Η αναμφισβήτητη ανανέωση που χαρακτηρίζει τη διδασκαλία των θετικών επιστημών από το δημοτικό ως το απολυτήριο του Λυκείου και για την οποία δεν παραθέσαμε παρά ένα παράδειγμα από τις Η.Π.Α., ενώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και γι’ άλλες χώρες (Ε.Σ.Σ.Δ. κτλ.), θέτει ένα γενικό πρόβλημα παιδείας: το πρόβλημα της διδασκαλίας της Φιλοσοφίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ενώ σε ορισμένες χώρες κρίθηκε σημαντικό, όπως στη Γαλλία (όπου εξάλλου τέθηκε συχνά σ’ επανεξέταση), είναι ανύπαρκτο σε άλλες, όπου η φιλοσοφία δεν εμφανίζεται παρά στα πανεπιστημιακά προγράμματα και σίγουρα αντιμετωπίζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο, γιατί εξαρτάται, περισσότερο απ’ ό,τι άλλες επιστήμες, από τους σκοπούς που της αναθέτουν. Κι αυτοί οι σκοποί αντανακλούν, ακόμα πιο πολύ απ’ ό,τι σε άλλους κλάδους, την ίδια την ιδεολογία της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Αν ο κύριος σκοπός της παιδείας είναι να διαπλάσσει το πνεύμα, είναι ολοφάνερο (και δίκαιο) πως ο φιλοσοφικός προβληματισμός συνιστά ένα βασικό στόχο για τους μαθητές που θέλουμε να τους εισαγάγουμε στη μαθηματική επαγωγή και στις πειραματικές μεθόδους, όσο και γι’ αυτούς που θα προσανατολιστούν στους κλασικούς και ιστορικούς κλάδους. Ποια πρέπει να είναι όμως η πιο κατάλληλη φιλοσοφική μύηση για να επιτευχθούν τέτοιου είδους στόχοι;
Αν, μετά το 1935, οι αλλαγές στα Μαθηματικά και στις θετικές πειραματικές επιστήμες αποδείχτηκαν αρκετά γενικευμένες και με πραγματικό περιεχόμενο για να τις προσαρμόσουμε στις βασικές κατευθύνσεις και να ελέγξουμε τις παιδαγωγικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων, η θέση της φιλοσοφίας αναμφίβολα μεταβλήθηκε επίσης αρκετά ριζικά αλλά λιγότερο φανερά, έτσι που και οι ίδιοι οι φιλόσοφοι απέχουν πολύ από το να συμφωνούν μεταξύ τους για το τι σημαίνουν αυτές οι υπόγειες κινήσεις.
Ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας εκδηλώνει δύο κύριες τάσεις που θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε κεντρομόλο και φυγόκεντρο. Η πρώτη από αυτές είναι αναμφίβολα αμετακίνητη και δεν έχει αλλάξει ανάμεσα στα 1935 και 1965 περισσότερο απ’ όσο ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες και σε μας σήμερα, ενώ η δεύτερη όλο και ισχυροποιείται στη διάρκεια αυτών των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Η φιλοσοφία είναι καταρχήν, κι αυτό είναι μια κοινή συνισταμένη όλων των συστημάτων στην άπειρη ποικιλία τους, μια προσπάθεια συντονισμού των αξιών στην πιο γενική τους έννοια, που επιδιώκει να δώσει στις γνωστικές αξίες τη θέση που τους αρμόζει μέσα στο σύνολο των άλλων ανθρώπινων σκοπών. Από αυτή την άποψη ο φιλόσοφος φτάνει βασικά σε μια «σοφία» ή σ’ ένα είδος λογικής πίστης, είτε αυτή είναι ηθικής φύσης είτε είναι κοινωνικής ή μεταφυσικής.
Είναι λοιπόν ολοφάνερο πως σ’ αυτή την πρώτη προοπτική η φιλοσοφία θα διαφέρει αισθητά από μια χώρα στην άλλη, ανάλογα με τον αν υπάρχει ένα είδος κρατικής φιλοσοφίας (ιδεαλισμός ή υλισμός κτλ.) ή αν, αντίθετα, ένα κράτος θέλει να διαμορφώσει άτομα με απόψεις προσωπικές και διαφορετικές.
Είναι ανώφελο να περιγράψουμε τις διάφορες αυτές νοοτροπίες, που η γεωγραφική τους κατανομή είναι αυταπόδεικτη και που θα μεταφράζονταν σε εξίσου ποικίλες μεθόδους διδασκαλίας, με μια κλιμάκωση από την –στην κυριολεξία– μύηση μέχρι την παιδεία κριτικού προβληματισμού.
Αλλά η φιλοσοφία μπορεί επίσης να εκληφθεί σαν ένας τρόπος γνώσης. Κι εδώ είναι που παρεμβαίνουν οι πιο σοβαρές διαφωνίες και εκδηλώνονται, με ολοένα και πιο έντονο τρόπο, οι κεντρόφυγες τάσεις που πλήθυναν τα τελευταία δέκα χρόνια. (Βλέπε το βιβλίο μας Επιστήμη και ψευδαισθήσεις της φιλοσοφίας, PUF 1965).
Για τους μεν, η φιλοσοφία δίνει τη δυνατότητα για μια μορφή καθαρής γνώσης, παρά- ή υπέρ-επιστημονικής φύσης. Από το γεγονός ότι οι ζωτικές αξίες ξεπερνούν τα όρια της επιστήμης και αντιστοιχούν σε αναλλοίωτες αξιολογικές ενοράσεις, συμπεραίνουν πως υπάρχει εξίσου μια επιστημονική ενόραση που προσφέρει έναν ειδικό τρόπο γνώσης, τον οποίο θα αντιπαραθέτει κανένας στην επιστημονική γνώση.
Για τους άλλους –και η ιστορία τους παρέχει όλο και πιο ισχυρά επιχειρήματα– ο φιλοσοφικός στοχασμός σίγουρα καταφέρνει να οικοδομήσει γνώσεις, που το χαρακτηριστικό τους όμως είναι να μην προάγονται παρά με μια οριοθέτηση των προβλημάτων και εκλέπτυνση των μεθόδων, και τα δύο χαρακτηριστικά της ίδιας της επιστημονικής προσπάθειας. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που μια ομάδα φιλοσοφικών γνώσεων τείνει ν’ αποκτήσει μια ορισμένη ακρίβεια, συνεπάγεται τη συγκρότηση μιας νέας ιδιαίτερης επιστήμης, που αποσπάται από τον κοινό κορμό.
Χωρίς ν’ αναφερθούμε στα Μαθηματικά, που τα βρίσκουμε να συμβιώνουν με τη φιλοσοφία από την εποχή ακόμα του Πυθαγόρα ή του Πλάτωνα, η λογική είναι ένα χτυπητό παράδειγμα αυτού του διαχωρισμού. Προέρχεται από τον στοχασμό του Αριστοτέλη και των Στωικών, θεωρείται γενικεύσιμη από τον Leibniz, αποκτά από τον 19ο κιόλας αιώνα την αυτονομία της και τις δικές της τεχνικές, όλο και πιο πλούσιες και σύνθετες (με μια νέα καμπή που βασίστηκε στα θεωρήματα του Goedel το 1931), σε σημείο που η λογική να είναι σήμερα αδιαχώριστη από τα Μαθηματικά και οι περισσότεροι φιλόσοφοι να μην καταφέρνουν πια να τη διδάξουν.
Η Ψυχολογία, παρόμοια, διαχωρίστηκε από τη φιλοσοφία από τις αρχές του αιώνα μας και διδάσκεται σε πολλές χώρες στις σχολές θετικών επιστημών σε συνάρτηση με τη Βιολογία*.
Η Διεθνής Ένωση της Επιστημονικής Ψυχολογίας, που συγκεντρώνει τις Ενώσεις Ψυχολογίας τριάντα χωρών, αρνήθηκε σταθερά την προσχώρηση στο Διεθνές Συμβούλιο Φιλοσοφίας και Ανθρωπιστικών Επιστημών για να προστατευτεί από τη θεωρητικολογία. Μόνο βέβαια που, καθώς ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του ψυχολόγο και ο συντονισμός των αξιών για τις οποίες παραπάνω μιλούσαμε συνεπάγεται μια αναφορά στην εσώτερη ζωή, εμφανίζονται συχνά «φιλοσοφικές ψυχολογίες», ενδιαφέρουσες για τον ηθικολόγο, αλλά χωρίς σχέση με την ψυχολογία.
Η κοινωνιολογία μαρτυρεί τους ίδιους νόμους εξέλιξης, αλλά με μια ορισμένη καθυστέρηση, γιατί ο πειραματισμός σ’ αυτήν είναι πιο δύσκολος και η στατιστική δεν αρκεί για όλα.
Όσο για τη θεωρία της γνώσης ή επιστημολογία –που προϋποθέτει ταυτόχρονα μια προωθημένη λογική επεξεργασία συγκεκριμένων ψυχολογικών δεδομένων και μια εξειδικευμένη ανάλυση του μέλλοντος των επιστημών– προσφέρει έδαφος για εργασίες όλο και πιο ειδικές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι σήμερα έργο των ίδιων των επιστημόνων παρά των φιλοσόφων (θεωρίες της θεμελίωσης των Μαθηματικών, σχετικά με τον μικροφυσικό πειραματισμό κτλ.).
Αποτέλεσμα αυτής της περίπλοκης κατάστασης είναι μια αναμφισβήτητη κρίση της φιλοσοφίας και κατά συνέπεια της διδασκαλίας της, τόσο στο πανεπιστήμιο όσο εξάλλου και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Για να πεισθούμε γι’ αυτό αρκεί να διαπιστώσουμε την ποικιλία των τύπων διδασκαλίας αυτού του κλάδου στις τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την ποικιλία των τύπων προπαρασκευής των καθηγητών των επιφορτισμένων μ’ αυτή τη διδασκαλία.
Το κεντρικό πρόβλημα είναι φυσικά, όπως απορρέει από τις αναφορές που προηγήθηκαν, οι σχέσεις ανάμεσα στη φιλοσοφία και στο επιστημονικό πνεύμα: συμφιλίωση, διαζύγιο ή διάφοροι συμβιβασμοί;
* Στην Ελλάδα βρισκόμαστε από αυτή την άποψη στον 19ο αιώνα, μια και η Ψυχολογία ανήκει στις αρμοδιότητες των Φιλοσοφικών Σχολών, χωρίς να έχει αποκτήσει ούτε τη στοιχειωδέστερη σύνδεση με τη Βιολογία ή την Ιατρική. (Σ.τ.Ε.)