Πριν μερικά χρόνια, η Ανν Έλιοτ ήταν μια πολύ χαριτωμένη κοπέλα, όμως η φρεσκάδα της χάθηκε πρόωρα. Μια που ακόμα και όταν η ομορφιά της βρισκόταν στο ζενίθ της, ο πατέρας της δεν έβρισκε τίποτα να θαυμάσει πάνω της -αφού τα ντελικάτα χαρακτηριστικά της και τα ήπια καστανά μάτια της ήταν τόσο διαφορετικά από τα δικά του-, τώρα που ήταν μαραμένη και αδύνατη, δεν του κινούσε καθόλου το ενδιαφέρον. Δεν έτρεφε πλέον καμιά ελπίδα πως θα διάβαζε ποτέ το όνομά της σε κάποια άλλη σελίδα του αγαπημένου του βιβλίου. Η αισιοδοξία του για έναν αξιόλογο γάμο έπρεπε συνεπώς να βασιστεί στην Ελίζαμπεθ, μια που η Μαίρη είχε μπει σε μια παλιά ευυπόληπτη οικογένεια γαιοκτημόνων με μεγάλη περιουσία, τιμώντας τους χωρίς να λάβει εκείνη καμιά αντίστοιχη τιμή. Κάποια μέρα, η Ελίζαμπεθ θα παντρευόταν τον κατάλληλο άντρα.
Μερικές φορές τυχαίνει μια γυναίκα να είναι ωραιότερη στα είκοσι εννιά της χρόνια απ’ ό,τι ήταν δέκα χρόνια νωρίτερα, κι αυτό ακριβώς συνέβαινε με την Ελίζαμπεθ. Πρέπει να δικαιολογήσουμε, λοιπόν, τον σερ Γουόλτερ που πίστευε ότι εκείνος και η Ελίζαμπεθ άνθιζαν ακόμα, ενώ γύρω του η ομορφιά όλων των άλλων έσβηνε. Έβλεπε ξεκάθαρα πόσο είχαν γε- ράσει τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του και οι γνωστοί του· η Ανν έδειχνε καταβεβλημένη, η Μαίρη έμοιαζε σαν χω- ριάτισσα, κάθε πρόσωπο στη γειτονιά χειροτέρευε. Η ταχύτατη αύξηση των ρυτίδων γύρω από τα μάτια της λαίδης Ράσελ, το λεγόμενο «πόδι της χήνας», τον απέλπιζε εδώ και καιρό.
Η Ελίζαμπεθ δεν ένιωθε τόσο ικανοποιημένη από τη ζωή της όσο ο πατέρας της. Ήταν οικοδέσποινα του Κέλιντς Χολ εδώ και δεκατρία χρόνια, εκτελώντας τα καθήκοντά της με μια αυτοκυριαρχία σπάνια για την ηλικία της. Επί δεκατρία χρόνια ήταν υπεύθυνη για το σπίτι και όριζε τους νόμους του, έμπαινε πρώτη στην άμαξα με τα τέσσερα άλογα και έβγαινε αμέσως μετά τη λαίδη Ράσελ από όλα τα σαλόνια και τις τραπεζαρίες της κομητείας. Η συνειδητοποίηση ότι ήταν είκοσι εννιά ετών της προκαλούσε θλίψη και φόβο.
Ένιωθε σίγουρη πως εξακολουθούσε να είναι όμορφη όπως πάντα, αλλά πλησίαζε σε μια επικίνδυνη ηλικία και θα χαιρόταν πολύ αν τη ζητούσε φορτικά σε γάμο κάποιος βαρονέτος μέσα στα επόμενα ένα δυο χρόνια. Τότε, ίσως άρχιζε πάλι να ξεφυλλίζει το βιβλίο των βιβλίων με την ίδια απόλαυση που το χάζευε όταν ήταν νεότερη, γιατί τώρα δεν της άρεσε καθόλου. Και μόνο που έβλεπε συνέχεια την ημερομηνία της γέννησής της, χωρίς ν’ ακολουθεί η ημερομηνία του δικού της γάμου της αλλά του γάμου της μικρότερης αδελφής της, συγχυζόταν βαθιά. Πάμπολλες φορές, όταν ο πατέρας της το άφηνε ανοιχτό στο τραπεζάκι δίπλα της, εκείνη το έκλεινε, απέστρεφε το βλέμμα και το έσπρωχνε πέρα.
Και, επιπλέον, είχε ζήσει μια απογοήτευση την οποία το βιβλίο τής θύμιζε διαρκώς. Ο φυσικός κληρονόμος, ο αξιότιμος κύριος Γουίλιαμ Γουόλτερ Έλιοτ, του οποίου τα δικαιώματα με τόση γενναιοδωρία είχε υποστηρίξει ο πατέρας της, την είχε απογοητεύσει.
Όταν, πολύ νέα ακόμα, συνειδητοποίησε πως το γεγονός ότι δεν είχε αδελφό σήμαινε ότι μελλοντικός βαρονέτος θα γινόταν ο κύριος Έλιοτ, είχε αποφασίσει να τον παντρευτεί. Την ίδια πρόθεση είχε και ο πατέρας της. Δεν τον γνώριζαν από παιδί, αλλά λίγο μετά το θάνατο της λαίδης Έλιοτ, ο σερ Γουόλτερ επιδίωξε τη γνωριμία τους. Παρόλο που οι προσεγγίσεις του δεν αντιμετωπίστηκαν με εγκαρδιότητα, εκείνος επέμεινε, δίνοντας ελαφρυντικά για τη συστολή του λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Σε μια από τις ανοιξιάτικες εκδρομές τους στο Λονδίνο, όταν η Ελίζαμπεθ έλαμπε με την ομορφιά της πρώτης νιότης της, ο κύριος Έλιοτ υποχρεώθηκε να κάνει τη γνωριμία τους.
Εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ νέος και μόλις είχε ξεκινήσει τις νομικές του σπουδές. Η Ελίζαμπεθ τον βρήκε εξαιρετικά ευχάριστο και συγκατατέθηκε σε κάθε σχέδιο που τον ευνοούσε. Ο πατέρας της τον προσκάλεσε στο Κέλιντς Χολ. Μιλούσαν γι’ αυτόν και τον περίμεναν όλη την υπόλοιπη χρονιά, αλλά εκείνος δεν ήρθε ποτέ. Την επόμενη χρονιά τον είδαν πάλι στο Λονδίνο, τον βρήκαν εξίσου συμπαθητικό, τον κάλεσαν ξανά και τον περίμεναν. Και πάλι εκείνος δεν πήγε. Η επόμενη είδηση που έμαθαν γι’ αυτόν ήταν πως παντρεύτηκε. Αντί να ακολουθήσει την καλή του τύχη στην προδιαγεγραμμένη πορεία τού κληρονόμου του οίκου των Έ- λιοτ, είχε αγοράσει την ανεξαρτησία του κάνοντας ένα γάμο με μια πλούσια γυναίκας κατώτερης κοινωνικής θέσης.
Ο σερ Γουόλτερ έγινε έξαλλος. Ως προκαθήμενος του οίκου, ένιωθε πως έπρεπε ο νεαρός να είχε ζητήσει τη συμβουλή του, ειδικά μια που του είχε δείξει δημοσίως τη συμπάθειά του. «Πρέπει να μας έχουν δει μαζί μια φορά στο Τάτερσολ και δυο φορές στο εντευκτήριο της Βουλής των Κοινοτήτων», παρατήρησε.
Η αποδοκιμασία του εκφράστηκε μεν, αλλά προφανώς δε λήφθηκε καθόλου υπόψη. Ο κύριος Έλιοτ δεν έκανε την παραμικρή απόπειρα να απολογηθεί και φάνηκε να ενδιαφέρεται τόσο λίγο για την έγκριση της οικογένειας όσο ανάξιο γι’ αυτή τον θεωρούσε και ο σερ Γουόλτερ. Έκτοτε διακόπηκε κάθε επικοινωνία μεταξύ τους.
Μετά από χρόνια, η Ελίζαμπεθ εξακολουθούσε να νιώθει θυμωμένη για αυτή την τόσο ενοχλητική ιστορία με τον κύριο Έλιοτ. Τον είχε συμπαθήσει για τα χαρίσματά του και ακόμα περισσότερο επειδή ήταν κληρονόμος του πατέρα της. Η σφοδρή οικογενειακή της περηφάνια μπορούσε να δει μόνο σε αυτόν το κατάλληλο προξενιό για τη μεγαλύτερη κόρη του σερ Γουόλτερ Έλιοτ. Κι όμως εκείνος είχε φερθεί τόσο άθλια ώστε, παρόλο που αυτό το καλοκαίρι του 1814 η Ελίζαμπεθ φορούσε μαύρες κορδέλες ως ένδειξη πένθους για το θάνατο της γυναίκας του, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι άξιζε να τον σκεφτεί ξανά ως μέλλοντα σύζυγο. Ενδεχομένως να είχε πα- ραβλέψει την ντροπή του πρώτου του γάμου, μια που δεν υπήρχε λόγος να υποθέσει ότι διαιωνιζόταν από απογόνους, αν εκείνος δεν είχε κάνει κάτι χειρότερο. Όμως, όπως τους πληροφόρησαν κάποιοι καλοί φίλοι, εκείνος είχε μιλήσει με απίστευτη έλλειψη σεβασμού για την οικογένεια και για τον τίτλο που θα κληρονομούσε. Κι αυτό ήταν ασυγχώρητο.
Ωστόσο, η Ελίζαμπεθ Έλιοτ είχε άλλες έννοιες τώρα. Ο πατέρας της αντιμετώπιζε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια. Τώρα πια διάβαζε τον Κατάλογο των Βαρονέτων για να διώξει από τις σκέψεις του τους τεράστιους λογαριασμούς των εμπόρων και τις ανεπιθύμητες νύξεις του δικηγόρου του, του κυρίου Σέπερντ. Το κτήμα Κέλιντς ήταν προσοδοφόρο αλλά όχι τόσο ώστε να αποφέρει εισοδήματα ανάλογα με εκείνα που θα έπρεπε να έχει ο ιδιοκτήτης του, κατά τη γνώμη του σερ Γουόλτερ. Όσο ζούσε η λαίδη Έλιοτ, υπήρχε μέθοδος, μέτρο και οικονομία, κι έτσι κατάφερναν να τα βγάζουν πέρα με το εισόδημά του· αλλά μαζί της χάθηκε και κάθε ορθοφροσύνη και από εκείνη την περίοδο και μετά ξόδευε περισσότερα από όσα του επιτρεπόταν.
Του ήταν αδύνατον να ξοδεύει λιγότερα· δεν έκανε τίποτε πέρα από όσα επιβαλλόταν στον σερ Γουόλτερ Έλιοτ να κάνει. Μα όσο και αν δεν έφταιγε, όχι μόνο χρεωνόταν ολοένα και περισσότερο αλλά διαπίστωνε πως ήταν πολύ δύσκολο πλέον να κρύψει την κατάσταση από την κόρη του.
Την περασμένη άνοιξη, στο ταξίδι τους στην πόλη, της είχε κάνει μερικές νύξεις· έφτασε ως και στο σημείο να πει: «Μπορούμε να κάνουμε κάποιες περικοπές; Ξέρεις κανέναν τρόπο για να εξοικονομήσουμε χρήματα;»
Η Ελίζαμπεθ, προς τιμήν της, είχε σκεφτεί σοβαρά τι μπορούσαν να κάνουν. Τέλος, πρότεινε δυο τρόπους για να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα: να κόψουν μερικές περιττές φιλανθρωπίες και να μην ανακαινίσουν τη διακόσμηση του σαλονιού. Σε αυτές τις δυο μεθόδους πρόσθεσε μετά και την ιδέα να μην πάρουν δώρο για την Ανν, όπως συνήθιζαν κάθε χρόνο.
Όμως, όσο καλά και αν ήταν από μόνα τους αυτά τα μέτρα, δεν αρκούσαν για να καλύψουν το πραγματικό μέγεθος του κακού, το σύνολο του οποίου αναγκάστηκε ο σερ Γουόλτερ να ομολογήσει στην κόρη του λίγο καιρό αργότερα. Η Ελίζαμπεθ δεν είχε να προτείνει τίποτε περισσότερο αποτελεσματικό. Αισθανόταν αδικημένη και άτυχη, όπως ο πατέρας της. Κανείς από τους δυο τους δεν μπορούσε να επινοήσει κάποιο μέσο για να μειώσουν τα έξοδά τους χωρίς να υποβαθμίσουν την αξιοπρέπειά τους ή να εγκαταλείψουν τις ανέσεις τους με αβάσταχτο τρόπο.
Μόνο ένα μικρό μέρος της κτηματικής του περιουσίας μπορούσε να πουλήσει ο σερ Γουόλτερ. Ακόμα, όμως, και αν είχε το δικαίωμα να πουλήσει όλα τα στρέμματα, αυτό δε θα έκανε καμιά διαφορά. Είχε καταδεχτεί να υποθηκεύσει το κτήμα στο βαθμό που του επιτρεπόταν, αλλά δε θα συναινούσε ποτέ στην πώλησή του. Όχι, δε θα εξευτέλιζε ποτέ σε τέτοιο βαθμό το όνομά του.
Jane Austen – Persuasion