Tα βράδια κρυφοκοιτάζεις τις φωτογραφίες μου.
Όχι, δε με σκέφτεσαι, απλώς ρίχνεις μια ματιά. Χαζεύεις. Επιδερμικά, όπως κοιτάζεις το οτιδήποτε.
Με σκέφτεσαι;
Προσέχεις να μην σε πάρει χαμπάρι κανείς – δεν θέλεις “προβλήματα”- αλλά κυρίως προσέχεις να μην σε πάρει χαμπάρι ο εαυτός σου.
Δεν του λες ψέματα, τον γεμίζεις σφάλματα.
Σφάλμα, καλύτερο από το ψέμα. Το λάθος το διορθώνεις, έτσι νομίζεις, το ψέμα πώς να το κάνεις αλήθεια;
Ψέματα. Σφάλματα. Το ένα μετά το άλλο. Την αλήθεια την σκότωσες.
Τα πετάς κάτω από το χαλάκι του γάτου, τα τακτοποιείς, τα εκλογικεύεις και τα κρύβεις.
Ήθελες αλήθεια γάτο; Πίστεψες πως ήθελες. Οι γάτες αγαπάνε το σπίτι.
“Μόλις αγαπήσει ο γάτος το σπίτι θα το αγαπήσω κι εγώ”.
“Είναι αυτό το σπίτι μου;” Κουράστηκες να αναρωτιέσαι.
“Εφόσον αυτό είναι το σπίτι του γάτου, εφόσον το αγαπάει ο γάτος, εφόσον ο γάτος είναι δικός μου, το αγαπάω κι εγώ. Αγαπάω το σπίτι μου. Αυτό είναι το σπίτι μου.
Αυτός, μου είπαν, είναι ο γάτος μου”.
Ούτε καν τον γάτο σου δεν διάλεξες. Ο γάτος σου δεν είναι δικός σου γάτος.
Σου τον έδωσαν και σου είπαν “αυτός θα είναι ο γάτος σου, εγώ θα είμαι η κοπέλα σου, δες πόσο σε αγαπάω, δες πόσο σε αγαπάει ο γάτος σου”.
Τα βράδια όταν το σπίτι κοιμάται , αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το σπίτι σου.
Προσπαθείς να το αγαπήσεις όσο κι ο γάτος, αλλά σε εμποδίζει η μνήμη.
Το ένστικτο φωνάζει. Θυμάσαι ακόμα τη μυρωδιά.
Όλα μύριζαν μπισκότο και ζαχαρωτά. Πόσο ροζ. Πόσο άγνωστα. Πόσο επικίνδυνα. Πόσο ωραία. Πόσο θα χανόσουν.
Η σκέψη σου έρχεται αυθαίρετη, απρόσκλητη, ενοχλητική.
Άγνωστα, ενοχλητικά μυρμηγκιάσματα σε πασπαλίζουν με αστερόσκονη δεν θέλεις την ζωή που δεν έζησες, θέλεις την ζωή που ζεις, δεν χρειάζεσαι την αστερόσκονη, διώχνεις αυτό το θέλω που σκότωσες, δεν θέλεις άλλο τίποτα να στο ψιθυρίζει. Πόσο σου λείπει η ζωή που δεν έζησες.
Πόσο δεν θέλεις να το σκέφτεσαι.
Γιατί χαζεύεις τις φωτογραφίες μου;
Κόκκινο αίμα που δεν ματώνει ποτέ, καθόλου πορφυρό, πρόωρες ρυτίδες, ούρα και μετριότητα.
Το συνηθίζεις το μέτριο, το κόκκινο αίμα δεν καίει, δεν σε τρομάζει, δεν είναι ανεξίτηλο, δεν έρχεται από το σπάνιο όστρακο, αυτό που φοβάσαι πως θα σε κλείσει μέσα του, δεν είναι σπάνιο, δεν είναι καθόλου σπάνιο, είναι εύκολο, μέτριο, συνηθισμένο, δεν είναι απόδειξη πλούτου και εξουσίας.
Δεν θέλεις να εξουσιαστείς. Ούτε να εξουσιάσεις. Δεν θέλεις μάχες. Δεν θέλεις πορφύρα.
Κόκκινο αίμα. Εύκολο,συνηθισμένο, βολικό.
Η πορφύρα ανήκει σε άλλη εποχή. Σε άλλους καιρούς πιο επικούς.
Σε ιστορικά έργα τέχνης, σε μανδύες της αυτοκράτειρας, εσύ δεν θέλεις πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα ούτε αυτοκράτειρες.
Ήθελες όμως να γίνεις για λίγο επικός. Το χρειαζόσουν.
Ένιωσες για λίγο επικός, αυτοκρατορικός αλλά δίχως πορφυρό μανδύα.
Για να βάψεις πορφυρό το μανδύα σου έπρεπε να ψάξεις τα σπάνια όστρακα, να τα βρεις, να τα επεξεργαστείς, να τα καταλάβεις.
Πώς θα κατάφερνες να τα καταλάβεις;
Ήξερες πως μόλις τον έβαφες η πορφύρα είναι ανεξίτηλη. Δεν ήθελες πορφυρούς αυτοκρατορικούς μανδύες. Δεν ήθελες να βαφτείς.
Θα γινόταν πορφυρό το σπίτι σου, θα σε θάμπωνε ανεξίτηλα, θα σε μάγευε.
Πώς θα έφευγες; Θα έμενες ευτυχισμένα, αλλά εσύ δεν ξέρεις να μένεις.
Ούτε από το κόκκινο θα φύγεις, όχι επειδή θέλεις να μείνεις, αλλά επειδή νομίζεις πως όποτε θελήσεις μπορείς να φύγεις πανεύκολα.
Τίποτε πιο ουτοπικό από την ψευδαίσθηση της ευκολίας.
Τα εύκολα δεσμά είναι αυτά που δεν σε ελευθερώνουν ποτέ.
Τα εύκολα δεσμά είναι εκείνα που σε κρατάνε φυλακισμένο για πάντα.
Αλλά δεν το ξέρεις. Σου δίνουν μικρές άδειες και σου κοροιδεύουν την ελευθερία. Είσαι φυλακισμένος αλλά νιώθεις τόσο ελεύθερος.
Δεν καταλαβαίνεις την φυλακή σου.
Έριξες μια ματιά στον γάτο. Κρυφοκοίταξες ξανά τις φωτογραφίες μου.
Φοβήθηκες μην κρυώσεις εκεί που ζεστάθηκες πολύ, τις έκλεισες βιαστικά, είπες για άλλη μια φορά αντίο στην πορφύρα, σύρθηκες και αγκάλιασες βαριεστημένα αλλά ήρεμα το εύκολο κόκκινο και κατάφερες άλλη μια νύχτα να διώξεις τον Έρεβο.
Χάος, γη και έρωτας. Πορφύρα και Έρεβος.
Καληνύχτα.”