Μολονότι η Ελλάδα διαθέτει χιλιάδες αρωματικά φυτά και βότανα και θα μπορούσε να είναι σήμερα παγκόσμιος κολοσσός στη βιομηχανία φυσικών καλλυντικών, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έβαλε πλώρη, πρώτα για να πείσει την ελληνική αγορά κι έπειτα για να διεισδύσει στις διεθνείς, έχοντας απέναντί της γιγάντιες πολυεθνικές εταιρείες, που κυριαρχούν στα συμβατικά καλλυντικά.
Εξαιτίας της κυριαρχίας της χημείας στον 20ό αιώνα, το ενδιαφέρον του αγροτικού πληθυσμού για τα αρωματικά φυτά και βότανα για πολλά χρόνια παρέμενε περιορισμένο και μόνο για οικιακή χρήση, κυρίως για αφεψήματα και όχι για καλλυντικά. Το ενδιαφέρον για τα αρωματικά βότανα και φυτά αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την αλλαγή νοοτροπίας που οδήγησε στην ορθολογικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στον περιορισμό της χρήσης χημικών πρόσθετων στην κοσμητολογία.
Βιοποικιλότητα
Η χώρα μας είναι απ’τις πλουσιότερες της Ευρώπης και του κόσμου σε βιοποικιλότητα, εξηγεί η Ελένη Μαλούπα, ερευνήτρια του ΕΘΙΑΓΕ, υπεύθυνη του Βαλκανικού Βοτανικού Κήπου Κρουσσίων και εθνική εκπρόσωπος για τη διατήρηση των αυτοφυών εκτός τόπου.
«Τα αυτοφυή φυτά της Ελλάδας είναι περίπου 6.000 φυτικά είδη και υποείδη, τα οποία αποτελούν σχεδόν το 50% των αυτοφυών φυτών της Ευρώπης! Εξ αυτών, τα 700 είδη είναι ενδημικά, δηλαδή δεν τα βρίσκουμε πουθενά αλλού στον κόσμο, ενώ περίπου 20% είναι αρωματικά ή και φαρμακευτικά φυτά. Σημαντικός αριθμός των ελληνικών φυτικών ειδών παρουσιάζουν πτητικά συστατικά, που κυρίως ανήκουν στην ομάδα των τερπενίων και είναι υπεύθυνα για τις αρωματικές τους ιδιότητες», λέει.
Στην Αγγλία ευδοκιμούν μόλις 800 είδη και υποείδη φυτών και η Ελλάδα είναι η 3η χώρα σε παγκόσμια κατάταξη, δεδομένου του αριθμού ενδημικών φυτών, ανάλογα με το γεωγραφικό της μέγεθος!
Βεβαίως, η απουσία πολιτικής βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού για δεκαετίες, σε συνδυασμό με τα γνωστά βαρίδια της ελληνικής πραγματικότητας (γραφειοκρατία, πολυνομία, προβλήματα στην αδειοδότηση), άφησε στην τύχη τους και χωρίς κατάρτιση τους αγρότες, που θα μπορούσαν σήμερα να έχουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα από καλλιεργήσιμα ελληνικά αρωματικά βότανα και φυτά. Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι 5 φορές μικρότερο από το μέσο ευρωπαϊκό, ενώ ανοιχτή πληγή παραμένει η παράνομη συλλογή ελληνικών βοτάνων από ξένες εταιρείες, μέσω τρίτων.
Μελέτη
Βοτανοσυλλέκτες, παραγωγοί, γεωπόνοι, φυτωριούχοι ώς και βιομήχανοι παλεύουν μόνοι τους σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά άκρως ανταγωνιστική, όπου οι τρίτες χώρες εισέρχονται με κακής ποιότητας προϊόντα, κοστίζουν όμως 10 φορές λιγότερο, είτε διότι δεν είναι βιολογικά είτε λόγω μεροκάματων πείνας.
Το 2002, έγινε ολοκληρωμένη μελέτη απ’το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για τις «Επενδυτικές δυνατότητες των αρωματικών φυτών». Εκτοτε, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν όσον αφορά τη δημιουργία υποδομών για ενδιαφερόμενους επενδυτές (παρατηρητήριο, βάση δεδομένων, θεσμικό πλαίσιο κ.λπ.). Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συμβουλευτική υπηρεσία στον αγροτικό τομέα, παρ’ ότι επίκειται να θεσμοθετηθεί, ενώ με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες, υποστηρίζουν αγρότες, η ανοργανωσιά μεγάλωσε.
Κράτη, ακόμη και γειτονικά, παρεμβαίνουν σε διεθνείς εκθέσεις για τη συμμετοχή εταιρειών του κλάδου, παρέχοντας επιχορηγήσεις, υλικό, τεχνική υποστήριξη, κ.λπ. Στην Ελλάδα, τονίζουν παραγωγοί, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το κόστος συμμετοχής σε εκθέσεις είναι δυσβάσταχτο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και την εικόνα μας στη διεθνή αγορά.
Δειλά βήματα
Τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν δειλά βήματα, στο πλαίσιο κυρίως της συμβολαιακής γεωργίας, δηλαδή από ιδιώτες-αγρότες, αγροτικούς συνεταιρισμούς και συλλέκτες βοτάνων, που υπογράφουν με ελληνικές εταιρείες ότι η παραγωγή τους θ’απορροφηθεί. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Αρωματικών Φυτών Αγρινίου «Ανθήρ» συστάθηκε από Ομάδα Παραγωγών της περιοχής, αφού η καπνοκαλλιέργεια σταμάτησε. Η Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου έχει δημιουργήσει υποδομές για αρωματικά φυτά και βότανα, τα οποία προορίζονται για φαρμακευτική χρήση, οι μαστιχοπαραγωγοί της Χίου κι οι κροκοπαραγωγοί της Κοζάνης έχουν κάνει σημαντικά βήματα, ενώ υπάρχουν διάσπαρτοι ιδιώτες μικροί παραγωγοί.
Τα αρωματικά φυτά δεν αποδίδουν αμέσως παραγωγή· γεγονός που ιδίως για τους μικρούς παραγωγούς θέτει ζήτημα επιβίωσης. Ο αγροτικός κόσμος κατά κανόνα δεν θέλησε ν’ασχοληθεί με τα αρωματικά φυτά και γι’άλλους λόγους: άγνοια, αδυναμία απορρόφησης της παραγωγής στον δευτερογενή τομέα, μικρό εισόδημα, υψηλό κοστολόγιο, απουσία επιδοτήσεων και υποδομών, αδυναμία σύνδεσης του προϊόντος με τον τουρισμό.
«Η άγνοια μάλιστα ωθεί συχνά Ελληνες και ξένους να κακοποιούν τον εθνικό μας πλούτο, συλλέγοντας άτσαλα ακόμη και τη γνωστή σε όλους μας ρίγανη, που χρησιμοποιείται, πέρα από τη μαγειρική και την ιατρική και στην αρωματοποιία», εξηγεί η Ελένη Μαλούπα.
Σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας υπάρχουν για: θυμάρι, φασκόμηλο, χαμομήλι, ταραξάκο, υπερικό (βαλσαμόχορτο), λουίζα, βαλεριάνα, λεβάντα και τσάι του βουνού.
Το ελληνικό καλλυντικό προέρχεται κατά κανόνα από βιολογικές καλλιέργειες και η παραγωγή του κοστίζει 10 φορές περισσότερο.
Ηγετικό ρόλο στην παραγωγή και αξιοποίηση αρωματικών φυτών κατέχουν οι χώρες της Ασίας, ενώ ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και Γαλλία αποτελούν τους κύριους αγοραστές. Τα μεγαλύτερα κέντρα εμπορίου είναι η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και το Αμβούργο.