«Με εξόρισαν στην καρδιά της ζούγκλας. Να γίνει κοπριά για τα δέντρα το κουφάρι μου.
Αλλά έγινα κυνηγός περιωπής. Και γύρισα με σοφία φιδιού και τσαντίλα ρινόκερου».
Εγώ τα λέω ΚουΚουΕτράγουδα. Αυτά που παίζουν διαρκώς σε κάτι πορείες και φεστιβάλ. Μερικά τα ξέρω και εκτός ντουντούκας. Κάποια είναι συγκινητικά. Πολλά έχουν γίνει σύμβολα επανάστασης, ύμνοι στην ελευθερία. Ο Μίκης Θεοδωράκης θα έπρεπε να ξέρει καλά από αυτά. Γιατί λοιπόν δεν γράφει τραγούδια αντί να κάνει συνεντεύξεις, όπως συνηθίζει εδώ και καιρό; Η ένστασή μου δεν έχει να κάνει με το περιεχόμενο των λόγων του. Αναρωτιέμαι όμως με αφορμή ό,τι είπε, πού πήγαν οι καλλιτέχνες.
Η πολιτικοποιημένη τέχνη. Στρατευμένη ως τα αυτιά. Έχεις τσαντιστεί με το Μνηνόνιο κύριε Ιωαννίδη; Άσε τα tweets και ενέπνευσε τις νέες γενιές με τραγούδια. Να τα ακούμε και να σκεφτόμαστε ή να τσαντιζόμαστε ή ό,τι άλλο νομίζεις ότι πρέπει να νιώθουμε. Έμμεσα. Αυτό είναι τέχνη.
«Με βύθισαν στον ωκεανό. Να μείνω στα βάθη τους. Εγώ έγινα δεινός δύτης. Και βγήκα στην επιφάνεια με μαργαριτάρια».
Τα δυο αποσπάσματα ποιημάτων ανήκουν στον Nguyen Chi Thien. Πέθανε πρόσφατα. Τον πρωτοσυνέλαβαν το 1960 επειδή είπε σε παιδιά Γυμνασίου στην Κίνα, ότι ο 2ος Παγκόσμιος πόλεμος δεν τέλειωσε χάρη σε παρέμβαση της Ρωσίας, αλλά από τις ατομικές βόμβες. Τον έριξαν φυλακή. Για χρόνια. Φυματίωση, απομόνωση, κάθε είδους κακοποίηση. Δεν του έδιναν μολύβι, ούτε χαρτί. Όλα στο μυαλό του. Και τι έκανε όταν τον άφησαν να βγει μετά από χρόνια; Τα έγραψε όλα σε χαρτί, πήρε παραμάσχαλα τις 400 σελίδες και έτρεξε μέσα από τους φύλακες και τα φράγματα να μπει στην Βρετανική πρεσβεία. Τον συνέλαβαν, αλλά είχε προλάβει να περάσει τα ποιήματα για να εκδοθούν. Να μάθουν όλοι τι γινόταν στον Βιετνάμ τότε. Γι’ αυτό που έκανε, μπήκε σε ακόμα περισσότερες περιπέτειες στη φυλακή.
Σταματάω εδώ την ιστορία του. Σας θυμίζει κάποιον Έλληνα καλιτέχνη. Όχι βέβαια! Γιατί, ούτε έχουμε τόσο δραματικές καταστάσεις καταπίεσης από το καθεστώς μας, ούτε έχουμε τέτοιους ήρωες.
«Τον παλιό καιρό υπήρχαν αυτοκράτορες και Μανδαρίνοι, η ζωή γεμάτη αδικίες, Γιατί θυμάμαι μόνο τα καλά; Μόνο οι δόξες των παλιών περνάνε στην ποίησή μου; Ξεχνάω τα άσχημα; Μήπως η ζωή σήμερα είναι δηλητηριασμένη ως τα σωθικά και τα παλιά στραβά ήταν απλά μπιμπίκια;». Αν απαριθμήσω έργα τέχνης που ήταν ξεκάθαρα πολιτικά, νομίζω οι Έλληνες που τολμούν να αυτοαποκαλούνται «καλλιτέχνες» θα κρυφτούν σε κάποια γωνία. Ούτε καν τις Γκουέρνικες του κόσμου, έργα μεγάλων καλλιτεχνών, που έτυχε να ζήσουν σε δύσκολες εποχές και δεν φοβήθηκαν να αντιδράσουν. Έστω ένας Van Zandt, που πήγε στην Νότια Αφρική και έκανε το Artists Against Apartheid. Κι αυτό λίγο προφανές, αλλά δούλεψε. Οι τοιχογραφίες στην Βόρεια Ιρλανδία. Οι Guerilla girls, οι Pussy Riot. Ο Barack Obama ως Joker.
Δεν χρειάζεται να είναι γνωστοί, ούτε φοβερή η τέχνη τους. Αλλά καταφέρνουν να περάσουν αυτή τη νοητή γραμμή, όπου τελικά κάνουν κάτι. Κουνάνε μέρος της κοινωνίας περισσότερο από μια «προκλητική συνέντευξη στο ΒΗΜΑ της Κυριακής που θα συζητηθεί…». Η τέχνη πρέπει να στέκεται κάπου ανάμεσα στην κοινωνία, τις εξελίξεις και το μέλλον. Υπάρχουν ένα σωρό ρόλοι που έχουν αναλάβει οι καλλιτέχνες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Munch ή ο Γκόγια, ήταν έμμεσοι επαναστάτες. Αναπαριστούσαν την κοινωνία τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξοργίζονται όσοι έβλεπαν τα έργα τους.
Άλλοι επαναστάτησαν ενάντια στις ίδιες τις συμβάσεις της τέχνης. Ο Μανέ, ο Σεζάν και ο Ματίς, καβάλησαν με αυτά που έκαναν τις κοινωνικές αλλαγές, έγιναν ένα με αυτές. Στην Ελλάδα; Η τέχνη χοντροτεμπελιάζει κάπου ανάμεσα στην ανοησία, την αναισθησία και την ανικανότητα. O Μίκης τελικά, μας επηρεάζει λιγότερο από τον Μίκυ Μάους.
(Το άρθρο είναι όπως το έγραψα 22/10/2012 σε ένα site που δεν υπάρχει πια. Αλλά μου φάνηκε επίκαιρο οπότε το έσωσα εδώ πέρα.)