμε όλοι να κερδίζουμε πάντα. Ακόμα κι αν χάναμε όμως ή διαφωνούσαμε έντονα – έντονα για τη δική μας ηλικία – μέσα σε πέντε λεπτά – και πολύ σου λέω – το είχαμε κιόλας ξεχάσει.
Μετά τα επιτραπέζια, σειρά είχε το μπάνιο στη θάλασσα. Φορώντας το καπέλο μας, με την πετσέτα στον ώμο, αν δεν την είχαμε ξεχάσει στο σπίτι, και το ποδήλατό μας γύρω στο μεσημεράκι φτάναμε στην παραλία. Εκεί γύρω στις 12, που τώρα είναι η χειρότερη ώρα για να πας για μπάνιο εξαιτίας της έντονης ακτινοβολίας. Τότε δεν είχαμε κανένα πρόβλημα, ούτε καν φορούσαμε αντιηλιακό! Κι ήταν μια παραλία ήσυχη, όλη δική μας! Όχι από αυτές τις οργανωμένες. Άλλωστε στη δεκαετία του ’80 δεν υπήρχε αυτό το φρούτο. Η παραλία με άμμο και η θάλασσα με το φαινόμενο της παλίρροιας κάθε δεκαπέντε μέρες να μας φτιάχνει ‘νησάκια’ από άμμο μέσα στη θάλασσα κι εκεί εμείς να παίζουμε μπάλα, αμμοπόλεμο, να φτιάχουμε κάστρα κι άλλα τέτοια! Βουτιές και γέλια και πάμε πάλι από την αρχή. Οι μανάδες μας θα έρχονταν αργότερα στην παραλία να κάνουν κι εκείνες ένα μπάνιο ή να μας μαζέψουν για το μεσημεριανό φαγητό. Γιατί εμείς ρολόι δεν φοράγαμε… σ’αυτό το μέρος ο χρόνος σταμάταγε με το κλείσιμο των σχολείων για καλοκαίρι – γιατί το ίδιο βράδυ ερχόμασταν όλη η παρέα στα εξοχικά μας για διακοπές – και ξαναξεκίναγε να κυλάει τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη!
Ανεμελιά. Το μυαλουδάκι μας νοιαζόταν μόνο για το πόσες ώρες θα παίξουμε και πού θα πάμε βόλτα. Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, δυο βασανιστικές ώρες ησυχίας, γιατί να κοιμηθούμε δε θέλαμε, απλά κάναμε υπομονή και ησυχία μέχρι να έρθει το απογευματάκι και να πάμε για την ποδηλατάδα μας! Γύρω στις πέντε συναντιόμασταν με τα ποδήλατα και πηγαίναμε στο κοντινό βενζινάδικο για παγωτό, με το χαρτζιλίκι μας. Εμένα μου έδινε πάντα η αγαπημένη μου γιαγιά. Κι όταν έφευγε για να πάει και στα άλλα της εγγόνια μου άφηνε κάτι παραπάνω! Αχ γιαγιάκα μου! Μετά το παγωτό, εξερεύνηση με τα ποδήλατα σε χωματόδρομους. Τα γόνατα και οι αγκώνες μας ακόμα φέρουν παράσημα από τις τούμπες που έχουμε φάει όλοι. Τα αγόρια καμιά φορά έκαναν τις κόντρες τους, ποιος θα έκανε την πιο γρήγορη πεταλιά! Το απόγευμα δεν είχε ακόμα τελειώσει κι όσο είχε φως σειρά είχε το ποδόσφαιρο σε μια μικρή αλάνα ή το μπάσκετ έξω από το σπίτι του Γιάννη με τη μπασκέτα του. Φωνές, κλωτσιές, πεσίματα και κάτι γκολ αμφισβητήσιμα που μπορεί να διέκοπταν τον αγώνα άδοξα.
Ύστερα βράδιαζε, ιδανική ώρα για να παίξουμε κρυφτό ή μεγαλώνοντας λίγο να καθόμαστε στην παραλία και να λέμε ανέκδοτα και ιστορίες. Κι αποκαμωμένοι πια το βράδυ να ξαπλώνουμε ο καθένας στο κρεβάτι του και να κάνουμε ανέμελα όνειρα για το αύριο…
Πόσο όμορφα κι αθώα ήταν εκείνα τα χρόνια… χωρίς άγχος, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Παίζαμε ελεύθερα στις αλάνες, στα χωράφια χωρίς να φοβόμαστε! Φτιάχναμε όνειρα για το μέλλον και τα χρωματίζαμε με την αλήθεια και την αθωότητά μας. Χαρήκαμε την επαφή με τη φύση και ναι παίξαμε κι εμείς με βιντεοπαιχνίδια (αρχαίου τύπου) αλλά χαρήκαμε και το αληθινό παιχνίδι, έξω από τους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος.
Η σημερινή πραγματικότητα βρίσκει κάποιους από μας να έχουμε γίνει γονείς, κάποιους άλλους να έχουν πετύχει και διακριθεί στον επαγγελματικό τομέα. Όλοι μας κυνηγήσαμε λιγότερο ή περισσότερο τα όνειρά μας κι όλοι μπήκαμε στον αγώνα της ζωής, του άγχους, της δημιουργίας. Έχουμε πολύ καιρό να βρεθούμε όλοι μεταξύ μας, ευτυχώς που υπάρχουν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μιλάμε λιγάκι. Μένουμε 10-20 λεπτά με το αυτοκίνητο μακριά ο ένας από τον άλλον αλλά οι υποχρεώσεις κι αυτή η αναβλητικότητα που χαρακτηρίζει εμάς τους μεγάλους πια, μας κρατούν μακριά. Κάθε φορά που θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο θα δώσουμε την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα, αλλά κάτι θα γίνει και δε θα τα καταφέρουμε…
Αφιερωμένο στο Γιάννη και το Φωκίωνα, στην Αλέκα και τη Χριστίνα, στον Τάσο και την Ευτυχία, στον Γιώργο και τον Κωστάκη, στην Εύη και το Λάζαρο – ο Λάζαρος θα είναι πάντα στις καρδιές μας – στη Ρούλα και τον Ηλία, στο Γιάννη.