Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Αναπόφευκτα, γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και ζούμε μέσα σε ένα δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον και συνήθως εντός μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Σύντομα, νιώθουμε μέλη αυτή της ομάδας (ενδο-ομάδα) και την βλέπουμε σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ομάδες του περιβάλλοντός μας (έξω-ομάδες), για τις οποίες μπορεί να αδιαφορούμε ή ακόμη και να μισούμε. Είτε έχουμε γεννηθεί σε κάποια χώρα της Δύσης, είτε στη ζούγκλα του Αμαζονίου, η κοινωνία μας έχει πλάσει έτσι ώστε ήδη από την ηλικία των 5 ετών δείχνουμε μια σταθερή προτίμηση για μέλη της ενδο-ομάδας μας.
Αυτός ο κοινωνικός μηχανισμός φυσικα μας έχει βοηθήσει να επιβιώσουμε ανά τους αιώνες και ειναι εξαιρετικά χρήσιμος από μια δαρβινική σκοπιά.
Δυστυχώς όμως, αυτή η κοινωνική κατηγοριοποίηση οδηγεί αρκετές φορές στη δημιουργία προβληματικών έως και επικίνδυνων αντιλήψεων, όπως ο ακραίος εθνικισμός και ο ρατσισμός. Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία όπου το κεφάλαιο και το ανθρώπινο δυναμικό ρέει (σχεδόν) ελεύθερα ανά το παγκόσμιο το πρόβλημα του ρατσισμού αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Ως ρατσισμός ορίζεται οποιαδήποτε στάση, συμπεριφορά ή πεποίθηση που στρέφεται εναντίον κάποιας κοινωνικής ομάδας λόγω της εθνικότητας, της φυλής ή του χρώματος των μελών της. Το εύρος των ρατσιστικών πράξεων είναι αρκετά μεγάλο και περιλαμβάνει από τον ξυλοδαρμό αλλοδαπών και τις εργασιακές/μισθολογικές διάκρισεις εναντίον αλλοεθνών, έως τα ρατσιστικά ανέκδοτα και τα στερεότυπα.
Ο ρατσισμός μπορεί να λειτουργεί τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο ο φορέας της ρατσιστικής πράξης είναι ένα μεμονωμένο άτομο το οποίο στρέφεται εναντίον άλλων κοινωνικών ομάδων, χωρίς απαραίτητα να έχει την ανοικτή κοινωνική υποστήριξη των υπολοίπων μελών της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Όταν όμως ο ρατσισμός εξαπλωθεί, τότε δεν αποκλείεται ολόκληρες κοινωνίες να δρουν συστηματικά εναντίων ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Τέτοια παραδείγματα είναι η θέσπιση σκληρών νόμων εναντίον οτιδήποτε θεωρείται “ξένο” (π.χ. απαγόρευση ένδυσης με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δια νόμου απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, νομιμοποίηση της εργασιακής ανισότητας κ.α.), αλλά ακόμη και η άτυπη ενίχυση ρατσιστικών ιδεολογιών από το Κράτος ή κάποια τοπική κοινότητα.
Όπως καταλαβαίνετε, ο ρατσισμός δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα στο θύμα. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η “ειδική” μεταχείρισή του από τους εργοδότες και τους προϊσταμένους του αλλά και το συνεχές αίσθημα καταδίωξης επιδυνώνει σημαντικά την ψυχική υγεία, αυξάνοντας κατακόρυφα τα επίπεδα άγχους και θυμού και δημιουργώντας ακόμη και προβλήματα συγκέντρωσης.
Ως γνωστό, το χρόνιο άγχος σχετίζεται άμεσα και με προβλήματα όπως έλκος του στομάχου και αυξημένη πίεση. Έτσι, τα θύματα ρατσισμού όχι μόνο καλούνται να ανταπεξέλθουν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, αλλά και να αντιμετωπίσουν μια κακή ποιότητα ζωής εξαιτίας της απομόνωσής τους.
Δεδομένων των τελευταίων υπολογισμών που μετράνε τον παγκόσμιο αριθμό μεταναστών στα 200 εκατομμύρια, είναι επόμενο πως οι ειδικοί ψυχικής υγείας θα κληθούν να αντιμετωπίζουν έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων με δυσπροσαρμοστικές τάσεις λόγω προβλημάτων σχετιζόμενων με προκαταλήψεις και ρατσιστικές συμπεριφορές.