Μπήκα σε ένα από τα βαγόνια του ηλεκτρικού, βρήκα μια θέση και κάθισα. Σε κάποια από τις επόμενες στάσεις, μπήκε ένα ζευγάρι και κάθισε απέναντί μου. Το βλέμμα τους, η ομιλία τους, το περιεχόμενο της συζήτησής τους,όλα υποδήλωναν ότι ήταν υπό την επήρεια ουσιών.
Με δυσκολία έκαναν την κάθε τους κίνηση. Παρόλα αυτά συζητούσαν. Κοιτάζονταν. Όποια στροφή κι αν έπαιρνε η κουβέντα, έβρισκαν χρόνο να κάνουν μια παύση και να πιάσει ο ένας το χέρι του άλλου. Και συνέχιζαν κάπως έτσι, να εκνευρίζονται ή να νοιάζονται μεταξύ τους, παραμένοντας σε μια κατάσταση μη νηφαλιότητας.
Κάθονταν δίπλα-δίπλα, στραμμένοι προς την ίδια κατεύθυνση, αντίθετη με τη φορά που κινούταν το τρένο. Τους παρατηρούσα δίχως να έχω καταλάβει τι ακριβώς σκεφτόμουν και ένιωθα σε σχέση με ό, τι έβλεπα και άκουγα, μέχρι που κάποια στιγμή ο άντρας έβγαλε κάτι σαν μπρελόκ από κλειδιά, και έδειξε στη γυναίκα ένα μικρό κλειδάκι, διαφορετικό από τα άλλα. Κάτι της είπε κι εκείνη χαμογέλασε. Σχεδόν χαμογέλασα κι εγώ με την σύμπτωση. Tυχαίνει να έχω κι εγώ αγαπημένο κλειδάκι! Το φοράω, το χάρισα, δε θυμάμαι…
Θυμάμαι όμως ότι βλέποντας αυτή τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά μου, άρχισα να κάνω διάφορες σκέψεις… Στην αρχή, νομίζω πως ένιωσα κάτι σαν θλίψη ή απογοήτευση βλέποντας δυο ανθρώπους εξαρτημένους, δίχως αίσθηση αυτού που συνηθίζουμε να ονομάζουμε πραγματικότητα, να προσπαθούν να συνεννοηθούν, να προσπαθούν να είναι μαζί και να κουβεντιάζουν για ό, τι θεωρούσαν ότι είχαν να λύσουν, να μιλήσουν, να γελάσουν. Πώς είναι άραγε να εξαρτώνται από ουσίες , πώς αυτό επηρεάζει την καθημερινότητά τους, τη δουλειά τους, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις;
Μα τι απορίες έχω; Όλοι μας δεν έχουμε εξαρτήσεις; Γιατί δεν εστιάζουμε ποτέ σε αυτές; Και δεν αναφέρομαι σε ουσίες ελαφριές ή βαριές. Όλοι μας εξαρτόμαστε από πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις, επιλογές. Όλοι μας είμαστε υπό την επήρεια φόβων, ανασφαλειών, μοναξιάς, τοξικών σχέσεων. Γιατί θεωρούμε ότι εμείς είμαστε νηφάλιοι;
Ας σταθούμε λίγο ως εξωτερικός παρατηρητής του εαυτού μας ή του κάθε «νηφάλιου» ανθρώπου και ας κάνουμε μια σύντομη συγκριτική θεώρηση των πραγμάτων. Εκείνοι συζητούσαν. Εμείς συζητάμε; Εξέφραζαν ειλικρινά οτιδήποτε σκέφτονταν ή ένιωθαν. Εμείς; Κοιτάζονταν στα μάτια. Εμείς αντέχουμε αυτήν την δίχως αναστολές οπτική επαφή; Κάθονταν δίπλα-δίπλα, έπιανε ο ένας το χέρι του άλλου. Και μάλιστα πρόσεχε και προστάτευε ο ένας τον άλλον. Ακόμα και όταν υπήρχε εκνευρισμός πάλι βρίσκονταν ταυτόχρονα σε αυτό, το ίδιο και για τους δυο σημείο, και κουβέντιαζαν για να το λύσουν. Και μετά με το κλειδάκι, αστειεύονταν και γελούσαν πάλι για ένα κοινό τους σημείο. Ποιος ξέρει γιατί. Δεν είναι το γιατί το σημαντικό εδώ. Άθελά μας οι συνεπιβάτες τους είχαμε γίνει μάρτυρες αυτής της διαδρομής τους. Όταν έφτασε η στάση τους κατέβηκαν μαζί.
Αυτό είναι τελικά το κλειδί- ή ένα από τα κλειδιά- για να υπάρχει νόημα σε όποια ζωή βιώνει κανείς. Το μαζί. Πόσο κενή θα ήταν η καθημερινότητά τους αν δεν είχαν ο ένας τον άλλον; Πώς θα αντιμετώπιζαν τις πρακτικές δυσκολίες που συνεπάγονται οι επιλογές που έχουν κάνει και οι συνθήκες που έχουν φτιάξει; Προσπαθούν. Εμείς; Τι κάνουμε εμείς; «Δεν έχουν διαύγεια» ίσως σπεύσει να απαντήσει ένας κυνικός. Δεν έχουν εκείνοι και έχουμε εμείς;
Αν είχαμε διαύγεια, θα τολμούσαμε να καθόμαστε πλάι-πλάι, να κινούμαστε προς την ίδια κατεύθυνση, ακόμα κι αν είναι αντίθετη με τις προσταγές της εκάστοτε πραγματικότητάς μας. Να κοιταζόμαστε ευθέως στα μάτια, να συζητάμε για το ίδιο πράγμα σε μια κουβέντα, να μη μας νοιάζει αν θα ακούσουν οι γύρω μας αλλά το αν θα ακούσει προσεκτικά ο ένας τον άλλον. Να κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Να γελάμε, ακόμα κι αν είναι για ένα κλειδάκι! Ποια η σημασία της διαδρομής στο βαγόνι αν δεν είμαστε μαζί; Τότε θα είναι μια διαδρομή σαν όλες τις άλλες. Δίχως νόημα. Δε θα τη θυμόμαστε. Και γιατί να την κάνουμε αν δε μας οδηγήσει σε ένα σημείο διαφορετικό, σε ένα σημείο σημαντικό;
Αυτό κάνει τη διαφορά. Να μπαίνουμε στις σημαντικές διαδρομές αυτής της ζωής μαζί, να ταξιδεύουμε μαζί, να κατεβαίνουμε μαζί. Μαζί με αυτόν που επιλέγουμε για συνεπιβάτη. Ό,τι κι αν σημαίνει για τον καθέναν συνεπιβάτης. Ό,τι κι αν σημαίνει για τον καθέναν μαζί. Ό, τι κι αν σημαίνει για τον καθέναν σημαντική διαδρομή. Οι ανθρώπινες σχέσεις κάθε φύσης είναι ιερό έδαφος.
Και έφτασα στον προορισμό μου και κατέβηκα κι εγώ από το βαγόνι. Και συνέχισα να σκέφτομαι όλα αυτά μέχρι τώρα που τα γράφω. Τελικά δε νιώθω στενοχώρια για τους δυο αυτούς ανθρώπους. Τους θαυμάζω.
Θαυμάζω που όσο δύσκολα κι αν έρχονται τα πράγματα, έχουν το κουράγιο να είναι μαζί. Μαζί σε αυτόν τον κόσμο, μαζί στο δικό τους, κοινό κόσμο. Και σκεφτόμαστε κάποιες φορές τον κόσμο μας. Και κάποιες άλλες φορές σκεφτόμαστε πώς να κάνουμε τον κόσμο πιο όμορφο.
Για να κάνουμε όμως τον κόσμο όμορφο, πρέπει πρώτα να έχουμε τον δικό μας κόσμο όμορφο. Και λες ότι εμείς τον έχουμε. Ο ένας τον άλλον; Τον έχουμε;
Για ποιόν κόσμο να μιλήσουμε αν δεν έχουμε ο ένας τον άλλον;