Γενικά η Ελλάδα ζει έναν αχταρμά απόψεων σε όλα τα θέματα.
Κινδυνεύεις να ξεχάσεις και όσα ξέρεις, από μέρα σε μέρα και να μπεις σε κατάσταση αμφισβήτησης σε όσα έχεις σπουδάσει, διαβάσει, ζήσει.
Η φωνή της μάζας και του άκριτου συνδικαλισμού, δυστυχώς, δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο το κομμάτι της παιδείας. Ένα κομμάτι που θα έπρεπε να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τη χώρα μας να γυρνάει σε μεσαιωνικές αντιλήψεις και σκοταδιστικές τάσεις, επηρεάζεται επικίνδυνα με τελικό δέκτη τα παιδιά μας, τους μαθητές μας, υπονομεύοντας το μέλλον τους και την εκπαιδευτικο-πολιτιστική τους ανάπτυξη, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε ό,τι τους την έχει στήσει στη γωνία και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να κάνει επίθεση.
Πρόσφατα και προς μεγάλη μου απογοήτευση, έπεσε το μάτι μου σε μια δημοσίευση του άρθρου αυτού στο site newsbeast.gr, όπου λίγο ή πολύ αναφέρει ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν πρέπει να μαθαίνουν μια δεύτερη ξένη γλώσσα.
Τόσα χρόνια μετά, έχουμε καταντήσει να ασχολούμαστε ακόμα με τέτοιες ξεπερασμένες αντιλήψεις;
Ευτυχώς επιστημονικές μελέτες, ψυχολόγοι και παιδαγωγοί έχουν μιλήσει για εμάς, πριν από εμάς. Το θέμα είναι να ανοίξουμε λίγο τα αυτιά μας και να δούμε την αλήθεια, επιτέλους σε αυτόν τον τόπο, πέρα από τα όποια συμφέροντα, προκειμένου να σεβαστούμε αυτούς που πληρώνουν δικά μας λάθη και παραλείψεις… τα ίδια τα παιδιά.
Η ξένη γλώσσα μαθαίνεται πιο φυσικά, όταν τα παιδιά είναι ακόμα σε νεαρή ηλικία
Όσο πιο μεγάλος ξεκινήσεις να μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα, τόσο πιο αφύσικα περνάς από το παθητικό στο παραγωγικό στάδιό της.
Μπορεί να έχεις τη δυνατότητα να θυμάσαι τέλεια όλους τους χρόνους, πως σχηματίζονται, να παπαγαλίζεις κανόνες, αλλά στην πράξη, να βρίσκεις απίστευτα δύσκολο να συντάξεις έστω και μια πρόταση.
Αντίθετα, όταν μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον, που σε εκθέτει σε γλωσσικά ακούσματα μέσα από το παιχνίδι και την εξερεύνηση, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά.
Το παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί τουλάχιστον 2000 λέξεις μέχρι την ηλικία των τεσσάρων χρόνων. Αν παρατηρήσουμε την εξελικτική πορεία αυτής της διαδικασίας, θα καταλάβουμε εύκολα ότι η παραγωγή είναι άμεσα δεμένη με την πληροφορία που έχει δοθεί στο παιδί, εφόσον στηρίζεται, όχι σε αποστήθιση, όχι σε εκπαίδευση, αλλά σε μια φυσική επαφή με τη γλώσσα.
Στη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών ζωής τους τα μωρά παράγουν περίπου 70 ήχους, που στην πορεία εξελίσσονται σε λέξεις, προτάσεις, γλώσσες από πολλές διαφορετικές χώρες του κόσμου.
Η εξέλιξη αυτών των πρώιμων ήχων σε επικοινωνιακή γλώσσα, συνδέεται άμεσα με τα ακούσματα, που «αρπάζει» το παιδί από το περιβάλλον του, κυρίως από τους γονείς και όσους το φροντίζουν, το συγκεκριμένο διάστημα. Εύλογο είναι λοιπόν, ο παιδικός εγκέφαλος να μην μπορεί να αναπαράγει γλώσσες στις οποίες δεν έχει ποτέ εκτεθεί. (Kotulak, 1997)
Τα προσχολικά χρόνια είναι τα πιο σημαντικά.
Σύμφωνα με τον Ronald Kotulak, συγγραφέα του Inside the Brain, τα προσχολικά χρόνια και κυρίως τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής ενός παιδιού, αποτελούν την πιο κρίσιμη περίοδο για τη θεμελίωση της σκέψης, της γλώσσας, της όρασης της συμπεριφοράς κ.α
Δεδομένου ότι το 50% της ικανότητας μάθησης προσδιορίζεται στα πρώτα 3 χρόνια και το 30% μέχρι τα 8 χρόνια, υιοθετώντας στενόμυαλες και φοβικές τάσεις σε σχέση με τη μάθηση, στερούμε από τα παιδιά πολύτιμο χρόνο, σημαντικής απορρόφησης, «φυσικής» πληροφορίας.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δε σημαίνει ότι η εξυπνάδα και η γνώση περιορίζεται μόνο μέχρι την ηλικία των 8, απλά μέχρι τότε διαμορφώνονται τα βασικά μαθησιακά μονοπάτια στον εγκέφαλο (Bloom, 1964), τα οποία σχετίζονται με τη μάθηση μέσω της όρασης, της ακοής, της αφής, της μυρωδιάς, της γεύσης και εντέλει της αλληλεπίδρασης (Dryden & Vos, 1997).
Στη μετέπειτα ζωή, όλα, όσα μαθαίνουμε ως ενήλικες, αναπτύσσονται και καλλιεργούνται, βασισμένα στην πληροφορία που έχουμε κερδίσει στα πρώτα σχολικά και προσχολικά χρόνια και φυσικά στις εμπειρίες που αποκομίζουμε χρόνο με το χρόνο.
Με λίγα λόγια, ό,τι μάθουμε αργότερα, σε μεγαλύτερη ηλικία, είναι σα να χτίζεται και να γίνεται γερό οικοδόμημα, επάνω στα σωστά θεμέλια, που καλώς ή κακώς μπαίνουν σε πολύ νεαρή ηλικία, για να μην πω από την πρώτη μέρα που ανοίγουμε τα μάτια μας.
Κάτι τέτοιο δε σημαίνει, πως αν αρχίσεις να μαθαίνεις κάτι σε μεγαλύτερη ηλικία δεν θα το κατακτήσεις. Σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να καταφύγω σε υπερβολές. Όσο υπερβολή είναι αυτό, όμως, άλλο τόσο είναι η αντίληψη ότι δεν επιτρέπεται η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία.
Το πόσο επιτυχημένο είναι το αποτέλεσμα μιας σωστής αρχής, έχει να κάνει με το αν το μάθημα καλύπτει όλα τα είδη των μαθητών, αν προσεγγίζει τα ενδιαφέροντά του, τι μαθησιακή ανάγκη έχει ο καθένας μας (Howard Gardner, Multiple Intelligences), πόσο γρήγορα μπορεί να παράγει και να αναπαράγει την πληροφορία που λαμβάνει, πόσο ώριμος είναι, ώστε να κατανοήσει τη φύση της πληροφορίας και να την κάνει κτήμα του και πολλοί άλλοι παράγοντες, που ποικίλουν από περίπτωση σε περίπτωση.
Ωστόσο, το να θέτουμε περιοριστικούς νόμους στη γνώση, που πρέπει να προσφέρεται ελεύθερη, είναι τακτική που θα έπρεπε, επιτέλους, να έχουμε αφήσει στο παρελθόν.
Θεωρώ πως στην χώρα μας συχνά, πυκνά καλούμαστε να επαναλάβουμε τα αυτονόητα. Όσα έχουμε χιλιοπεί, έχουμε αναλύσει, έχουμε επικοινωνήσει.
Πάντα έρχεται μια μέρα, που θα βρέξει ο Θεός ανάποδα και θα καταρρεύσουν όλα, όσα νόμιζες ότι έχεις κατακτήσει, κερδίσει, διεκδικήσει.
Αναζητούμε και ανακυκλώνουμε έννοιες όπως η ανάπτυξη και η εξωστρέφεια με όλους τους λάθος τρόπους. Πόσο εξωστρεφής μπορεί να είναι κάποιος που δεν επικοινωνεί επαρκώς τα προβλήματά του, τα ταλέντα του, τις ανάγκες του;
Πόσο επαρκής είναι η επικοινωνία, όταν το μέσο της, η γλώσσα, δεν είναι στο επίπεδο, που πρέπει , ώστε γίνουμε σαφείς και κατανοητοί;
Και για να το πάω πιο μακριά το θέμα, ποιοι είναι όλοι αυτοί που υποστηρίζουν την εκπαίδευση, ζητώντας τη συρρίκνωση και τον περιορισμό της; Με ποια λογική, βάσει ποιας θεωρίας, απαιτούν τον περιορισμό της ελεύθερης επιλογής και της αδιάκοπης και συνεχούς επιμόρφωσης;
Παραπέμπω όσους ενδιαφέρονται για το ζήτημα σε μελέτες*, για να μη μακρηγορώ και αναγκάζομαι να λέω συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, γιατί, τελικά έχω την υποψία, πως ό,τι προκύπτει από το πουθενά, μια ηλιόλουστη μέρα, έτσι ξαφνικά, δεν έχει απαραίτητα παιδαγωγική αιτία, ούτε ψυχολογική επέκταση.
Δεν έχει να κάνει με το ενδιαφέρον για την ψυχοσύνθεση των παιδιών, που στην πλειοψηφία τους θα βγάλουν το χειμώνα σε απρόσωπα σχολεία, χωρίς παροχές, εποπτικά μέσα, ούτε καν πετρέλαιο. Δεν έχει να κάνει με τους «κακούς» δασκάλους, που με μειωμένους μισθούς και εργασιακή ανασφάλεια παλεύουν μια ζωή να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Ένα φίδι που έχει πάρει διαστάσεις ανακόντα και την έχει κάνει για άλλα οικοσυστήματα, πιο εξωτικά και τροπικά.
Μάλλον ό,τι προκύπτει, σχετίζεται με την γενική αντίληψη του ό,τι γυρίζει, μυρίζει… Και η ιστορία εδώ στην Ελλάδα έχει δείξει πως δεν μυρίζει απλά… μάλλον βρωμάει!
*Σημαντικοί σύνδεσμοι:
http://www.cal.org/resources/digest/earlychild.html
http://www.thespanishacademy.com/node/11
Βιβλιογραφία:
Bloom, B.S. (1964). Stability and Change in Human Characteristics. New York: Wiley.
Doman, G. (1984). Teach your Baby to Read. Philadelphia: The Better Baby Press.
Dryden, G. & Vos, J. (1997). The Learning Revolution. Auckland, NZ: The Learning Web.
Kotulak, R. (1996). Inside the Brain. Andrews and McMeel.