Έλα φόρεσε το ψάθινο καπέλο σου. Απόψε θα πάμε μια βόλτα, μια μεγάλη βόλτα στην ακρογιαλιά. Απόψε θέλω να σε χορτάσω, να με γεμίσεις με ζωή. Απόψε είμαι τόσο λυπημένη. Έλα κράτησε με λίγο από το χέρι, όχι με δύναμη, έτσι απαλά να με κρατάς, να αισθάνομαι τη νεότητά σου. Είναι όμορφο πράγμα τα νιάτα. Αβασάνιστα, μονίμως ερωτευμένα με τον εαυτό τους. Εμπρός γλυκό μου κοριτσάκι, φύγαμε.
Με πήρε από το χέρι και μου φόρεσε εκείνο το άθλιο καπέλο, που μου είχε αγοράσει από το Παρίσι. Περπατούσαμε ώρες. Εγώ, η μαμά και ο λύκος που έκρυβα μέσα μου. Ένας λύκος που κάποτε θα κατασπάραζε την Κασσάνδρα. Μα αυτά θα συνέβαιναν χρόνια αργότερα, σ’ένα βιβλίο. Τώρα ήμουν ακόμα παιδάκι και περπατούσα με τη μαμά στη στέρφα άμμο μιας ανήλιαγης ακρογιαλιάς. Κάποια στιγμή σταματήσαμε. Η μαμά κάθισε κάτω και άρχισε να κλαίει.
Πήγα κοντά της « Μ’αγαπάς; » την ρώτησα.
«Δεν ξέρω, είμαι πολύ μπερδεμένη» μου αποκρίθηκε.
Σε μισώ, σε μισώ της φώναξα. Πήρα το ψάθινο καπέλο που μου είχε χαρίσει και το πέταξα κάτω στην άμμο, πατώντας το με τα ροζ πατουσάκια μου. Η ψάθα σκίστηκε, οι κορδέλες σκόρπησαν και τα διακοσμητικά ‘μη με λησμόνει’ θάφτηκαν για πάντα στην άμμο.
Ποτέ δεν με αγαπάς. Είναι τόσο το λίγο μου, που δεν χωράει στο πολύ σου.
Με βάφτισες Μαργαρίτα, μου έδωσες το δικό σου όνομα, ενισχύοντας το ήδη υπερτιμημένο σου εγώ. Όλα για σένα τα έκανες, για μένα τίποτα. Πουθενά.
Και δες πως είμαστε τώρα. Δύο μαραμένες Μαργαρίτες στην άκρη Του Θεού διψούν για λίγο ήλιο στη ψυχή τους.
Την άλλη μέρα η μαμά μου έφερε μια κούκλα για να μου την κάνει δώρο.
Την κοίμισα μέσα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα χέρια και τα πόδια για να χωράει. Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ.
Και ήθελα να αγαπήσω. Να αγαπήσω όλο τον κόσμο, αλλά για εμένα δεν βρέθηκε κανείς. Εκτός από την αρρώστια μου, η οποία δύσκολα με αποχωριζόταν. Φαίνεται πως μόνο αυτή με αγάπησε τελικά και κάποιοι αναγνώστες των διεστραμμένων μου βιβλίων. Χρόνια μετά, ως μεγάλη πλέον και ως συγγραφέας διέπρεψα σε κλινικές, με βαριά χάπια και ένα σωρό γιατρούς να προσπαθούν μάταια να με γιατρέψουν. Το είναι μου ήσουν εσύ μαμά, η ζωή μου όλη και η αρρώστια μου. Ίσως τελικά δεν έπρεπε να με γεννήσεις, αλλά μιας και με γέννησες θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω, παιδάκι ακόμα να ακόνιζα τα αστέρια, να ξεκρεμούσα ένα και να έσχιζα τις φλέβες μου. Θα έτρεχε κόκκινο πολύ. Κόκκινο της αγάπης. Και εσύ μαμά μετά θα απορούσες. Θα αναρωτιόσουν γιατί τα κόκκινα νιάτα μου είναι τόσο λυπημένα.
Ως ταπεινός αναγνώστης και φανατικός σου λάτρης ήθελα με λίγες λέξεις να σου γράψω Μαργαρίτα μου. Αλλά δεν γνωρίζω αν φτάνουν στον παράδεισο τα γράμματα που στέλνουμε εμείς οι ζωντανοί κατά καιρούς. Ούτε αν οι Άγγελοι ξέρουν από γραφή και ανάγνωση. Τέλος πάντων, ξέχασα πως και να θέλω να σου γράψω, την διεύθυνση την έχω χάσει. Γι’αυτό αρκέστηκα στο παραπάνω, να σε φέρω στο χαρτί ως κοριτσάκι ακόμη, σε μια βόλτα με τη μητέρα σου, τότε που μεγάλωνες μέσα στη μοναξιά σου και έθρεφες την αρρώστια σου και τώρα πια ως νεκρή, να σου στείλω νοερά μια γλυκιά αγκαλιά να πάρω λίγο από τον πόνο σου – αν πονάς ακόμα.