Για τον περισσότερο κόσμο τα κυριακάτικα πρωινά σημαίνουν ανάπαυση. Όχι όμως και για τον Τένγκο, που από μικρός δεν τα έβλεπε ποτέ με καλό μάτι. Οι Κυριακές του έφερναν μελαγχολία. Τα σαββατοκύριακα ένιωθε το σώμα του βαρύ, πονούσε παντού, έχανε την όρεξή του. Η Κυριακή του φάνταζε σαν ένα πλάσμα μονίμως στραμμένο προς τη σκοτεινή πλευρά ενός παραμορφωμένου φεγγαριού. Αχ, να μην ερχόταν ποτέ η Κυριακή! σκεφτόταν συχνά. Να είχαμε σχολείο καθημερινά, χωρίς αργίες! Μέχρι που προσευχόταν να μην έρθει η Κυριακή, αλλά βε­βαίως τέτοιες προσευχές δεν εισακούονται. Ακόμη και τώρα που είχε μεγαλώσει και η μέρα ετούτη είχε πάψει πλέον να απειλεί την καθημερινή του πραγματικότητα, όταν άνοιγε τα μάτια του την Κυριακή το πρωί, τον πλάκωνε συχνά μία ανεξήγητη μαυρίλα. Θυμόταν ότι μικρός ένιωθε τις αρθρώσεις του να τρίζουν και ότι τον έπιανε ναυτία. Τόσο πολύ είχαν εισχωρήσει μέσα στην ψυχή του, σε μία απρόσιτη ίσως περιοχή του υποσυνείδητου, οι αντιδράσεις εκείνες. Κάθε Κυριακή, όταν ο Τένγκο ήταν μικρός, ο πατέρας του –εισπράκτορας συνδρομών για τον ημικρατικό Οργανισμό Ραδιο­φωνίας και Τηλεόρασης NHK– τον έπαιρνε μαζί του στο γύρο που έκανε για να εισπράξει τις συνδρομές. Αυτό είχε ξεκινήσει προτού ακόμη ο Τένγκο πάει στο νηπιαγωγείο και συνεχίστηκε ως την πέμπτη δημοτικού χωρίς καμία εξαίρεση, εκτός από τις Κυριακές που έκαναν κάποια εκδήλωση στο σχολείο. Ξυπνούσαν στις επτά το πρωί και ο πατέρας τον έβαζε να πλύνει καλά το πρόσωπό του με σαπούνι, επιθεωρούσε εξονυχιστικά τα αυτιά και τα νύχια του, τον έντυνε με τα πιο καθαρά (και μουντά) ρούχα και του έταζε: «Άντε, κι αν είσαι καλό παιδί, να δεις τι καλούδια θα σου πάρει ο μπαμπάς». Ο Τένγκο δεν είχε ιδέα αν οι άλλοι εισπράκτορες του ΝΗΚ δούλευαν και τις αργίες. Πάντως, όσο θυμόταν, ο πατέρας του δούλευε πάντα και τις Κυριακές, και μάλιστα με μεγαλύτερη όρεξη από τις άλλες μέρες, γιατί τότε μπορούσε να τσακώσει όλους εκείνους που έλειπαν από το σπίτι τους τις καθημερινές.

Go to top