Γράφει η Άννα Κουρουπού
Είναι ταμπά το χρώμα τους. Υπέροχες καφετί εξωτερικές ραφές. Ψηλό τακούνι φυσικά. Με το που μπήκαν στα πόδια μου –ευτυχώς είχα κάνει επέμβαση για τα κότσια – ένοιωσα λες και με χάιδεψε εραστής. Σχεδόν ερεθίστηκα. Τις έχω ακόμη.
Τις φορώ σε σπάνιες περιπτώσεις και για να μη χαλάσουν, αλλά… με δεσμεύει και το χρώμα καθότι μαυροφορούσα από άποψη και όχι από πένθος, δυσκολεύομαι να τις συνδυάσω. Καλοκαίρι χλωμό, γιατί είναι κλειστές, άντε άνοιξη και φθινόπωρο.
Δεν ξεχνιέται η πρώτη μου επίσκεψη στο συγκεκριμένο κατάστημα επί της Βουκουρεστίου. Χλίδα. Πολύ χλίδα. Και μη γελιόμαστε. Κάθε γυναίκα “ξεγελιέται” με τη χλιδή. Νοιώθει πιο πολύτιμη. Είναι μια πολυτέλεια, που δίναμε στον εαυτό μας, τότε που πραγματικά, λεφτά υπήρχαν.
Εκείνο που δεν ξεχνάω με τίποτα, ήταν η ξινίλα των πωλητριών. Φαντάζομαι θα ήταν η πολιτική του καταστήματος. Αλλά… άλλο ξινίλα και άλλο ευγένεια. Η ξινή μούρη είναι μεγάλη ιστορία που δεν είναι της παρούσης. Μαθημένη απ τα μικράτα μου να μη κωλώνω σε παρόμοια “σαλόνια”, ακόμη και αν το καλτσάκι μου είχε χαμένο πόντο, τις δοκίμασα, τις περπάτησα και τις αγόρασα.
660 ευρώ. Θα μου πεις, καλά να πάθεις. Τόσα όμως έβγαζα σχεδόν σε μια μέρα. Γιατί να το σκεφτώ; Κάτσε τώρα και κοίτα το ταμπά, θυμήσου αυτά που έσκασες στο ταμείο και αναθεμάτισε και την κοπέλα που πίστευε ότι σου έκανε και χάρη που σου τις πούλησε. Ούτε ποσοστά να έπαιρνε.
Ξαναπήγα μετά από καιρό, γιατί χωρίς καμία δόση ειρωνείας, το παπούτσι το φορούσα και αισθανόμουν ξυπόλυτη. Τα άξιζε τα λεφτά του.
Μπήκα με σαρδόνιο χαμόγελο, με αέρα το λιγότερο Αγγελοπούλου Δασκαλάκη, δεν χαιρέτησα καμία και κανέναν -ούτε καν νεύμα- και πήγα στον πάνω όροφο. Σχεδόν όλα τα δοκίμασα.
Άνοιξα πολλές τσάντες, τάχα μου αν με βολεύουν, αν έχουν θήκες, κρυφές ή φανερές, έβαλα ζώνες στο παντελόνι μου, δοκίμασα τη θήκη για το iphone μου, ταμπακιέρες, φουλάρια και… έφυγα όπως ακριβώς μπήκα.
Δεν ψώνισα τίποτα.
Φορούσα όμως τις γόβες που είχα αγοράσει. Πως θα «έπειθα» ότι είμαι πελάτισσα, για καλή εξυπηρέτηση χωρίς ξινίλα;
Μου έμειναν οι γόβες να θυμάμαι, ως απομεινάρι της εποχής των παχιών αγελάδων, πως η λούμπα που είχα πέσει ήταν ένας καθρέφτης, όχι καλά καθαρισμένος. Επί τούτου, γιατί μάλλον με βόλευε. Αντικαθιστούσε η γόβα των 660 ευρώ, τον σεβασμό; Την αξιοπρέπεια που έχανα σε άλλους χώρους με πιο φτηνά σαλόνια αλλά ακριβά κρεβάτια; Ίσως. Κάποια στιγμή θα το κάνω βεβαιότητα.
Ειμαι «μικρή» ακόμη στην ανέχεια. Όπως όλοι μας. Έφυγε λοιπόν ο Louis από την Αθήνα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Κυριολεκτικά.
Δεν θα πω ότι στενοχωρήθηκα. Αν όμως μπορούσα να ξαναμπώ εκεί μέσα με παραφουσκωμένο πορτοφόλι, ίσως τον αποχαιρετούσα.
Έχω δρόμο ακόμη μπροστά μου γιατρέ μου;