Ξέρεις, θέλω εδώ και καιρό να σε ρωτήσω κάτι.
Πες μου, μπήκες ποτέ στον πειρασμό να ζήσεις;
Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να σταματήσεις να υπάρχεις και να ξεκινήσεις να ζεις;
Υποψιάζομαι πως σκέφτεσαι «…αφού δεν είμαι ακόμα πεθαμένη, τότε μάλλον ανήκω στους ζωντανούς».
Σε βλέπω που σηκώνεσαι κάθε πρωί από το κρεβάτι.
Θα πας και σήμερα στη δουλειά γιατί πρέπει να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου, θα κάνεις τα συνηθισμένα σου καθήκοντα και το βράδυ θα πέσεις κατάκοπη στον καναπέ.
Μια βάρκα που επιπλέει στα ρηχά νερά της ύπαρξης.
Θα μαγειρέψεις, θα βάλεις τα πιάτα στο πλυντήριο, μπορεί και να τα πλύνεις στο χέρι, θα κάνεις μπάνιο τα παιδιά.
Ίσως να κλείσεις τα μάτια και να αφήσεις αυτόν που ξαπλώνει δίπλα σου να εισβάλει για λίγα λεπτά, -να μην πω δευτερόλεπτα, αυτό θα είναι μεγάλη τύχη,- στο εσωτερικό του σώματος σου.
Θα περιμένεις υπομονετικά κι ύστερα θα γυρίσεις πλευρό, να βυθιστείς σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
Περνούν οι νύχτες και τα πρωινά και δεν σε αγγίζει τίποτα.
Δευτέρα με Παρασκευή έχει δουλειά, υπενθυμίζεις στον εαυτό σου πως πρέπει να διασκεδάσεις το Σάββατο.
Έρχεται το Σάββατο κι η πολυπόθητη διασκέδαση δεν σε επισκέπτεται.
Γιατί εντωμεταξύ μέσα στην εβδομάδα, ξέχασες πώς να ζεις.
Από την ώρα που γεννήθηκες εκπληρώνεις προσδοκίες. Άλλων.
Και πάντα οι άλλοι βρίσκονται μια ανάσα μπροστά, ποτέ δεν προλαβαίνεις να εκπληρώσεις και τη δική σου αποστολή.
Είσαι μια καλή κόρη, μια καλή φοιτήτρια, μια καλή σύζυγος, σωστή νοικοκυρά, σπουδαία μητέρα.
Πού είσαι εσύ όμως;
Θυμάσαι τότε που ήσουνα μικρή;
Σε βλέπω στρωματσάδα με δυο φίλες σου σε μια ταράτσα, μετρούσατε τα αστέρια, όλη τη νύχτα δεν κοιμηθήκατε, γελούσατε ασταμάτητα.
Απλώνατε τα χέρια προς τον ουρανό, τάχα να τα φτάσετε, ήσουνα τότε μοναδική, ανεπανάληπτη, αυθεντική.
Είχες όνειρα. Και τις δικές σου προσδοκίες. Κι ύστερα χάθηκες σε μια στιγμή.
Τώρα αδυνατείς να δεις όμορφα πράγματα γύρω σου.
Τι να κάνω, με ρωτάς.
Να αλλάξεις λέω, θυμήσου πώς ζούσες τότε, ήσουν ευτυχισμένη κι ας μην το ήξερες.
Άνοιξε ένα βιβλίο, ταξίδεψε μέσα του, άσε τα πιάτα άπλυτα για μια φορά.
Περπάτα για μια ώρα, παρατήρησε γύρω σου, ένα χαρτάκι από γαριδάκια ταξιδεύει στον αέρα, πιο ζωντανό από σένα.
Στην πρώτη στροφή σε περιμένει σταυροδρόμι. Πάντα θα βρίσκεσαι μπροστά σε ένα τέτοιο.
Το αντιλαμβάνεσαι; Οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά σου είναι οι δυνατότητές σου.
Μην τις χαρίζεις στο τίποτα, άρπαξέ τες τώρα, είναι ολόδικές σου.
Θυμήσου την ταράτσα που έκανες όνειρα κοιτώντας τον ουρανό.
Εδώ είναι τα όνειρά σου, αλλά κρύφτηκαν. Δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις ξανά.
Θα σε πουν ίσως ονειροπόλα, ασυνείδητη, αλλά να θυμάσαι, οι δυνατοί δρόμοι είναι στρωμένοι με εμπόδια.
Όπως τότε που μαθαίναμε ποδήλατο.
Στην αρχή δεν μπορούσαμε να σταθούμε πάνω του, έπειτα μετακινούσαμε τα πετάλια με κόπο κι όταν το κατακτήσαμε, γυρίζαμε με ισορροπία τα πόδια μας χωρίς βιασύνη, απαλά, στις ανηφόρες βάζαμε όλη μας τη δύναμη και το γκαζώναμε, στις κατηφόρες πιάναμε το φρένο με αυτοπεποίθηση.
Έλα να ανέβουμε ακόμα μια φορά σε εκείνο το ποδήλατο.
Σε βλέπω τώρα που κάθεσαι και περιμένεις να σε βρει επιτέλους μια σημαντική στιγμή.
Θα περιμένεις πολύ, λυπάμαι που στο λέω.
Τα σημαντικά είναι κάθε μέρα μέσα σου, δίπλα σου, γύρω σου.
Κι εσύ περιμένεις τα σπουδαία…
Λοιπόν, άκου, σήμερα κράτα μου το χέρι και θα χορέψουμε στο σαλόνι σου ακούγοντας μια υπέροχη μουσική.
Ύστερα θα σε πάω να δούμε μαζί το ηλιοβασίλεμα, όχι στην Οία, μέχρι την ταράτσα μας θα φτάσουμε, μια ανάσα δρόμος. Κι αν έχεις όρεξη κάνουμε και στρωματσάδα, όπως τότε.
Θα φτιάξουμε ένα πρωτότυπο φαγητό και θα πάμε αιφνιδιαστική επίσκεψη στη Μαρία, με το φαί στα τάπερ.
Λέω να της πάμε και μερικά λουλούδια από τον κήπο σου, τι λες;
Θα σου χαρίσω κι ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα που διάβασα τελευταία, δεν θα μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Θέλεις να πάμε και για βραδινό μπάνιο το Σαββατοκύριακο;
Για φαντάσου, το φεγγάρι θα φέγγει πάνω από τα κεφάλια μας, άσε τα χειμωνιάτικα, τα ανεβάζεις άλλη μέρα ρε παιδάκι μου.
Το μωρό, τα παιδιά, τα πιάτα, τα ρούχα, η δουλειά, το αφεντικό, ο άντρας σου, η μάνα σου, η γειτόνισσα.
Φτάνει.
Όλοι θέλουν να ζήσουν εις βάρος σου κι αυτό εσύ το λες καθήκον σου.
Μπορείς να τους επιτρέπεις την κατάληψη της ζωής σου, αλλά να θυμάσαι πως πρέπει κι εσύ να ζήσεις.
Σήμερα, τώρα, όχι αύριο.
Αλήθεια, μπήκες ποτέ στον πειρασμό να ζήσεις;