Θυμίζει ταινίες που έχεις δει, τραγούδια που έχεις ακούσει, καταστάσεις που έχεις ζήσει. Θυμίζει μια πικρή γεύση στο στόμα, μια γροθιά στο στομάχι, την καρδιά να χτυπά ανεξέλεγκτα λες και θέλει να σκίσει το στήθος να βγει έξω και να το βάλει στα πόδια. Να τρέξει να βρει μια άλλη καρδιά να μην νιώθει πια μόνη.
Η αίσθηση της μοναξιάς… καθένας στον πόνο του, στο δικό του αμπαρωμένο κόσμο, στο δικό του θυμωμένο εγωισμό. Η γεύση της μοναξιάς. Τσιγάρα απανωτά και ποτά σκέτα, για να ζαλιστείς, να ξεχάσεις κάτι που δεν ξεχνιέται. Να μην μετανιώνεις γι’ αυτά που ήθελες να πεις και δεν είπες, γι αυτά που ένιωθες να κάνεις όμως δίστασες, για το χρόνο που έχασες χαμένος στις σκέψεις σου, στα όχι και στα δεν σου, στα ίσως και στα πρέπει σου…
Ένας χωρισμός… φέρνει τον κόσμο σου τούμπα, αλλάζει αυτά που αγαπούσες να κάνεις. Έρχεται ξάφνου η στιγμή που λες καλημέρα στον καθρέπτη σου, το πράσινο συννεφάκι στην οθόνη του κινητού σου κάθεται άπραγο, οι μέρες σου φαίνονται ατέλειωτες, τα βράδια κρύα και κενά, η έλλειψη της προσμονής αβάσταχτη. Ψάχνεις μέσα σου και λείπει το χωρίς λόγο χαμόγελο, τα όνειρα χάνουν το δρόμο τους και παραπατούν, η ψυχή σου τρεκλίζει στα σκοτεινά. Το παράδοξο είναι ότι ξέρεις πως εν τέλει θα τα καταφέρεις, πως από αγάπη κανείς δεν πέθανε, πως η ζωή είναι ένας δρόμος από αλλεπάλληλες απώλειες προσώπων και πραγμάτων που αγαπάμε, πως θα περάσει κι αυτό, όλα περνάνε, όλα παίρνουν το δρόμο τους μπουσουλώντας ή τρέχοντας. Το ξέρεις. Μα δε λες να το συνειδητοποιήσεις, δε λες να αντέξεις το βάρος των αποφάσεων σου, το τίμημα αυτών που έκανες ή παρέλειψες να κάνεις. Και παραπαίεις ανάμεσα σε λόγια, συναισθήματα, απόψεις, επιθυμίες, θέλω, πρέπει και μπορεί. Και βουλιάζεις σ’ αυτό τον ωκεανό που αυτήν εδώ τη μικρή στιγμή σου φαίνεται τόσο τραγικό να αποδράσεις, προσπαθείς να ξεχαστείς, να χαθείς για λίγο μέσα σου για να βγεις πιο δυνατός, πιο σταθερός, πιο βέβαιος για τις αποφάσεις σου.
Έλα όμως που… κάθε μικρή γωνία σου θυμίζει εσάς να φιλιέστε ή να γελάτε αγκαλιά, κάθε στιγμή θέλεις να αναφέρεις το όνομά του, σηκώνεις το τηλέφωνο να πεις μια χαζομάρα που τώρα σου κατέβηκε αλλά ξέρεις πως δεν έχει νόημα αν δεν την μοιράζεσαι μαζί του. Και μένεις με τα αντικείμενα, πράγματα χωρίς αξία μα με πολύ συναίσθημα, τόσο βαρύ που στέκουν άψυχα στη δυσκολία τους να το σηκώσουν. Και έχεις μια ανεξέλεγκτη ορμή να πάρεις όλες τις γαμημένες αναμνήσεις να τις κλειδώσεις σ’ ένα χρηματοκιβώτιο και σκοπίμως να ξεχάσεις το συνδυασμό που το ανοίγει. Κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά και φωνάζεις δυνατά νούμερα, ημερομηνίες, στίχους από τραγούδια μπας και μπερδευτείς και ξεχάσεις το συνδυασμό, να μη μπορείς ν’ ανοίξεις να ξεχειλίσουν οι αναμνήσεις γύρω. Δεν τα καταφέρνεις όμως. Το κουτί πάντα θα ανοίγει, κάθε μέρα που περνάτε μακριά, κάθε νύχτα που ο ένας είναι εδώ κι ο άλλος αλλού. Και θα θυμάσαι, όσο κι αν θες να ξεχάσεις θα θυμάσαι, κάθε στιγμή που δάκρυσες από ευτυχία, κάθε φορά που σε πλήγωσε η αγάπη, κάθε βαρύ λόγο που ανταλλάξατε, κάθε καυγά που τέλειωσε με μια σφιχτή αγκαλιά, κάθε φιλί που λάτρεψες, κάθε υπόσχεση που έδωσες…
Και επαναλαμβάνεις δυνατά για να τ’ ακούς, κάθε πρωί που ξυπνάς, και τα πόδια σου χάνονται στο χνουδωτό χαλάκι του πνιγερού δωματίου σου. Επαναλαμβάνεις δυνατά πως έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι οι άνθρωποι, έτσι ήταν αυτός και έτσι εσύ, κάποιος πληγώθηκε και γονάτισε αλλά τελικά θα σηκωθεί, κάποιος πόνεσε και έτρεξε βιαστικά, έτρεξε ώσπου να μουδιάσουν οι αστράγαλοί του, ώσπου να ξεραθεί ο λάρυγγάς του απ’ το λαχάνιασμα, κάποιοι θα χαθούν στο μήπως τους και άλλοι θα φτάσουν τέρμα μέσα τους να βρουν τι τους συμβαίνει, τι τους έλειψε, τι τους δείλιασε, τι τους έδωσε κουράγιο να συνεχίσουν. Κι αυτός ο κύκλος θα γυρίζει, θα γυρίζει, μια αργά και μια γρήγορα χωρίς ποτέ να σταματά, ποτέ να τελειώνει. Θα γυρίζει και μαζί του θα στροβιλιζόμαστε κι εμείς σ΄ έναν αιώνιο, αδιάκοπο χορό μπλεγμένων σαν κουβάρι συναισθημάτων…
“I… I used to make long speeches to you after you left. I used to talk to you all the time, even though I was alone. I walked around for months talking to you. Now I don’t know what to say. It was easier when I just imagined you. I even imagined you talking back to me. We’d have long conversations, the two of us. lt was almost like you were there. I could hear you, I could see you, smell you. I could hear your voice. Sometimes your voice would wake me up. It would wake me up in the middle of the night, just like you were in the room with me. Then… it slowly faded. I couldn’t picture you anymore. I tried to talk out loud to you like I used to, but there was nothing there. I couldn’t hear you. Then… I just gave it up. Everything stopped. You just… disappeared. And now I’m working here. I hear your voice all the time. Every man has your voice.”
Paris- Texas (1984)