«Δεν γνωρίζουμε ποτέ παρά μόνο τα πάθη των άλλων κι ό,τι κατορθώνουμε να πληροφορηθούμε για τα δικά μας, μόνο από τους άλλους μπορούμε να το μάθουμε. Γι’αυτό ποτέ μην κρίνεις τα πάθη κανενός αν δεν θες να κριθείς για τα δικά σου.»
Το βλέμμα της είχε μια μελαγχολική, νοσταλγική έκφραση. Κάποιες στιγμές μου έδινε την αίσθηση πως δεν μοιραζόμασταν τον ίδιο χωροχρόνο αλλά εκείνη ταξίδευε στο βάθος της πυξίδας ενός παρελθοντικού και απροσδιόριστου χρόνου.
«Μεγάλο το τίμημα του πάθους και ακόμη μεγαλύτερο το αντίτιμο των Ερινύων που σε ζώνουν κάθε βράδυ στο κρεβάτι σου. Όμως, μια ζωή με αυτή την ένταση αξίζει περισσότερο από χίλιες συμβατικές ζωές μαζί. Αν δεν βώσεις το πάθος, τότε δεν ζεις. Απλώς υπάρχεις και δεν ξέρεις γιατί.»
«Φοβάμαι τα άγρια πάθη. Σου ανοίγουν το δρόμο για ένα αδιέξοδο χωρίς αρχή και τέλος. Η αυτοκαταστροφή δεν είναι επιλογή αλλά ο κανόνας», της είπα μ’ένα πείσμα απρόσμενο.
Γύρισε και με κοίταξε κατάματα. Στα χείλη της τρεμόπαιζε ένα σιβυλλικό χαμόγελο με μια απόχρωση ειρωνείας.
«Τα άγρια πάθη δεν απευθύνονται σε όλους αλλά μόνο σ’εκείνους τους οποίους η ψυχή είναι πολύ πιο δυνατή από το σώμα τους. Σε όλους όσους μέσα τους καίει μια ασίγαστη φλόγα που απειλεί να ανατρέψει όλα όσα γνώριζαν ως δεδομένα σε μια μόνο στιγμή. Δεν λιγοψυχούν ούτε μετανιώνουν. Ακολουθούν ακάθεκτοι το αγκαθωτό μονοπάτι που τους καθόρισε η μοίρα και ζουν με ένταση το κάθε λεπτό.
Είναι τόσο δυνατή η ανάμνηση του πάθους που κάποτε κυριάρχησε και όρισε τη ζωή τους, που τους είναι περισσότερο από αρκετό να ζήσουν χωρίς καινούριες εμπειρίες μέχρι το τέλος.
Κάθε νέα εμπειρία μοιάζει σαν χάδι του ανέμου σε σχέση με την τρικυμία που προκάλεσε στην ψυχή τους η προηγούμενη.
Δεν είναι εύκολο να ζεις με φαντάσματα που στοιχειώνουν το είναι σου, όμως μόνο μαζί τους η ζωή σου εξακολουθεί να έχει κάποιο νόημα.
Μην προσπαθήσεις να με καταλάβεις. Είναι αδύνατο. Όταν η ζωή σου δεν είναι αυτή που θέλεις να ζήσεις αλλά δεν κάνεις τίποτα για να την αλλάξεις, τότε δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις.
Βλέπεις αυτόν τον άντρα;», ρώτησε με το δάχτυλο προτεταμένο σε μια μαυρόασπρη φωτογραφία που απεικόνιζε ένα κομψό μελαχρινό άντρα.
«Γι’αυτό τον άντρα ανέτρεψα τη ζωή μου ολάκερη. Άφησα το σπίτι μου, ένα σύζυγο που με λάτρευε και τα παιδιά μου για να είμαι μαζί του. Τα έπαιξα όλα σε μια ζαριά και τα έχασα προτού καν αυτη τελειώσει. Δεν το μετάνιωσα ποτέ επειδή το έζησα. Ένιωσα την αδρεναλίνη να κυλάει σαν τρελή μέσα στο αίμα μου, άκουσα την καρδιά μου να χτυπάει έτοιμη να πεταχτεί έξω από το στήθος μου, βίωσα συναισθήματα που δεν θα βίωνα αν ζούσα δέκα ζωές μαζί.»
«Μετά; Τι έγινε μετά;» τη ρώτησα απλά και μόνο για να μου επιβεβαιώσει την απάντηση που ήδη γνώριζα.
«Μετά τελείωσε όπως τελειώνουν όλα τα μεγάλα και σημαντικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή μας. Τον έχασα ξαφνικά σ’ένα τροχαίο. Βλέπεις όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, ο Θεός γελάει. Πλήρωσε εκείνος με τη ζωή του κι εγώ με την εθελοντική καταδίκη μου στην απομόνωση για το υπόλοιπο της ζωής μου, όλο τον ανείπωτο πόνο που προξενήσαμε σε ανθρώπους που ποτέ δεν μας έβλαψαν.»
Το πρόσωπο της ξαναπήρε την παγωμένη έκφραση που είχε προτού ξεκινήσει την αφήγησή της.
Κατάλαβα πως είχε φτάσει η ώρα να φύγω.
Έριξα μια φευγαλέα ματιά στη φωτογραφία και μου φάνηκε πως ο άντρας μειδιούσε με μια έκφραση ευτυχίας αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.
Μια ευτυχία που όσο απρόσμενα γέννησε το πάθος, τόσο βίαια και ανελέητα την εξολόθρευσε σε μια μέρα.
Το παιχνίδι του πάθους δεν έχει όρια ούτε και κανόνες.
Η γοητεία του ρίσκου είναι αδιαμφισβήτητη, η αναλγησία του τέλους όμως δεδομένη.
Ένα πικρό και σκληρό παιχνίδι που ποτέ κανείς σωστά δεν μαθαίνει.