Όλος αυτός ο μυθολογικός κύκλος, που συνδέεται με τα φυτά και την ανάπτυξη τους, δεν είναι τυχαίος, αλλά μάλλον αποτελεί μια συνολική προσέγγιση της αξιοποίησης των φυσικών πρώτων υλών, μια και οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κατά βάση χορτοφάγοι και εξαρτούσαν ένα μεγάλο μέρος του καθημερινού τους διαιτολογίου τους από τα δημητριακά, τα όσπρια, τα λαχανικά, τα άγρια χόρτα, τις ρίζες, τα βότανα, τους καρπούς και τα ψάρια. Τα χόρτα αποκαλούνταν στην αρχαιότητα, όπως ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου, “Λάχανα” και τα βότανα συχνά ως «καρυκεύματα». Οι προγονοί μας αλλά και οι Ρωμαίοι είχαν καταφέρει να διακρίνουν πάνω από 1.000 είδη φυτών. Αυτό άλλωστε εξηγεί και τα δεκάδες αποσπάσματα ιατρικής και βοτανολογικής φύσεως με λεπτομερείς περιγραφές των ίδιων των φυτών αλλά και των ιδιοτήτων τους, που μας άφησαν κύρια ο Διοσκουρίδης, ο Θεόφραστος, ο Ιπποκράτης, ο Αντιφάνης, ο Γαληνός και ο Πλίνιος. Ο Θεόφραστος μάλιστα, που είχε δημιουργήσει στην Αθήνα ένα πειραματικό κτήμα, δίνει θαυμάσιες περιγραφές ακόμα για τους τρόπους καλλιέργειας πολλών καρποφόρων δέντρων, όπως της συκιάς, της ελιάς, της αμυγδαλιάς αλλά και διάφορων μικρών φυτών σε γλάστρες! Ακόμα και ο Όμηρος, που δεν περιλαμβάνει λεπτομερείς γαστρονομικές αναφορές στα έργα του, στην Ιλιάδα αναφέρει 36 είδη φυτών και δένδρων και στην Οδύσσεια 44 είδη. Μεταξύ αυτών ο κρόκος, ο σχίνος, το πράσο, το βρύο, το άγριο καρότο (σταφυλίνακας), ο βάτος, η μολόχα και η κου-τσουνάδα (παπαρούνα).
Καθόλου ευκαταφρόνητες, δεν είναι και οι γαστρονομικές αφηγήσεις που διασώθηκαν χάρη στους “Δειπνοσοφιστές” του Αθηναίου (170-230 μ. X.), όπου γίνεται συχνά λόγος για τις μαλακτικές ιδιότητες της μολόχας, την υπόξινη γεύση του λάπαθου, τη χορτώδη υφή της τσουκνίδας, τις αφροδισιακές ιδιότητες των βολβών, ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές στα γνωστά και πολύ αγαπητά σε όλον τον αρχαίο κόσμο, σπαράγγια, στα μάραθα, στην αρτυματική κάπαρη, την ρίγανη, το φασκόμηλο, την δάφνη, το δεντρολίβανο, την συκιά, το σταφύλι και τα ρόδια.
Ένα σπίτι στην αρχαία Αθήνα φρόντιζε πάντα να έχει στα ράφια της αποθήκης του αλάτι, ρίγανη, ξύδι, θυμάρι, σουσάμι, σταφίδες, κάπαρη, αυγά, ψάρια (αλίπαστα), κάρδαμο, σύκα, ελιές, λάδι κ.λ.π. Ενώ σε ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή «Αλεξι» διαβάζουμε «Τριμμένη ρίγανη ξερή να βάλεις πρώτα πρώτα στο βάθος του πιάτου και να δώσεις χρώμα με πετιμέζι».
Άξια λόγου είναι και η χρήση των βοτάνων από τους αρχαίους έλληνες ως καρύκευμα για να δώσουν γεύση σε ψωμιά ή να φτιάξουν γέμιση σε μικρές πίτες (Plakountes). Τα πιο συνηθισμένα βότανα που συναντιούνται σε ψωμιά στην αρχαιότητα είναι οι σπόροι του μάραθου, ο δυόσμος, η ρίγανη, το θυμάρι, ο άνηθος, το μοσχοκάρυδο. Επίσης όπως αναφέρεται στον Αθηναίο «ζυμαρικά ψητά με μέλι και λάδι σερβιρόταν πάνω σε δαφνόφυλλα».
Ο Αρτεμίδωρος, μαθητής του Αριστοφάνη, περιγράφοντας ένα πικάντικο φαγητό το οποίο παρασκευάζεται από τρυφερό κρέας, εντόσθια και αίμα, λέει ότι το καρυκεύει με ξίδι, ψημένο τυρί, κύμινο, θρούμπα, κόλιανδρο, παπαρούνα (σπόρο), μέλι, σταφίδα και κόκκους ξινής ροδιάς. Η ελληνιστική και η ρωμαϊκή κουζίνα, με εξαίρεση την χρήση πληθώρας μπαχαρικών, δεν διέφεραν πολύ από την αρχαιοελληνική. Έτσι σε μια περιγραφή γεύματος που προσέφερε στους καλεσμένους του ο Ρωμαίος επιγραμματοποιός Μαρτιάλης διαβάζουμε έναν πολύ ενδιαφέρον “κατάλογο” εδεσμάτων: για ορεκτικό μολόχες, μαρούλια και πράσα, στολισμένα με δυόσμο και ρόκα αφροδισιακή. Ο Απίκιος δε, ο οποίος και συνέδεσε το όνομα του με μυθικά για την γαστριμαργική τους επινοητικότητα συμπόσια, έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στις παρασκευές με χόρτα και στις σάλτσες με βάση τα βότανα, όπως: Σάλτσα για βραστό τόνο «πιπέρι, θυμάρι, αρωματικά, κρεμμύδι, χουρμάς, μέλι, ξίδι, λάδι και μουστάρδα». Σάλτσα για κυνήγι βραστό ή ψητό «παίρνεις 8 γρ. πιπέρι, ξερό δυόσμο, 3 γρ. φλισκούνι» ή «για να κάνεις κολοκύθια τηγανιτά παίρνεις πιπέρι, κύμινο, ρίγανη, κρεμμύδι, κρασί και λάδι. Δένεις την σάλτσα στο τηγάνι με άμυλο και σερβίρεις».