(Περισσότερα κείμενα του μεγάλου αυτού φιλόσοφου της εκπαίδευσης μπορείτε να βρείτε Online εδώ.)
“Το παιχνίδι είναι μια τυπική περίπτωση αγωγής που το παραδοσιακό σχολείο απέκλεισε γιατί του φαινόταν πως δεν διέθετε καμιά λειτουργική σημασία. Για την τρέχουσα παιδαγωγική δεν είναι παρά μια ξεκούραση ή η εκτόνωση μιας πλεονάζουσας ενέργειας. Αλλά αυτή η απλουστευτική άποψη δεν εξηγεί ούτε τη σημασία που τα μικρά παιδιά αποδίδουν στα παιχνίδια τους, ούτε τη σταθερή μορφή που παίρνουν τα παιχνίδια των παιδιών – π.χ. συμβολισμός ή φανταστική επινόηση.
Ο Karl Gross, έχοντας μελετήσει τα παιχνίδια των ζώων, κατάληξε σε μια αντίληψη εντελώς διαφορετική, σύμφωνα με την οποία το παιχνίδι είναι μια προπαρασκευαστική άσκηση, χρήσιμη στη φυσική ανάπτυξη του οργανισμού.
Με τον ίδιο τρόπο που τα παιχνίδια των ζώων αποτελούν την εξάσκηση συγκεκριμένων ενστίκτων (όπως τα ένστικτα της πάλης και του κυνηγιού), το ίδιο και το παιδί που παίζει αναπτύσσει τις αντιλήψεις του, τη νοημοσύνη του, τις τάσεις του για πειραματισμό, τα κοινωνικά του ένστικτα κλπ. Γι’ αυτό, το παιχνίδι για τα μικρά παιδιά είναι ένας τόσο ισχυρός μοχλός για τη μάθηση, ώστε όταν πετυχαίνουμε να μετατρέψουμε σε παιχνίδι τη μύηση στην ανάγνωση, στη μέτρηση ή στην ορθογραφία βλέπουμε τα παιδιά να συμμετέχουν με πάθος σ’ αυτές τις ασχολίες που αλλιώς τους φαίνονται σαν αγγαρείες.
Αλλά η ερμηνεία του Karl Gross, που παραμένει μια απλή λειτουργική περιγραφή, δεν αποκτά την πλήρη της σημασία παρά στο μέτρο που θα την βασίσουμε πάνω στην έννοια της αφομοίωσης.
Όσο διαρκεί το πρώτο έτος της ηλικίας, για παράδειγμα, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε –στο περιθώριο προσπαθειών προσαρμογής, κατά τις οποίες το παιδί επιδιώκει να συλλάβει ό,τι βλέπει, να το σηκώσει, να το τινάξει, να το χτυπήσει κλπ.– συμπεριφορές απλής εξάσκησης, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τα αντικείμενα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον αυτά καθαυτά, αλλά αφομοιώνονται σαν καθαρά λειτουργικά ερεθίσματα της ίδιας της ενεργητικότητας.
Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει ν’ αναζητήσουμε το σημείο αφετηρίας του παιχνιδιού, οι συμπεριφορές αναπτύσσονται λειτουργικά –σύμφωνα με τον γενικό νόμο της λειτουργικής αφομοίωσης– και τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται δεν έχουν άλλη σημασία για το παιδί παρά να του χρησιμεύουν σ’ αυτή την εξάσκηση.
Στην αισθησιο-κινητική του καταγωγή, το παιχνίδι δεν είναι παρά μια καθαρή αφομοίωση του πραγματικού στο εγώ, με τη διπλή σημασία του όρου: Με τη βιολογική σημασία της λειτουργικής αφομοίωσης –η οποία εξηγεί γιατί τα παιχνίδια ασκήσεων αναπτύσσουν πραγματικά τα όργανα και τις συμπεριφορές– και με την ψυχολογική σημασία μιας ενσωμάτωσης των πραγμάτων στην καθαυτό ενεργητικότητα.
Όσον αφορά τα ανώτερα παιχνίδια ή παιχνίδια συμβολικής φαντασίας, ο Karl Gross απέτυχε σίγουρα να τα εξηγήσει, γιατί η φανταστική ιστορία ξεπερνά κατά πολύ, στο παιδί, την απλή προεξάσκηση των ιδιαίτερων ενστίκτων. Το παιχνίδι με την κούκλα δεν χρησιμεύει μόνο στην ανάπτυξη του μητρικού αισθήματος. Το παιδί, με το παιχνίδι αυτό, αναπαριστά συμβολικά και κατά συνέπεια ξαναζεί –μετασχηματίζοντας ανάλογα με τις ανάγκες– το σύνολο της βιωμένης και ακόμη αναφομοίωτης πραγματικότητας.
Από αυτή την άποψη, το συμβολικό παιχνίδι εξηγείται με την αφομοίωση του πραγματικού στο εγώ: Είναι η ατομική σκέψη στην πιο καθαρή της μορφή. Στο περιεχόμενό του είναι ικανοποίηση του εγώ και πραγματοποίηση των επιθυμιών σε αντίθεση με τη λογική, κοινωνικοποιημένη σκέψη, η οποία προσαρμόζει το εγώ στο πραγματικό και εκφράζει τις κοινά παραδεκτές αλήθειες. Στη δομή του, το παιζόμενο σύμβολο είναι για το άτομο ό,τι είναι το λεκτικό σήμα για την κοινωνία.
Το παιχνίδι λοιπόν και στις δύο του βασικές μορφές, της αισθησιο-κινητικής άσκησης και του συμβολισμού, είναι μια αφομοίωση του πραγματικού στην καθαρή ενεργητικότητα, παρέχοντάς της την αναγκαία τροφοδοσία και μετασχηματίζοντας το πραγματικό με βάση τις πολλαπλές ανάγκες του εγώ. Γι’ αυτό, όλες οι ενεργητικές εκπαιδευτικές μέθοδοι για τις μικρές ηλικίες απαιτούν να παρέχουμε στα παιδιά ένα κατάλληλο υλικό για να κατορθώνουν, παίζοντας, να αφομοιώνουν τις νοητικές πραγματικότητες, οι οποίες χωρίς το παιχνίδι παραμένουν ξένες στην παιδική νόηση.
Αλλά, αν η αφομοίωση είναι αναγκαία για την προσαρμογή, δεν αποτελεί παρά τη μια της όψη. Η πλήρης προσαρμογή που οφείλει να πραγματοποιήσει η παιδική ηλικία συνίσταται σε μια προοδευτική σύνθεση της αφομοίωσης με τη συναρμογή.
Γι’ αυτό, από την ίδια την εσωτερική τους εξέλιξη, τα παιχνίδια των μικρών μετασχηματίζονται λίγο-λίγο σε οικοδομήματα που απαιτούν όλο και περισσότερη πραγματική εργασία – σε σημείο που, στις μικρές τάξεις ενός ενεργητικού σχολείου, παρατηρούνται όλες οι μετατοπίσεις ανάμεσα στο παιχνίδι και στην εργασία.
Η σύνθεση όμως της αφομοίωσης και της συναρμογής επιχειρείται κυρίως, από τους πρώτους κιόλας μήνες της ύπαρξης, χάρη στην ίδια τη νόηση, που το ενοποιητικό της έργο αυξάνει με την ηλικία.”